Η Άννι Λίμποβιτς γράφει για τον Σεσίλ Μπίτον στο λεύκωμα με τις 100.000 φωτογραφίες και αρνητικά του που θα κυκλοφορήσει στις 3 Σεπτεμβρίου:
«Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970, όταν ήμουν μια νεαρή φωτογράφος, ήμουν βαθιά μέσα στο προσωπικό ρεπορτάζ: ταξίδια, έξω από το στούντιο, ασπρόμαυρο φιλμ, μια μικρή κάμερα, οτιδήποτε ελαφρύ ήταν διαθέσιμο. Ο Καρτιέ Μπρεσόν και ο Ρόμπερτ Φρανκ ήταν θεοί μου. Δουλεύοντας σε αποστολές μπήκα στη σφαίρα της δημοσιογραφίας και το περιοδικό LIFE έγινε μια σημαντική πηγή έμπνευσης. Όταν άρχισα να κάνω τα εξώφυλλα για το Rolling Stone, άρχισα να κοιτάζω σοβαρά τις φωτογραφίες πορτρέτων. Στεκόμουν για ώρες και έβλεπα περιοδικά από τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο και το Παρίσι και τη Ρώμη. Έβλεπα το έργο του Ρίτσαρντ Άβεντον και του Ίρβινγκ Πεν και του Χέλμουτ Νιούτον και του Γκι Μπουρντέν, μεταξύ άλλων. Θυμάμαι είδα κάποια πορτρέτα του Μικ Τζάγκερ από μια συναυλία του το 1968. Ήταν πολύ όμορφα και σέξι. Ήταν του Σεσίλ Μπίτον.
Ο Μπίτον δεν ενδιαφερόταν για την τεχνική πλευρά της φωτογραφίας. Δεν ήταν απλά ένας φωτογράφος. Και ο ίδιος δεν είχε ποτέ σκεφτεί με αυτό τον τρόπο τον εαυτό του. Ήταν ένα σύνολο ιδιοτήτων.
Αν ήθελα να κάνω μια λίστα με τις φωτογραφίες του Μπίτον που με έχουν επηρεάσει από αυτά που κοιτάζω ξανά και ξανά μέσα στα χρόνια θα ήθελα να ξεκινήσω από τις φωτογραφίες του Χόλιγουντ της δεκαετίας του 30 με τον Γκάρι Κούπερ και τον Μάρλον Μπράντο. Τι είναι αυτό που κάνει τις φωτογραφίες υτές τόσο καλές; Ο Κούπερ και ο Μπράντο φυσικά, είναι απίστευτα όμορφοι. Αισθάνεται κανείς το χάρισμά τους βλέποντας αυτές τις φωτογραφίες. Είναι απλές και αισθησιακές. Είναι ένας αισθησιασμός που ο Άβεντον δε θα είχε ανεχθεί. Επίσης υπάρχουν οι θρυλικές φωτογραφίες μόδας του Μπίτον, οι γυναίκες με τα βραδινά φορέματα του Τσαρλς Τζέιμς για τη Vogue το 1948 και οι τρομακτικές φωτογραφίες των μοντέλων μέσα στα ερείπια του Λονδίνου κατά τη διάρκεια του πολέμου. Έχω ξοδέψει πολύ χρόνο κοιτάζοντας τα πορτρέτα της βασιλικής οικογένειας, ιδίως εκείνα της βασίλισσας Ελισάβετ Β '. Και τις πολλές προσωπογραφίες των Σίτγουελ. Το πορτραίτο της Ήντιθ Σίτγουελ για τα 75α γενέθλια της ήταν πολύ τρομακτικό, όταν το είδα σαν νεαρή φωτογράφος και εξακολουθεί να είναι.
