Οι (σχεδόν) αθώοι βομβιστές του Μαχί Μπινεμπίν

Οι (σχεδόν) αθώοι βομβιστές του Μαχί Μπινεμπίν Facebook Twitter
Θεωρεί πως ένα καλό βιβλίο μοιάζει σχεδόν υπαγορευμένο από κάποιον άλλο – τόσο αδύνατον τού να είναι να εξηγήσει τι είναι αυτό που τον κάνει να το μεταφέρει με τις ιδανικές αναλογίες στο χαρτί, κάτι σαν τον Φοίνικα των ρητορικών παιχνιδιών. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
0

Είναι σπάνια η περίπτωση δημιουργού που ζει μια ζωή αφιερωμένη στα γράμματα και στα εικαστικά, και τα καταφέρνει άριστα και στα δύο. Η έμπνευση που επισκέπτεται τον μαροκινής καταγωγής Μαχί Μπινεμπίν είναι διπλή και καλύπτει παράλληλες συναρπαστικές ιστορίες και εικαστικές μορφές που διεισδύουν η μία στην άλλη. Τέτοια έργα του στολίζουν τους τοίχους του Γκούγκενχαϊμ και τα βιβλία του είναι μονίμως υποψήφια για βραβεία σε ολόκληρο τον κόσμο. Αρκεί να διαβάσεις τα «Αστέρια του Σίντι Μουμέν», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Έλγκας Καββαδία και έγιναν ταινία υποψήφια για Όσκαρ το 2013, για να μείνεις ξάγρυπνος πάνω από τις κοφτές λέξεις, οι οποίες αφηγούνται ζωές σκληρές και ανελέητες που έγιναν σμπαράλια, νεαρών που μετατράπηκαν από ανυπεράσπιστες υπάρξεις σε βομβιστές. Τα αστέρια του Σίντι Μουμέν είναι έφηβοι που έχουν δοκιμάσει όσα οι υπόλοιποι ενήλικοι απλώς φαντάζονται, γνωρίζοντας από κοντά καθημερινά τον θάνατο, παίζοντας σε επικίνδυνες αλάνες μπάλα, σνιφάροντας κόλλα και κάθε λογής ουσίες, κάνοντας επικίνδυνες βουτιές σε αποξηραμένα ποτάμια, βουτώντας τελικά στον ίδιο τον θάνατο και διεκδικώντας τη ζωή. Σε αυτή τους τη μετάβαση από την εξαθλιωμένη παραγκούπολη στον παράδεισο μεσολαβεί η στρατολόγησή τους στους φανατικούς ισλαμιστές και η μετατροπή τους σε εκδικητές της Δύσης. Η ιστορία τους είναι, εν πολλοίς, πραγματική, αφού αφορμάται από τις επιθέσεις αυτοκτονίας που έγιναν το 2003 στην Καζαμπλάκα με 45 νεκρούς και τους νεαρούς βομβιστές να προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την παραγκούπολη που βρίσκεται στις παρυφές της πόλης, του Σίντι Μουμέν. Εκεί βρέθηκε ο συγγραφέας, με τη μεσολάβηση ενός φίλου, για να ζήσει από κοντά όσα συγκλονιστικά αφηγείται στο βιβλίο του, περιγράφοντας έναν αυτονομημένο κόσμο με κατοίκους νεαρές ψυχές που ξέρουν πως είναι «παράσιτα, απόβλητα του ανθρώπινου γένους, πιο