Το είδα σε περίοπτη θέση στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες στην καθιερωμένη μου επίσκεψη για αγορές και ενημέρωση. Στο τμήμα των βιβλίων. Αυτό, ένα κόμικ. Τα ψιλοέχασα, μα πόσο χάρηκα! Είναι το εντελώς καινούργιο (κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες) κόμικ της Εύας Πουλοπούλου «Του Νεκρού Αδελφού». Το θυμάστε το δημοτικό τραγούδι; «Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη. Την κόρη την μονάκριβη, την πολυαγαπημένη. Την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δεν σου την είδε» κ.λπ. κ.λπ. Καθόλου αναμενόμενο υλικό για κόμικ, αν και (δεν θέλω να πολυκάνω σπόιλερ, γιατί κάτι μου λέει ότι κάποιοι, ειδικά οι πολύ νέοι, ίσως και να μην το ξέρουν) είναι εντελώς… γκόθικ η εξέλιξη του τραγουδιού. Όρκοι, θρήνοι, κατάρες, νεκραναστάσεις, πουλιά που μιλούν…
Σημασία έχει ότι αυτό το τραγικό, ανατριχιαστικό «παραμύθι» για ένα κορίτσι, την Αρετή, που στέλνεται νύφη μακριά στα ξένα, ενέπνευσε και άγγιξε βαθιά μια νέα γυναίκα, που ζει κι αυτή συνολικά σχεδόν είκοσι χρόνια στο εξωτερικό, με σημαντικά θέματα νοσταλγίας. Επιτυχημένη αρχιτέκτονας, τα τελευταία εννιά χρόνια στο Άμστερνταμ, σ’ αυτό το δημοτικό τραγούδι που το ήξερε από παιδί στράφηκε για το πρώτο της, εντυπωσιακό βήμα στο κόμικ. «Ως άλλη Αρετή, πολύ μακριά στα ξένα», μου λέει. Το κόμικ «Του Νεκρού Αδελφού» κυκλοφορεί από την Jemma Press.
Είδα τον θάνατο μάνας και κόρης ως μια καινούργια αρχή. Το ότι αυτές οι δυο πεθαίνουν αγκαλιά είναι κατά κάποιον τρόπο μια συγχώνευση της δημιουργικότητας με τον πραγματικό μας εαυτό, το αξιακό σύστημα, την ειλικρίνεια, αυτό που είναι ο άνθρωπος.
— Πώς από την αρχιτεκτονική στράφηκες στο κόμικ;
Δεν είναι κάτι εντελώς καινούργιο για μένα, κι ας είναι το πρώτο μου κόμικ. Δεν έχω σπουδάσει μόνο αρχιτεκτονική αλλά και Ψηφιακές Τέχνες στην Ecole Nationale Superieure des Arts Decoratifs, στο Παρίσι. Και όποιος με ξέρει, με θυμάται πάντα να σχεδιάζω.
— Πώς και δεν έδωσες στη σχολή Καλών Τεχνών;
Είχα ξεκινήσει μια προετοιμασία, το σκεφτόμουν, και στο τέλος, εντελώς ενστικτωδώς, έδωσα αρχιτεκτονική. Επίσης, βλέποντας αργότερα και την κατεύθυνση της ελληνικής Καλών Τεχνών, σκέφτηκα ότι τελικά ίσως και να μην μου είχε ταιριάξει 100%. Πάντως μού είχε μείνει απωθημένο. Μετά την αρχιτεκτονική στην Αθήνα και ένα μεταπτυχιακό στο Columbia, στη Νέα Υόρκη, το μεταπτυχιακό που έκανα στην Art Deco κατά βάση animation ήταν, φιλμάκια και πολλά μικρά πρότζεκτ. Στα ενδιάμεσα, όμως, των σπουδών, που γύριζα στην Ελλάδα −γιατί είχα φοβερή νοσταλγία− ως αρχιτέκτονας δούλευα, τα προσωπικά μου πρότζεκτ έμειναν στην άκρη. Το ίδιο και τα τελευταία 9 χρόνια στο Άμστερνταμ, που είμαι free lancer αρχιτέκτονας και αποφασισμένη να μείνω μέχρι να μεγαλώσει η 10χρονη κόρη μου. Μιλάει ελληνικά τέλεια, αλλά με λίγη προφορά. Καθόμαστε και διαβάζουμε κόμικ μαζί, ένα συννεφάκι εγώ, ένα αυτή, για να εξασκείται στη γλώσσα μας.
— Πότε και πώς ξεπήδησε το δημοτικό τραγούδι «Του Νεκρού Αδελφού» και σε έστρωσε στη δουλειά;
Το τραγούδι το ήξερα απέξω. Μου το ‘λεγε η μάνα μου όταν ήμουνα πιτσιρίκι, το άκουγα χωρίς να κρίνω, ούτε μου άρεσε ούτε δεν μου άρεσε. Δεν το καταλάβαινα απαραίτητα, σαν παραμύθι το άκουγα. Κι ακόμα, κατά κάποιον τρόπο, σαν παραμύθι το νιώθω. Κατά καιρούς, όταν είχα δυσκολίες, μου ερχόταν στο μυαλό, το σκεφτόμουν και μετά το ξεχνούσα. Τον τελευταίο, όμως, καιρό το είχα όλη την ώρα στο μυαλό μου. Και είπα, μου ‘ρχεται που μου ‘ρχεται, δεν το κάνω κάτι, ένα κόμικ; Ήταν 2023. Ψάχνοντας, όμως, πρόσφατα τα σημειωματάριά μου, έπαθα σοκ γιατί βρήκα ότι και το 2008 είχα την ίδια ιδέα. Και την είχα ξεχάσει. Είναι ενδιαφέρον ότι και τις δυο φορές βρισκόμουν σε φάση μεγάλης νοσταλγίας για την Ελλάδα. Αλλά την πρώτη φορά αντιμετώπιζα το κόμικ υπό τελείως διαφορετικό πρίσμα. Το 2008 ήμουνα πιτσιρίκα, πήγα στη Γαλλία στα 22 μου, έφυγα στα 27 λόγω τεράστιας νοσταλγίας. Τότε νομίζω ότι είχα ταυτιστεί περισσότερο με την Αρετή, τη νεαρή, άμαθη ηρωίδα του τραγουδιού, που μεγάλωσε σε έναν εντελώς προστατευμένο κόσμο και ξαφνικά βρέθηκε μακριά από το σπίτι της. Στο τραγούδι, μια σειρά από συμφορές την ξαναφέρνουν πίσω και τις αντιμετωπίζει με πρωτοφανή ωριμότητα. Εξαιρετικά ψύχραιμη και στωική. Τη δεύτερη, όμως, φορά, η προσέγγιση του τραγουδιού ήταν πιο πολύπλοκη.
