ΟΝΟΜΑΖΟΤΑΝ «ΑΝΑΡΡΩΤΗΡΙΟ ΨΥΧΟΠΑΘΩΝ» του Α’ Ειδικού Τάγματος Οπλιτών. Ήταν το «τρελάδικο» της Μακρονήσου. Βρισκόταν μέσα σε μια χαράδρα, περιφραγμένο με συρματόπλεγμα, και φιλοξενούσε από 60 έως 80 κρατούμενους, που μερικές φορές έφταναν και τους 120. Λειτούργησε για πέντε μήνες, από τον Δεκέμβριο του 1949 έως τον Απρίλιο του 1950. Ήταν, τότε, ένας από τους πιο σκληρούς χειμώνες που είχαν καταγραφεί στα μετεωρολογικά χρονικά και που γινόταν σκληρότερος στο ανεμοδαρμένο νησί της Μακρονήσου.
Η πρακτική σε αυτό το «αναρρωτήριο» δεν ήταν άλλη από βασανιστήρια, ατομικά και ομαδικά, που συνοδεύονταν από πρωτοφανείς κρίσεις των κρατουμένων. Η κατάσταση των εξόριστων κρατουμένων ήταν φρικτή. Σύμφωνα με μαρτυρίες, «ήταν με έξαλλα γουρλωμένα μάτια, αναμαλλιασμένοι, ματωμένοι, έσκιζαν τα ρούχα τους, αυτοτραυματίζονταν και εκσφενδόνιζαν ό,τι έβρισκαν. Οι περισσότεροι έβγαζαν άναρθρες κραυγές γιατί είχαν χάσει τη φωνή τους». Οι εξόριστοι που είχαν επιφορτιστεί με τη φύλαξη των «τρελών» δεν άντεχαν το θέαμα που έβλεπαν καθημερινά. Τους άλλαζαν κάθε εβδομάδα.
Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το πείραμα της Μακρονήσου ως βιοπολιτικό, αφού είχε ως στόχο όχι μόνο την πολιτική αναμόρφωση και ανάνηψη των αριστερών, αριστερόφρονων ή συμπαθούντων την αριστερά κρατουμένων αλλά και την ψυχική τους αναμόρφωση – αυτό ακριβώς που προκαλούσε την τρέλα
Ένα από τα φάρμακα που χορηγούσαν στους «τρελούς» ήταν η σκοπολαμίνη. Μυθιστορηματικό φάρμακο, καθώς το είχαν χρησιμοποιήσει οι ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και η CIA ως «ορό της αλήθειας» στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Προκαλούσε φρικτά ψυχοσωματικά συμπτώματα, όπως οπτικές ψευδαισθήσεις, μανία καταδίωξης, συσκότιση επιπέδου συνείδησης. Μετά τις ενέσεις αυτές, οι κρατούμενοι έπεφταν σε ένα είδος νάρκης μέσα στη «χαράδρα». Όσοι κρατούμενοι έβλεπαν τους συντρόφους τους στο έδαφος, νόμιζαν ότι τους είχαν σφάξει. «Παθαίνανε κι αυτοί πιο δυνατή κρίση και οι κύκλοι της κόλασης μεγαλώνανε». Όλοι αυτοί οι «τρελοί» έφταναν υγιείς στη Μακρόνησο. Τους τρέλαιναν όμως τα βασανιστήρια, οι απάνθρωπες συνθήκες εκτοπισμού, ο φόβος, το άγχος, η ψυχολογική πίεση.
Ο κοινωνιολόγος Δημήτρης Υφαντής, που εργάζεται για χρόνια στον χώρο αντιμετώπισης των εξαρτήσεων, στο βιβλίο του Μακρόνησος ερευνά τη «μακρονησιώτικη τρέλα», που είναι ίσως από τις άγνωστες πτυχές αυτής της πολυδιάστατης ιστορίας. Η αλαλία ή η αφωνία, συμπτώματα που εμφάνιζαν οι «τρελοί» της Μακρονήσου, χαρακτήριζε τη στάση της κοινωνίας απέναντι στο θέμα. Η σχετική αποσιώπηση μπορεί να οφείλεται στο διπλό στίγμα: εξόριστος και τρελός.