τιποτένιοι από το τίποτα». Όπως μας εξήγησε ένα ωραίο πρωινό στην ειδυλλιακή ταράτσα της Άγρας, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα – κάτι που μοιάζει σχεδόν ειρωνεία: «Στο Σίντι Μουμέν υπάρχουν νέοι που δεν έχουν βγει ποτέ από την πόλη, που μιλάνε γι' αυτήν σαν να είναι μια χώρα με κλειστά σύνορα. Επειδή έτυχε να επισκεφτώ τα μέρη αυτά, γνώρισα από κοντά κόσμο που δεν είχε βγει ποτέ από τα σύνορα της παραγκούπολης, που ακόμα ζει σε κατάσταση φρικτή, με κλεμμένο ηλεκτρικό και τις παράγκες να βρίσκονται μέσα στη λάσπη. Γιατί εκεί, όταν βρέχει, δεν βρέχει κάπου έξω, αλλά κυριολεκτικά μέσα στα σπίτια. Δεν είναι τυχαίο ότι όσα είδα με στιγμάτισαν και προσπάθησα να τα μεταφέρω, χωρίς να υπερβάλλω, στο βιβλίο, αλλά μου ήταν αδύνατον. Σταμάτησα να το γράφω και για δύο χρόνια έκανα "λογοτεχνικές διακοπές", επιχειρώντας να γράψω κάτι πιο "συμπαθητικό". Επέστρεψα στο βιβλίο, όταν κατάλαβα ότι είχα βρει την οπτική μου γωνία: στόχος μου ήταν πλέον να φωτίσω όλες τις πλευρές της ζωής αυτών των παιδιών και να μην τα δω απλώς ως τέρατα, αλλά ακόμα και ως θύματα, προσπαθώντας παράλληλα να καταλάβω πώς έφτασαν σε αυτό το σημείο». Συγκλονιστικό είναι το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο που περιγράφει την εξοικείωση με τον θάνατο και τη βία: «Οι άνθρωποι έρχονταν, έφευγαν, ζούσαν ή πέθαιναν, χωρίς αυτό να φέρνει καμία αλλαγή στην εξίσωση της μιζέριας μας. Οι οικογένειες ήταν πολυάριθμες, ώστε αν χάνονταν ένα ή δύο μέλη δεν ήταν και καταστροφή. Έτσι ήταν τα πράγματα. Κλαίγαμε βέβαια τους πεθαμένους μας, τους θάβαμε με λυγμούς και οδυρμούς, αλλά έπρεπε τόσα πράγματα να γίνουν με το πλήθος των ζωντανών, που σύντομα ξεχνούσαμε τους πρώτους. Ωστόσο, ο θάνατος ήταν εκεί, πανταχού παρών. Τον είχαμε υιοθετήσει. Μας κατοικούσε και τον κατοικούσαμε. Ξεπηδούσε από τα κοκκινισμένα μάτια μας και από τις σφιγμένες γροθιές μας για σύντομες φυγές. Τριγύριζε με λευκό φόρεμα στα ερείπια της πόλης μας και γυρνούσε να λουφάξει μέσα μας. Ήμαστε ο οίκος όπου ερχόταν να ξαποστάσει και βρίσκαμε τη γαλήνη ακουμπώντας επάνω του. Ο θάνατος ήταν ο σύμμαχος. Μας υπηρετούσε και τον υπηρετούσαμε. Του δανείζαμε τα μίση μας, τις εκδικήσεις και τα μαχαίρια μας. Τα χρησιμοποιούσε με τον καλύτερο τρόπο και τα επέστρεφε για να τα ζητήσει. Ξανά και ξανά».

