Ανηφορίζοντας την Πινδάρου, σταματούσα σχεδόν μηχανικά μπροστά στη βιτρίνα του ΑΝΘΕΣ, ενός ιστορικού παλαιοπωλείου με τα πιο ωραία στημένα πράγματα που είχα δει ποτέ σε κατάστημα. Ακόμα και για έναν που καθόλου δεν ενδιαφερόταν για παραδοσιακά αντικείμενα ή έπιπλα, ή στο βιαστικό περαστικό, μόνο και μόνο οι ιστορίες των αντικειμένων, ο τρόπος με τον οποίο ήταν φτιαγμένα, συντηρημένα και τοποθετημένα ασκούσαν μια γοητεία μαγνητική.
Για τον ιδιοκτήτη του έμαθα μόλις πριν από λίγο καιρό. Ο Θόδωρος Μίντζας που δεν βρίσκεται πια στη ζωή, ήταν ο άνθρωπος που "πάντρεψε" με τρόπο μοναδικό τη δυτική κουλτούρα με την ελληνική λαϊκή παράδοση, καθορίζοντας αποφασιστικά την αισθητική του σύγχρονου νεοελληνικού, εσωτερικού, αστικού χώρου.
Το λεύκωμα «Ο αγαπητός κύριος Θ.Κ.Μίντζας» που εκδόθηκε από το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα με την επιμέλεια δυο αγαπημένων του ανθρώπων, της Ελένης Μαρτίνου και του Γιώργου Παναγόπουλου που συνέλεξε ευλαβικά ένα πολύτιμο υλικό , το οποίο αποτελείται από προσωπικές φωτογραφίες, συνεντεύξεις, δημοσιογραφικά άρθρα και κείμενα φίλων του, της Ιωάννας Παπαντωνίου, του Άγγελου Δεληβοριά, της Πέγκυς Ζουμπουλάκη, το οποίο επιμελήθηκε ο Χάρης Σπυρόπουλος, είναι μια διαδρομή μαγείας μέσα στον ελληνικό πολιτισμό, μέσω των αντικειμένων τα οποία κόσμησαν επί αιώνες τα ελληνικά σπίτια και σήμερα έχουν και μουσειακό χαρακτήρα.
O αντικέρ είναι ντετέκτιβ, συντηρητής, ιστορικός, μελετητής αλλά και διακοσμητής και trend setter...
Ο Θόδωρος Μίντζας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα. Τα πρώτα του παιχνίδια ήταν συλλογή από νομίσματα. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και επιστρέφοντας, έκανε το χόμπι του, το να μαζεύει ωραία αντικείμενα, επάγγελμα. Ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με τα ελληνικά έπιπλα, με την περίφημη κασέλα πρώτα από όλα, η οποία υπήρχε σε όλα τα ελληνικά σπίτια. Στα χέρια του τα κομμάτια της λαϊκής τέχνης, έγιναν κομμάτια ελληνικής τέχνης. Βγήκαν από το ρουστίκ περιβάλλον και την προκαθορισμένη χρήση τους, μπερδεύτηκαν και συνομίλησαν με αντικείμενα άλλων εποχών, μπήκαν στα σύγχρονα σπίτια με πιο ενδιαφέρουσες χρήσεις.
Όταν ο Θόδωρος Μίντζας με τον συνεργάτη του, έναν άνθρωπο με χρυσά χέρια και σύντροφό του Ανδρέα Σκουργιαλό άνοιξαν το κατάστημα το 1969, ο κόσμος πέταγε τα παλιά πράγματα. Οι δυο τους βοήθησαν πολλούς ανθρώπους να κάνουν ένα ταξίδι στη μοναδικότητα της ελληνικής τέχνης, σύστησαν ξανά στους Αθηναίους την ομορφιά ενός παλιού καθρέφτη, μιας παλιάς πόρτας, ενός ξύλινου διακοσμητικού. Ο Μίντζας έκανε την κασέλα μόδα και εκτίναξε την τιμή της στα ύψη. Ανέδειξε με μοναδικό τρόπο ένα νεοελληνικό αισθητικό προφίλ, μέσα στο οποίο είχαν θέση τοποθετημένα με τον πιο ευγενή αισθητικό τρόπο το νησιώτικο τραπέζι, το κιλίμι και τα παλιά κεραμικά, τα καντηλέρια, και τα πορτρέτα του περασμένου αιώνα, όλα, δημιουργώντας μια κουλτούρα ελληνική απενοχοποιημένη από τις τάσεις και τις μόδες της κάθε εποχής, μια κουλτούρα που αναγνώριζε το πολύτιμο, το καλόγουστο, το επιδέξια φτιαγμένο. Τα αντικείμενα που διάλεγε ο Μίντζας έφταναν στο παρόν μέσα από τις μεγάλες σχολές των Ελλήνων τεχνιτών, των αργυροχρυσοχόων, των πετράδων, των ξυλουργών.