Το στίγμα της «τρέλας» ίσως να ήταν σκληρότερο και πιο δυσβάστακτο σε σχέση με το κοινωνικό στίγμα του εξόριστου. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το πείραμα της Μακρονήσου ως βιοπολιτικό, αφού είχε ως στόχο όχι μόνο την πολιτική αναμόρφωση και ανάνηψη των αριστερών, αριστερόφρονων ή συμπαθούντων την αριστερά κρατουμένων αλλά και την ψυχική τους αναμόρφωση – αυτό ακριβώς που προκαλούσε την τρέλα. Το πείραμα της Μακρονήσου, πάντως, είχε συγκλονίσει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την κατάργηση του στρατοπέδου, όλες οι κυβερνήσεις, ακόμη και αυτές της Χούντας, έκαναν τα πάντα ώστε να απαλειφθεί η μνήμη της Μακρονήσου.
Κι ενώ τα πρώτα κείμενα για τη Μακρόνησο αρχίζουν να εκδίδονται ήδη από το 1949, κυρίως κείμενα αυτοβιογραφικά, οι πρώτες έρευνες εμφανίζονται περίπου μισό αιώνα αργότερα, γύρω στο 2000. «Τα “παιδιά” των Μακρονησιωτών, πενήντα χρόνια μετά, άρχισαν να ερευνούν και να μελετούν το διαγενεακό τραύμα, που για χρόνια έκρυβε μέσα της η ελληνική κοινωνία», γράφει ο Δημήτρης Υφαντής. Αυτό το τραύμα είναι σημαντικό, καθώς πολλοί «τρελοί» της Μακρονήσου, μετά το κλείσιμο των στρατοπέδων, μεταφέρθηκαν σε ψυχιατρικά ιδρύματα και νοσοκομεία της χώρας, ακόμη και στην Αποικία Ψυχοπαθών της Λέρου.
Οι πρώτοι εξόριστοι έφτασαν στη Μακρόνησο τον Μάρτιο του 1947, μέσα στον Εμφύλιο. Για την ίδρυση των στρατοπέδων στο νησί δεν υπήρχε καμία νομοθετική πρόβλεψη ή ρύθμιση – ούτε εκ των υστέρων. Υπήρχε μόνο ένας σκοπός, που ήταν «η περισσότερον ψυχολογημένη χρησιμοποίησις» των κρατουμένων, όπως διαβάζουμε σε εμπιστευτική έκθεση, το 1950, του διοικητή της Μακρονήσου, του διαβόητου ταξίαρχου Γεώργιου Μπαϊρακτάρη. Οι εξόριστοι δεν ήταν μόνο οι πολιτικά ύποπτοι στρατιώτες. Από τα τέλη του 1949 έως το καλοκαίρι του 1950 μεταφέρθηκαν στο νησί και πολίτες, πολιτικοί κρατούμενοι που βρίσκονταν ήδη σε άλλες φυλακές και τόπους εξορίας, αλλά και «προληπτικά συλληφθέντες», άνδρες και γυναίκες.
Μετά τη λήξη του Εμφυλίου, τη γενικευμένη κατακραυγή και τις εξαγγελίες της κυβέρνησης Πλαστήρα περί συμφιλίωσης, στις εκλογές του Μαρτίου 1950 θεωρήθηκε ότι η Μακρόνησος είχε εκπληρώσει την αποστολή της. Το Μάιο του ίδιου χρόνου αποφασίστηκε το κλείσιμο των στρατοπέδων για τους πολίτες. Οι περισσότεροι «υγιείς» πολιτικοί εξόριστοι μεταφέρθηκαν οι άνδρες στο νησί Αϊ-Στράτης και οι γυναίκες στο Τρίκερι. Βέβαια, η Μακρόνησος εξακολούθησε να λειτουργεί δέκα χρόνια ακόμα. Έως το 1957 λειτούργησε ως κέντρο εκπαίδευσης «ύποπτων» στρατιωτών και μέχρι τον Οκτώβριο του 1960 ως στρατιωτικές φυλακές. Τον Φεβρουάριο του 1961 οι τελευταίοι στρατιώτες που φρουρούσαν τις εγκαταστάσεις εγκατέλειψαν οριστικά το νησί.