Οι (σχεδόν) αθώοι βομβιστές του Μαχί Μπινεμπίν Facebook Twitter
Έργο του Binebine, 2014


Ο θάνατος υπερτερεί συντριπτικά σε κάθε πλάνο, είναι πανταχού παρών, αλλά τελικά φαντάζει σαν την «Πτώση του Ίκαρου» στον περίφημο πίνακα του Μπρέγκελ, όπου η καθημερινή ζωή δεν επιτρέπει στο συγκεκριμένο γεγονός να τη συντρίψει. Γι' αυτό και τα αστέρια του Σίντι Μουμέν, παρότι βιώνουν καταστάσεις ασφυκτικές, τρέχουν, γελάνε, το διασκεδάζουν με την καρδιά τους. Διεκδικούν πάντα το άριστο, ακόμα και αν γνωρίζουν βαθιά ότι δεν έχουν δικαίωμα ή δεν μπορούν να το βρουν. Καταφέρνουν, λοιπόν, να γίνουν οι καλύτεροι σε αυτό που κάνουν, επιδιορθώνοντας άριστα τα ποδήλατα ή παίζοντας αριστοτεχνικά μπάλα. «Μα, αυτό ακριβώς επιδιώκουν να γίνουν κάποιοι, να αποκτήσουν ένα κύρος. Αναζητούν την αξιοπρέπεια κι αυτό ακριβώς είναι που εκμεταλλεύονται οι ισλαμιστές» επιβεβαιώνει σχετικά ο Μπινεμπίν. «Υπάρχει ένας ολόκληρος μηχανισμός μεταμόρφωσης που σκοπό έχει να τους δώσει τη χαμένη τους ταυτότητα, να τους κάνει "καθωσπρέπει" φορώντας τους κατάλευκες κελεμπίες και παπούτσια. Και αυτό το στοιχείο είναι που ξεγελάει και τους γονείς που αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους αυτούς ως σωτήρες, αδυνατώντας να κατανοήσουν πως αν κάτι θα εμφυσήσουν τελικά στα παιδιά τους, είναι η κουλτούρα του θανάτου και όχι της ζωής». Ο ίδιος, έχοντας ζήσει στις φτωχικές περιοχές του Μαρακές προτού μεταβεί στο Παρίσι για να σπουδάσει μαθηματικά και να εργαστεί ως καθηγητής, τα είχε δει όλα αυτά. Του είχαν αφηγηθεί αντίστοιχες ιστορίες. Όπως και αυτές των αγοριών που από παρίες νιώθουν ξαφνικά «ιππότες», όπως λέει ο ίδιος, που κυλιούνται στις χωματερές παίζοντας μπάλα αλλά και που ερωτεύονται το ένα το άλλο. Δεν συμφωνεί, λοιπόν, με την παρατήρησή μου ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζονται στο βιβλίο ως πόρνες ή Αγίες, αυτές που οι άνδρες ερωτεύονται, διαχωρίζοντας έτσι τις μεταξύ τους σεξουαλικές επαφές από τον έρωτα. «Δεν συμφωνώ ότι πρόκειται απλώς για σεξ. Συμβαίνει, βέβαια, στα μέρη αυτά η ερωτοπραξία να θεωρείται κάτι απαγορευμένο και οι άνθρωποι να βολεύονται όπως μπορούνε. Όμως εδώ δεν μιλάμε για τυχαίες συνευρέσεις ανάμεσα στα αγόρια αλλά για πραγματικό έρωτα. Η ιστορία που περιγράφω είναι καθ' όλα πραγματική και δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο έφηβοι κάνουν έρωτα την παραμονή του θανάτου τους. Είναι σαν έσχατος αποχαιρετισμός, σαν να διάλεξαν αυτό τον τρόπο για να πουν αντίο στη ζωή». Ομολογεί ότι οι ιστορίες ομοφυλοφιλικού έρωτα αφθονούν στο Μαρόκο και γι' αυτό αποτελούν αντικείμενο του βιβλίου που γράφει τώρα με τον τίτλο «Σαν κι εμένα» – αφού αυτή είναι η έκφραση που χρησιμοποιούν για το αντικείμενο του έρωτά τους.