“Ο Θεόδωρος Μίντζας ήταν ένας από τους ιεροφάντες της σταδιακής διαδικασίας με την οποία οδηγήθηκα πειραματικά στην προσωρινή οπωσδήποτε και δοκιμαστική μάλλον επιλογή ενός ουδέτερου, αλλά ευτυχέστερου ονοματισμού: αντί για μία «λαϊκή» τέχνη είναι πολύ πιο σωστό να αναφερόμαστε στην κοσμική τέχνη των αιώνων της ξενικής κατοχής, αντιδιαστέλλοντας έτσι την εκκλησιαστική τέχνη της ίδιας περιόδου. Ο Θόδωρος, αν και αθώος από τέτοιους θεωρητικούς προβληματισμούς, διέθετε μία καθόλου ευκαταφρόνητη πνευματική καλλιέργεια, την οξύτατη όσφρηση του λαγωνικού και το αξιοσημείωτο ενδιαφέρον ενός ερασιτέχνη μελετητή, που σταχυολογεί με επιδεξιότητα ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει κατά τόπους ο υλικός πολιτισμός της Ελλάδας” γράφει γι' αυτόν ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Άγγελος Δεληβοριάς.
"O αντικέρ είναι ντετέκτιβ, συντηρητής, ιστορικός, μελετητής αλλά και διακοσμητής και trend setter". Με αυτά τα λόγια η αντικέρ Ελένη Μαρτίνου, παρουσίασε το λεύκωμα για τον Θόδωρο Μίντζα.
Συναντήσαμε την αντικέρ Ελένη Μαρτίνου και μιλήσαμε για τον φίλο και συναδέλφό της Θόδωρο Μίντζα, με αφορμή το λέυκωμα που του αφιέρωσε.
— Πώς σκεφτήκατε αυτή την έκδοση;
Το Θόδωρο τον ήξερα πάρα πολλά χρόνια. Του είχα μεγάλο θαυμασμό γιατί ήταν ο άνθρωπος που ανέδειξε με ένα τρόπο μοναδικό την ελληνικότητα, το λαϊκό, το οποίο στην ουσία δεν είναι λαϊκό, είναι ελληνικό, είναι η ελληνική τέχνη. Το ξυλόγλυπτο, το ασήμι, το πορτρέτο το επτανησιακό. Αυτός είναι ο πρώτος που ανέδειξε κάποια πράγματα γιατί είχε το «μάτι» αλλά είχε και την κουλτούρα που την είχε πάρει από την Ιταλία, γιατί εκεί σπούδασε. Αλλά σαφώς είχε το «μάτι», δε φτάνει η κουλτούρα.
— Πώς ξεκίνησε ο Μίντζας, σας είχε πει;
Έλεγε για αστείο ότι ξεκίνησε από τις καρτ ποστάλ, δηλαδή στην αρχή δεν είχε τα μέσα να αγοράσει. Ξεκίνησε στην Πινδάρου στο 22 και μετά πήγε στο 24 και ξεκίνησε με την κασέλα, με την μουσάντρα, με το κομμάτι από το ταβάνι, τη ροζέτα, τους καθρέφτες, πράγματα τα οποία εκείνη την εποχή τα πέταγαν. Είχε έναν σπουδαίο βοηθό τον Ανδρέα Σκούργιαλο, του οποίου τα χέρια ήταν χρυσά. Όταν πήγαινα στο μαγαζί του Θόδωρου, ερχόμουν εδώ στο δικό μου και έλεγα, «θεέ μου εκείνο το μαγαζί θέλω να έχω», γιατί ήταν όλα ωραία. Εδώ για να πάρουμε ένα ωραίο αγοράζαμε και τριάντα άσχημα. Και ήταν αυτό το ανακάτεμα, που δεν τάθελες όλα όσα είχες. Εκείνου ήταν όλα ένα και ένα τα πράγματά του και επίσης είχε έναν μοναδικό τρόπο να τα τοποθετεί. Τα έβαζε με τρόπο ανεπανάληπτο στο μαγαζί του.