Το επίσημο όνομα της Μακρονήσου είναι νήσος Ελένη, επειδή λέγεται ότι η Ωραία Ελένη έφτασε εκεί μετά την άλωση της Τροίας. Μέσα στον 20ό αιώνα είχε χρησιμοποιηθεί άλλες δύο φορές ως στρατόπεδο. Την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων 1912-13, που μεταφέρθηκαν εκεί Τούρκοι και Βούλγαροι αιχμάλωτοι, και την περίοδο 1922-23, όταν εγκαταστάθηκαν, προσωρινά, στο νησί πρόσφυγες από τον Πόντο και από τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Ο Δημήτρης Υφαντής στήριξε την έρευνά του για τη «μακρονησιώτικη τρέλα» τόσο στα χρονικά και στις μαρτυρίες των εξόριστων όσο και στους φακέλους ασθενών και στα φύλλα νοσηλείας των Μακρονησιωτών που εισήχθησαν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Αθήνας (Δαφνί και Δρομοκαΐτειο). Οι διαγνώσεις που καταγράφονται στα έντυπα αυτά είναι «σχιζοφρένεια», «λοιμώδης ψύχωσις», «σχιζοφρενική ψύχωσις», «ψύχωσις εξ αντιδράσεως», «υπόκρισις» ή «υστερία» και άλλα. Οι πιο συχνές διαγνώσεις είναι «ψυχοπαθολογικαί εκδηλώσεις εξ αντιδράσεως» και «υπόκρισις», που παραπέμπουν ευθέως στις ψυχοπιεστικές συνθήκες της Μακρονήσου, όπως σημειώνει ο συγγραφέας.
Πέρα από την εξέταση των τεκμηρίων, ο συγγραφέας προσωποποιεί ορισμένες περιπτώσεις «τρελών», δημιουργώντας τις ιστορίες τους, από την ημέρα του εγκλεισμού της μέχρι τον θάνατό τους. Το τραύμα της Μακρονήσου μοιάζει ανεπούλωτο στις περισσότερες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ένας στρατιώτης από την Καρδίτσα, έγγαμος με τρία παιδιά, μεταφέρεται τον Ιούνιο του 1948 από τη Μακρόνησο στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Η διάγνωση είναι «παρανοϊκής μορφής σχιζοφρένεια». Από εκεί διακομίζεται στο Δημόσιο Ψυχιατρείο.
Ακολουθούν διάφορες νοσηλείες του και εγκλεισμοί. Ανάμεσά τους και εγκλεισμός στο παράρτημα του Δημόσιου Ψυχιατρείου, που βρισκόταν στη νησίδα Άγιος Γεώργιος, μεταξύ Περάματος και Σαλαμίνας, γνωστή και ως «το νησί των τρελών». Το 1965 περιγράφεται ως «άβουλος, αδιάφορος, απροσανατόλιστος εις τόπον και χρόνον» και μεταφέρεται στην Αποικία Ψυχοπαθών Λέρου. Ακολουθούν νοσηλείες σε διάφορα νοσοκομεία και ψυχιατρεία. Δεν συνήλθε ποτέ. Πέθανε το 1987.
Μια διαφορετική αποτύπωση του πειράματος της Μακρονήσου έρχεται από την τέχνη και τη λογοτεχνία. Ο συγγραφέας αφιερώνει ένα κεφάλαιο σε αυτή την αλλόκοτη τρέλα «που ξέρει να πονάει και να γνωρίζει».
«Το βράδυ ακούγεται πάνου στην ταράτσα / η κραυγή του τρελού / μεγαλωμένη πάνου απ’ τη θάλασσα», γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο Ημερολόγιο Εξορίας ΙΙΙ. Κρατώ όμως τους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου από τα τραγούδια και τη μουσική που έγραψε το 1976 για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη Happy Day.
Ξέρω ανθρώπους σαν κι εσάς
που μου λεν μη τα ρωτάς
γύρω στο ’48
πέρασα από εκεί κι εγώ/
ήταν μέρες φοβερές
η Μακρόνησος που λες.