Το τελευταίο βιβλίο του Μίκη Θεοδωράκη με τίτλο «Μονόλογοι στο Λυκαυγές» (IANOS 2017) συνδέεται με το αμέσως προηγούμενό του «Διάλογοι στο Λυκόφως» (IANOS 2016) – και οι δύο εκδόσεις προσδιορίζονται από τον συγγραφέα ως «το Τέλος και η Αρχή μιας νέας Ουτοπίας», ως επιστέγασμα της ζωής και του έργου του. Οι «Μονόλογοι» περιλαμβάνουν κείμενα του δημιουργού της χρονικής περιόδου 1996-2016, όπως ανασύρθηκαν από το αρχείο του, επιλεγμένα και καταχωρημένα από τον ίδιο. Διαβάζοντας τις «Ιδέες-Σκέψεις-Προτάσεις» στο Α' Μέρος των «Μονολόγων», ο αναγνώστης αποκομίζει τα ιδιαίτερα στοιχεία που στήριξαν την προσωπική φιλοσοφία του μεγάλου συνθέτη, όπως η θεωρία του για τη «Συμπαντική Αρμονία» και η αγάπη του για τον απελευθερωμένο άνθρωπο, κυρίως από τα δεσμά μιας «κρυφής παιδείας» που κατασκευάζει «πειθαρχημένους, καταπτοημένους και ανασφαλείς στρατιώτες της παραγωγής» («Αντιμανιφέστο», σελ. 46-74). Μέσα από έναν χειμαρρώδη λόγο που χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και οξυδερκή προβληματισμό, στο Β' Μέρος παρακολουθούμε τις «Ομιλίες-Δηλώσεις-Άρθρα-Κείμενα» με χρονολογική σειρά, καθώς και τα στοιχεία της ανασκόπησης των σημαντικότερων γεγονότων αλλά και της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του συνθέτη ανά χρονιά. Για παράδειγμα, στην ανασκόπηση της χρονολογικής ενότητας 2001-2005 ξαναθυμόμαστε ότι το 2003 πραγματοποιήθηκε η ιστορική συναυλία του Θεοδωράκη στη μαρτυρική Μακρόνησο ή ότι το 2004 έφυγαν από τη ζωή οι Χ. Φλωράκης, Μ. Αναγνωστάκης, Μ. Σαχτούρης, Γ. Μπιθικώτσης, Σ. Κουγιουμτζής, Γ. Ζωγράφος και Β. Μοσχολιού.
Δηλώνει ότι ποτέ δεν λύθηκε το πρόβλημα της ενότητας του ελληνικού λαού που είχε «θανάσιμα τραυματιστεί» από το «μέγα εθνικό έγκλημα» του Εμφυλίου, διότι οι υπεύθυνοι όχι μόνο δεν λογοδότησαν αλλά συνωμότησαν όλοι μαζί ώστε να διαιωνίζεται μια καταστροφική παραμόρφωση της ιστορικής αλήθειας, μια «φτιαχτή» διαίρεση του λαού για να επιβιώνουν πολιτικά κάποιοι.
Η προσπάθεια του Μίκη Θεοδωράκη να εξιστορήσει στο ευρύ κοινό την κινητήριο δύναμη της αέναης δημιουργικότητας και εντατικής δραστηριοποίησής του στη μουσική σύνθεση τον μεταφέρει στις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων. Μιλά για την εντύπωση που του έκανε ο έναστρος ουρανός όταν κοιμόταν στο ύπαιθρο και για το πώς καθρεφτίστηκε στον μετέπειτα «Γαλαξία» του μουσικού του έργου. Οδηγούμενος μέσα από μια σειρά «συνεργασιών» ψυχής, αισθήσεων, μυαλού, λόγου και γνώσεων, ο Θεοδωράκης κατανόησε εμπειρικά την έννοια των Πυθαγόρειων, οι οποίοι 2.500 χρόνια πριν είχαν αναπτύξει τη θεωρία της μουσικής αρμονίας των ουράνιων σωμάτων: «Είχα την αίσθηση ότι η πρωτογενής μουσική ύλη που κατέγραφα ήταν το αποτέλεσμα μιας ουσιαστικής ένωσης ανάμεσα σ' εμένα και τη συμπαντική αρμονία που με περιβάλλει». Περιγράφει αυτό το βίωμα ως ένα παραλήρημα όπου οι ήχοι των πλανητών προέβαλλαν μέσα του ευκρινώς και τον γέμιζαν «με ακαθόριστη, σχεδόν νεφελώδη ευτυχία και πληρότητα». Κύριος σκοπός της ύπαρξής του ήταν οι συνθέσεις του να έχουν πάντα τη δυνατότητα επικοινωνίας «με κάποιο αρχέτυπο αρμονίας και μουσικής που μας περιβάλλει χωρίς να το γνωρίζουμε», αυτό που αποκαλεί ο ίδιος «Συμπαντική Αρμονία» (σελ. 75-77).