— Έζησε ωραία;
Νομίζω έζησε ωραία. Ήταν άρχοντας. Έκανε τα ταξιδάκια του, δεχόταν ωραία, ντυνόταν πάντα ωραία, ήταν καλοζωϊστής, του άρεσε να περνάει καλά. Είχε χιούμορ πολύ, ήταν πάρα πολύ φιλικός, μαγείρευε ωραία.
— Πείτε μου το πιο σοβαρό πράγμα που έκανε για το επάγγελμά σας.
Ανέδειξε το ελληνικό αντικείμενο και έπιπλο και το τοποθέτησε χωρίς τα κλισέ που ξέρουμε μέχρι τώρα. Το πετσετάκι στο πιάνο και το καλημέρα στον τοίχο. Ακόμα και την καλημέρα την έβαζε με τέτοιο τρόπο που γινόταν ένα έργο τέχνης. Έπαιρνε ένα κομματάκι ξύλινο από μια γιρλάντα, από ένα δωμάτιο και το έκανε γλυπτό. Στα χέρια του τα πράγματα έπαιρναν μια νέα πνοή και τα έβαλε στο μοντέρνο αστικό σπίτι. Και έχοντας το «μάτι» μάζεψε πολύ ωραία πράγματα που σήμερα βρίσκονται και στο Μουσείο Μπενάκη και στο Πελοποννησιακό.
— Πιστεύετε ότι στην Ελλάδα το επάγγελμα του παλαιοπώλη αποκαταστάθηκε ποτέ ή ήταν πάντα ο παλιατζής;
Ήταν ο παλιατζής. Εκτός από λίγους που το έκαναν με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Εμείς όταν πουλάμε προτείνουμε, την τοποθέτηση την ανάμειξη των παλιών με τα καινούργια. Θεωρείται ντεμοντέ, γιατί οι άνθρωποι τρέχουν προς μια κατεύθυνση που ορίζει το σύγχρονο. Εγώ πρεσβεύω ότι ένα αντικείμενο που είναι πάρα πολύ καλό είναι και επένδυση. Ένα πράγμα που είναι μέτριο δεν είναι επένδυση.
— Eδώ το επάγγελμά σας το τσάκισε η κρίση;
Το τσάκισε η κρίση αλλά είχε τσακιστεί και πριν την κρίση. Δεν είναι της μόδας. Η παράδοση δεν είναι της μόδας. Κι εμείς αυτό πουλάμε. Παράδοση. Αν εγώ σήμερα αγοράζω πράγματα της Βερναρδάκη, δημιουργώ μια παράδοση, μια ιστορία. Γιατί η δουλειά της δεν υπάρχει σε κανένα μουσείο. Δεν υπάρχει και καμία υποστήριξη. Φταίνε και οι παλαιοπώλες που δεν έκαναν ένα σύλλογο, ένα σώμα γερό που θα έκανε τις εκδηλώσεις εκείνες που θα έχτιζαν μια ιστορία. Ήμασταν καμιά τριανταριά, σήμερα έχουμε μείνει ελάχιστοι.
— Για ποιο λόγο θα λέγατε σε κάποιον να έρθει στο μαγαζί σας να αγοράσει κάτι; Εννοώ, μπορεί να αγοράσει κάτι ή είναι όλα απίστευτα ακριβά;
Λόγω της κρίσης είμαστε πολύ πιο υποχωρητικοί με τις τιμές. Υπάρχει δυνατότητα να αγοράσεις πιο φθηνά οπότε πουλάς πιο φθηνά. Δηλαδή θα έρθει κάποιος να πάρει δυο πολυθρόνες τις οποίες θα πάρει σε καλή κατάσταση, με σεβασμό φτιαγμένες και θα τις πάρει πιο φθηνά από ότι στο Μιλάνο, σε ένα μαγαζί με έπιπλα. Και από την άλλη έχουμε εκείνα τα συλλεκτικά τα οποία είναι ακριβά ή πρωτότυπα, αλλά κάποιος μπορεί να βρει κάτι άλλο σε σαφώς καλή τιμή.
Εμένα η χαρά μου είναι να έρθει κάποιος εδώ να δει κάτι και να του αρέσει, να εκτιμήσει έναν κόπο που κάνουμε εδώ πέρα και μετά θα κάνουμε ότι μπορούμε για να τον βοηθήσουμε να το αποκτήσει. Υπάρχουν πράγματα για όλα τα πορτοφόλια. Όπως υπάρχουν πάντα άνθρωποι και νέοι και με γούστο που αγαπούν τα παλαιά πράγματα.