Μιλάει με πραγματικό πάθος για όλα αυτά, όπως και για τη λογοτεχνία που αγαπάει, για το «Παλτό» του Γκόγκολ που όταν τον διάβασε αποφάσισε να γίνει συγγραφέας. Αλλά και για τον Σελίν που τόσο λατρεύει, επιδιώκοντας κι αυτός να βρει τη «μικρή μουσική» που αναφέρεται στο ύφος της αφήγησης. «Το παν είναι να βρεις τον τόνο και αυτό είναι κάτι που ο Σελίν γνώριζε καλά. Αν βρεις τον κατάλληλο τόνο που ξεκλειδώνει ολόκληρο το βιβλίο, τότε δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο». Θεωρεί πως ένα καλό βιβλίο μοιάζει σχεδόν υπαγορευμένο από κάποιον άλλο – τόσο αδύνατον τού να είναι να εξηγήσει τι είναι αυτό που τον κάνει να το μεταφέρει με τις ιδανικές αναλογίες στο χαρτί, κάτι σαν τον Φοίνικα των ρητορικών παιχνιδιών. Τα υπόλοιπα είναι η δύναμη της αφήγησης, που τη χρωστάει στην ίδια την παράδοσή του, στους σπουδαίους παραμυθάδες της Ανατολής, στις «Χίλιες και μία νύχτες». Αλλά και η ζωή του μοιάζει με παραμύθι: «Ο πατέρας μου ήταν ο "τρελός του βασιλιά" και έτσι λέγεται το τελευταίο μου μυθιστόρημα. Ανήκε στη βασιλική αυλή και ήταν αυτός που ήξερε να λέει τις πιο όμορφες ιστορίες. Δεν τον θυμάμαι μικρός, αφού εγκατέλειψε τη μητέρα μου όταν εγώ ήμουν τριών χρονών κι έτσι εκείνη αναγκάστηκε να μεγαλώσει μόνη της επτά παιδιά. Για να τον εκδικηθεί, ο αδελφός μου όχι μόνο έγινε στρατιωτικός αλλά συμμετείχε και στο πραξικόπημα που έγινε εναντίον του βασιλιά Χασάν ΙΙ το 1971. Εισέβαλε στο παλάτι, γνωρίζοντας καλά πως ο πατέρας μου βρισκόταν μέσα. Ήταν μια πραγματική σφαγή με πρωταγωνιστές δύο πρόσωπα τραγικά, τον αδελφό μου και τον πατέρα μου. Πείτε μου, τώρα, πραγματικά: αν αυτό δεν είναι Σαίξπηρ, τότε τι είναι; Μετά το πραξικόπημα ο πατέρας μου φυλακίστηκε και πέρασε 18 ολόκληρα χρόνια στα κάτεργα, χωρίς φως και με άθλιες συνθήκες. Ήταν από τους λίγους που κατάφεραν να επιβιώσουν και αυτό τον έκανε θρήσκο. Εκτός όμως από τον Θεό, στη φυλακή βρήκε την καλοσύνη και την αγάπη, αφού πίστευε ότι έζησε επειδή άφησε πίσω του το μίσος. Το μίσος, έλεγε, είναι κάτι που σε σκοτώνει, είναι η αιώνια τιμωρία σου, αυτό που σε κάνει πραγματικά κακό και αυτό είναι που κατάφερα κι εγώ να ανακαλύψω τελικά σε σχέση με τον εαυτό μου. Ήταν πραγματικά συγκλονιστικό να βλέπω τον πατέρα μου να συμφιλιώνεται όχι μόνο με τις άσχημες πλευρές του εαυτού του αλλά και με τον ίδιο μου τον αδελφό, μεταφέροντας μια αγάπη που δεν μπορούσα να φανταστώ όταν ήμουν μικρός. Σταδιακά, άρχισα να συνειδητοποιώ πως δεν ήταν απόλυτα κακός, πως και η μητέρα μου, που υπεραγαπούσα, μπορεί να μην ήταν και ο πιο εύκολος των ανθρώπων, και να ανακαλύπτω τις πολλαπλές πτυχές των πραγμάτων, κάτι που με βοήθησε και ως συγγραφέα. Ποτέ τα πράγματα δεν είναι μαύρο-άσπρο, καλό ή κακό και αυτό είναι το μεγαλύτερο μάθημα που μου έδωσε η ιστορία του πατέρα μου, ένα μάθημα που ήταν πολύτιμο και για τη λογοτεχνία, όπου τα στρατόπεδα δεν είναι ποτέ ούτε μονοδιάστατα, ούτε μοιρασμένα».

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ηλίας Μαγκλίνης: «Η ανάκριση»

Το Πίσω Ράφι / «Γιατί δεν μου μιλάς ποτέ για τον εφιάλτη σου, μπαμπά;»

Η «Ανάκριση» του Ηλία Μαγκλίνη, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πεζά των τελευταίων χρόνων, φέρνει σε αντιπαράθεση έναν πατέρα που βασανίστηκε στη Χούντα με την κόρη του που «βασανίζεται» ως περφόρμερ στα χνάρια της Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Πέντε κλασικά έργα που πρέπει κανείς να διαβάσει

Βιβλίο / 5 κλασικά βιβλία που κυκλοφόρησαν ξανά σε νέες μεταφράσεις

Η κλασική λογοτεχνία παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη, κι αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς ανατρέχοντας στους τίτλους της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής και σε έργα των Τζόις, Κουτσί, Κάφκα, Αντρέγεφ και Τσβάιχ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τάσος Θεοφίλου: «Η φυλακή είναι το LinkedΙn των παρανόμων» ή «Το πορνό και το Κανάλι της Βουλής είναι από τα πιο δημοφιλή θεάματα στη φυλακή»

Βιβλίο / Τάσος Θεοφίλου: «Όταν μυρίζω μακαρόνια με κιμά θυμάμαι τη φυλακή»