Όποιος ενδιαφέρεται να γίνει φωτογράφος πορτρέτων θα πρέπει να μελετήσει τις συνεδρίες του Μπίτον με την Γκρέτα Γκάρμπο στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο Πλάζα στη Νέα Υόρκη το 1946. Πρόκειται για μια ανταλλαγή μιας θεάς και ενός φωτογράφου. Ο Μπίτον είχε εμμονή με την Γκάρμπο. Έγραψε ότι είναι το πρόσωπο του αιώνα και η πιο λαμπερή φιγούρα στον κόσμο. Είχε προσπαθήσει νωρίτερα να την φωτογραφίσει στο Χόλυγουντ αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Η φωτογράφιση στο Πλάζα προέκυψε επειδή εκείνη ήθελε μαι φωτογραφία διαβατηρίου. Για καιρό δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι όλες αυτές οι φωτογραφίες της Γκάρμπο έχουν παρθεί σε ένα απόγευμα. Ο Μπίτον τις δημιούργησε από το τίποτα. Δεν είχε βοηθούς. Δεν είχε φώτα. Έκανε τη φωτογράφιση φέρνοντας τη Γκάρμπο δίπλα στο παράθυρο με το φως που διαχέεται από μια δαντελένια κουρτίνα. Εκείνη κάθισε απλώς σε μια καρέκλα. Έβγαλε το σακάκι της και κάθισε στον καναπέ. Ξάπλωσε στον καναπέ. Αυτά είναι τα μεγάλα πορτρέτα. Είναι γυρισμένη πλάτη στο φακό αλλά έχει την επίγνωση του Μπίτον ακόμα και όταν δε τον κοιτάζει. Σε μερικές εικόνες καπνίζει. Ο Μπίτον πήρε μια λάμπα από ένα τραπέζι και χρησιμοποίησε τον γυμνό λαμπτήρα – όπως έκανε για να φωτίσει τα πορτρέτα των αδερφών του όταν ήταν παιδί.
Μάλλον τα αγαπημένα μου φωτογραφικά πορτρέτα είναι οι φωτογραφίες της Τζόρτζια Ο Κιφ από τον Άλφρεντ Στίγκλιτζ. Δεν ήταν μόνο η μούσα του. Ήταν η ερωμένη του, η σύζυγός του. Οι φωτογράφοι ανθίζουν όταν ερωτεύονται. Είναι υπέροχο να παρασυρθείς από τον έρωτα. Τα πορτρέτα της Γκάρμπο από τον Μπίτον είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης λαχτάρας. Εκείνη του έδωσε ό,τι αυτός ήθελε και ο ίδιος ήταν έτοιμος γι αυτήν. Η σχέση μεταξύ τους είναι σαφής. Η Γκάρμπο ήξερε ότι την αγαπούσε. Υπάρχει μια στοιχειωμένη φωτογραφία, ο Patrick Procktor και η μούσα του, ο Gervase Griffiths, ποζάρουν γυμνοί στο Reddish House, το σπίτι του Μπίτον, το 1969. Είναι λουσμένοι στο φως του ήλιου. Νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο δωμάτιο με τον Μπίτον. Ο Μπίτον ήταν βιρτουόζος του φωτός. Κανένας άλλος φωτογράφος δεν φωτογράφισε δίπλα σε παράθυρα με μεγαλύτερο ρομαντισμό.
Ο Μπίτον μεγάλωσε παίζοντας τον φωτογράφο με τις αδερφές του, ντύνοντάς τες και βάζοντάς τες να δημιουργούν περίτεχνα σύνολα. Το πρώιμο έργο του είναι γεμάτο θεατρικά στοιχεία. Κρεβάτια από τριαντάφυλλα, ρολά χαρτιού, φτερά από παγώνια, πούλιες και πουά. Το ταλέντο του για σκηνικά και κοστούμια τον οδήγησε σε μια καριέρα στο θέατρο. Αλλά με τα χρόνια και την εμπειρία λαχταρούσε μόνο τις απλές εικόνες των ανθρώπων.
Ο Μπίτον δεν ενδιαφερόταν για την τεχνική πλευρά της φωτογραφίας. Δεν ήταν απλά ένας φωτογράφος. Και ο ίδιος δεν είχε ποτέ σκεφτεί με αυτό τον τρόπο τον εαυτό του. Ήταν ένα σύνολο ιδιοτήτων. Δημοσιογράφος, καλλιτέχνης, σκηνογράφος και ενδυματολόγος, ιστορικός και ηθοποιός. Και όλες αυτές τις ιδιότητες, τις έβαλε στα πορτρέτα του. Πώς μπορεί κάποιος να μην εντυπωσιαστεί με αυτά που έκανε; Έμεινε στο παιχνίδι για έξι δεκαετίες. Ήξερε τι έκανε. Είχε την αίσθηση της ιστορίας μέσα από τη δημιουργία. Ήταν μια δύναμη».
Απόσπασμα από το κείμενο της Άννι Λίμποβιτς για το βιβλίο ‘Beaton: Photographs’, το οποίο θα εκδοθεί στις 3 Σεπτεμβρίου από τον οίκο Jonathan Cape.
σχόλια