Στο κείμενο «Εκ βαθέων Ι» (σελ. 153-168) εντυπωσιάζει η συνείδηση του συνθέτη που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως έναν δημιουργό με θρησκευτικό «πιστεύω» στο ιδεατό «Κέντρο» του Νόμου της Συμπαντικής Αρμονίας, όπου ισορροπούν οι αντιθέσεις Σκότους (χάους)-Φωτός (ενέργειας). Αυτό το αίσθημα τον ανύψωνε από την τραγικότητα των συνθηκών του απολύτου Χάους – βιώματα των χρόνων του κατατρεγμού, των φυλακών, των εξοριών και της Μακρονήσου. Πάντοτε υπήρχε ένα απόθεμα ενέργειας που του έδινε τη δύναμη να γράφει μουσική, βρίσκοντας την αναγκαία ψυχική γαλήνη, υπερβαίνοντας τα γεγονότα και την αθλιότητα γύρω του. Η μουσική του κατέγραψε την πιο δραματική σελίδα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας που ξεκινά με τον Εμφύλιο, το «Μέγα Ψέμα», όπως τον αποκαλεί. Δίνοντας τη δική του μαρτυρία και κατ' επέκταση τη δική του οπτική, δηλώνει ότι ποτέ δεν λύθηκε το πρόβλημα της ενότητας του ελληνικού λαού που είχε «θανάσιμα τραυματιστεί» από το «μέγα εθνικό έγκλημα» του Εμφυλίου, διότι οι υπεύθυνοι όχι μόνο δεν λογοδότησαν αλλά συνωμότησαν όλοι μαζί ώστε να διαιωνίζεται μια καταστροφική παραμόρφωση της ιστορικής αλήθειας, μια «φτιαχτή» διαίρεση του λαού για να επιβιώνουν πολιτικά κάποιοι.
Πολύ ενδιαφέρον, εμβριθές και με λογική ακεραιότητα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το κείμενο «Για το πρόβλημα της Ελληνικότητας» (σελ. 213-238), το οποίο αναλύει την προσωπική εμπειρία και στάση του Θεοδωράκη για το τι εστί «ελληνικότητα» σε συνδυασμό με τις βασικές απόψεις του συγγραφέα Γιώργου Κοντογιώργη στην Ελληνική Ιστορία. Το 1953 το ΚΚΕ διατυπώνει και επιβάλλει ως επίσημη θέση του κόμματος ότι οι νεοέλληνες ουδεμία σχέση έχουν με την αρχαία Ελλάδα. Ο Μίκης Θεοδωράκης διαφωνεί κάθετα με τη θέση αυτή. Το 1954 βρίσκεται στο Παρίσι για σπουδές πάνω στη συμφωνική μουσική και εκεί συνειδητά διατηρεί την ελληνικότητα στο ύφος της τέχνης του, παρόλο που πυρπολείται από ισχυρά ευρωπαϊκά «ηχητικά υλικά». Κατά τον Κοντογιώργη, ο ελληνισμός, ως το πρώτο ανθρωποκεντρικό «κοσμοσύστημα», είχε διανύσει στο παρελθόν μια ολοκληρωμένη διαδρομή, ενώ τώρα διέρχεται τη φάση της «μεταφεουδαλικής οικοδόμησης». Το έθνος προϋπάρχει του Κράτους και δεν κατασκευάζεται από αυτό. Ο ελληνισμός συγκροτείται εδώ και αιώνες με γνώμονα το άστυ, όπου ο άνθρωπος ναι μεν ανήκει σε ένα σύνολο, αλλά ταυτόχρονα είναι ελεύθερος. Αυτή «η βαθιά ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία» χάνεται πλέον διότι έχει συντελεστεί μια «συστηματική καλλιέργεια του συνδρόμου κατωτερότητας του σύγχρονου Έλληνα». Κι αυτό γιατί ποτέ δεν ολοκληρώθηκε το πρόταγμα της «ελληνικής παλιγγενεσίας», η οποία προϋπήρχε της Επανάστασης του 1821. Η συνέχεια του ελληνισμού επιβιώνει μέσα στην ελληνική γλώσσα, στις πολιτισμικές και εθνικές ιδιαιτερότητες, μέσα από τις μεταμορφώσεις του ελληνισμού ανά τους αιώνες που γίνονται το χωνευτήρι των εθνοτήτων, χωρίς όμως να τις καταργούν.
Στους «Μονόλογούς» του, ο μεγάλος εθνικός μας συνθέτης επανέρχεται ξανά και ξανά στην ιδέα μιας ειρηνικής, ουδέτερης ζώνης που θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει η Ελλάδα μέσα από τον πολιτισμό της ως σταυροδρόμι των ιστορικο-κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Κατάφερε να ζήσει στον «υπερθετικό», όπως λέει κι ο ίδιος. Το ογκώδες, πολύπλευρο μουσικό του έργο θα εμπνέει πάντα την ολοκλήρωσή μας μέσα από την υπερβατικότητα και τη μαγεία της αρμονίας των ουράνιων σφαιρών που φέρει μέσα του.
σχόλια