Με αφορμή το βιβλίο-ντοκουμέντο «Η φυλακή», ο Τάσος Θεοφίλου μιλά για την εμπειρία του εγκλεισμού, για τον αθέατο μικρόκοσμο των σωφρονιστικών ιδρυμάτων –μακριά απ’ τις εικόνες που αναπαράγουν σειρές και ταινίες– και για το πώς η φυλακή λειτουργεί σαν το LinkedIn των παρανόμων.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Βιβλίο / Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Chanel, Dior και πολλοί ακόμα οίκοι υψηλής ραπτικής «ντύνουν» τα shows τους με τη μουσική του. Στο «Remixed», την αυτοβιογραφία-παλίμψηστο των επιρροών και των εμμονών του, ο ενορχηστρωτής της σύγχρονης catwalk κουλτούρας μας ξεναγεί σε έναν κόσμο όπου μουσική και εικόνα γίνονται ένα.
ΣΤΕΛΛΑ ΛΙΖΑΡΔΗ
Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Βιβλίο / Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Λίγοι είναι οι ποιητικά γραμμένοι εκκλησιαστικοί στίχοι που δεν φέρουν τη σφραγίδα αυτού του ξεχωριστού υμνωδού και εκφραστή της βυζαντινής ποιητικής παράδοσης που τίμησαν οι σύγχρονοί μας ποιητές, από τον Οδυσσέα Ελύτη μέχρι τον Νίκο Καρούζο.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τα 5 πιο σημαντικά βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα

Βιβλίο / Τα 5 πιο σημαντικά βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα

Η τελευταία μεγάλη μορφή της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας που πίστευε πως «η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα» έφυγε την Κυριακή σε ηλικία 89 ετών. Ξεχωρίσαμε πέντε από τα πιο αξιόλογα μυθιστορήματά του.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
bernhard schlink

Πίσω ράφι / «Φανταζόσουν ότι θα έβγαινες στη σύνταξη ως τρομοκράτης;»

Το μυθιστόρημα «Το Σαββατοκύριακο» του Μπέρνχαρντ Σλινκ εξετάζει τις ηθικές και ιδεολογικές συνέπειες της πολιτικής βίας και της τρομοκρατίας, αναδεικνύοντας τις αμφιλεγόμενες αντιπαραθέσεις γύρω από το παρελθόν και το παρόν.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Φοίβος Οικονομίδης

Βιβλίο / Φοίβος Οικονομίδης: «Είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να σπάσουμε σε χίλια κομμάτια»

Με αφορμή το νέο του βιβλίο «Γιακαράντες», ο Φοίβος Οικονομίδης, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς συγγραφείς της νεότερης γενιάς, μιλά για τη διάσπαση προσοχής, την αυτοβελτίωση, τα κοινωνικά δίκτυα, το βύθισμα στα ναρκωτικά και τα άγχη της γενιάς του.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Σερζ Τισερόν «Οικογενειακά μυστικά»

Το Πίσω Ράφι / «Το να κρατάμε ένα μυστικό είναι ό,τι πιο πολύτιμο και επικίνδυνο έχουμε»

Μελετώντας τις σκοτεινές γωνιές των οικογενειακών μυστικών, ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Σερζ Τισερόν αποκαλύπτει τη δύναμη και τον κίνδυνο που κρύβουν καθώς μεταφέρονται από τη μια γενιά στην άλλη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το ηθικό ζήτημα με τις μεταθανάτιες εκδόσεις με αφορμή το ημερολόγιο της Τζόαν Ντίντιον

Βιβλίο / Μεταθανάτιες εκδόσεις και ηθικά διλήμματα: Η Τζόαν Ντίντιον στο επίκεντρο

Σύντομα θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τις προσφάτως ανακαλυφθείσες «ψυχιατρικές» σημειώσεις της αείμνηστης συγγραφέως, προκαλώντας ερωτήματα σχετικά με τη δεοντολογία της μεταθανάτιας δημοσίευσης έργων ενός συγγραφέα χωρίς την επίσημη έγκρισή του.
THE LIFO TEAM
Στα «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος

Ηχητικά Άρθρα / Γιάννης Τσαρούχης: «Η ζωγραφική μου θρέφεται από τη μοναξιά και τη σιωπή»

Στα εκπληκτικά «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Γιάννη Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος, από τις μινωικές τοιχογραφίες έως τα λαϊκά δημιουργήματα του Θεόφιλου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
George Le Nonce: «Εκτός από τα φέικ νιουζ, υπάρχει η φέικ λογοτεχνία και η φέικ ποίηση»

Ποίηση / George Le Nonce: «Εκτός από τα fake news, υπάρχει η fake λογοτεχνία και ποίηση»

Με αφορμή την έκδοση του τέταρτου ποιητικού του βιβλίου, με τίτλο «Μαντείο», ο Εξαρχειώτης ποιητής μιλά για την πορεία του, την ποίηση –queer και μη–, και για την εποχή του Web 2.0, αποφεύγοντας την boomer-ίστικη νοοτροπία.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