— Δηλαδή;
Πρώτον, οποιαδήποτε νοσταλγία κι αν υπάρχει (που συνεχίζει να υπάρχει) είναι διαφορετικού τύπου πια. Ξέρω ότι κάποια πράγματα, όσο ζω έξω, δεν θα τα έχω. Και, επίσης, ειδικά επειδή πέρασα κάποια δύσκολα χρόνια στο Άμστερνταμ νιώθοντας βαθιά μέσα μου αυτό που λέει η μάνα της Αρετής, «κι αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;», κατέληξα ότι, όσο δύσκολα κι αν περνάω, εδώ θα τα περάσω. Ότι θα τα καταφέρω παρά την απόσταση από τα πρόσωπα που μου προσφέρουν στήριξη στα δύσκολα. Τότε ήταν που άρχισα να βλέπω το τραγούδι «Του Νεκρού Αδελφού» ως εργαλείο ψυχανάλυσης.
Είδα τους χαρακτήρες ως διαφορετικές εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής. Τη Μάνα, που γεννά ακατάπαυστα, ως τη δημιουργική δύναμη. Τον «φρόνιμο» αδελφό Κωνσταντή ως τον φιλόδοξο και τυχοδιώκτη που, σπρώχνοντας τη Μάνα να δώσει νύφη την Αρετή στα ξένα, άθελά του βάζει σε κίνηση τους νόμους της αρχαίας τραγωδίας. Και η Αρετή είναι για μένα ο πραγματικός εαυτός, το αξιακό σύστημα. Κάτι πολύ βαθύ, που όλοι το φροντίζουν και το προσέχουν, αλλά για να αναπτυχθεί χρειάζεται και χώρο. Όταν κάποιος το υπερπεριορίζει και το υπερπροστατεύει, όπως την Αρετή η μάνα της, που την είχε «δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε [της] την είδε», δεν βοηθάει στην ανάπτυξή του. Από την άλλη, ούτε ο τρόπος με τον οποίο η Αρετή μυείται στον έξω κόσμο, με τον αναγκαστικό γάμο, είναι ο κατάλληλος.
Για μένα μύηση πραγματική είναι το ταξίδι που κάνει με τον Κωνσταντή, επιστρέφοντας σπίτι της. Όταν συνειδητοποιεί την αλήθεια και συνομιλεί με τα πουλάκια –«άκουσες, Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;»− είναι η μύηση της Αρετής στην πραγματικότητα, στο να δει κομμάτια της ζωής που δεν ήξερε. Βλέπει, μαθαίνει τον κόσμο. Κι όταν φτάνει σπίτι και συναντιέται με τη μάνα της, ενώ έχει χάσει τους πάντες και τα πάντα, πεθαίνουν και οι δύο. Πολύ περίεργο τέλος. Ήταν, βέβαια, και μια θρησκευόμενη εποχή, πίστευαν στη μετά θάνατον ζωή.
— Έχει ενδιαφέρον ότι στο κόμικ σου το τραγούδι αποκτά ένα πιο φωτεινό τέλος. Γιατί;
Στο τελευταίο μαύρο καρέ, στον τελευταίο στίχο, «κι απέθαναν κι οι δυο», είχα κολλήσει για καιρό. Έπρεπε να σκεφτώ όλα τα παραπάνω για να προχωρήσω σε ένα επόμενο, πιο φωτεινό, χαρούμενο καρέ, που υπονοεί το κάτι καινούργιο που γεννιέται, τη δικιά μου ερμηνεία για το τέλος. Είδα τον θάνατο μάνας και κόρης ως μια καινούργια αρχή. Το ότι αυτές οι δυο πεθαίνουν αγκαλιά είναι κατά κάποιον τρόπο μια συγχώνευση της δημιουργικότητας με τον πραγματικό μας εαυτό, το αξιακό σύστημα, την ειλικρίνεια, αυτό που είναι ο άνθρωπος.
— Ένα δημοτικό τραγούδι, όσο κι αν βλέπουμε τελευταία πολύ καλές δουλειές βασισμένες σε λογοτεχνία και λαϊκή παράδοση, δεν είναι και τόσο αναμένομενο υλικό για κόμικς. Δεν σε τρόμαξε; Δεν το σκέφτηκες;
Απλώς το έκανα. Δεν σκέφτηκα, δεν ρώτησα κανέναν. Επίσης, επειδή δεν ήμουν στην Ελλάδα, δεν ήξερα καν τον βαθμό στον οποίο υπάρχει αυτή η τάση, το ανακάλυψα αργότερα, είδα τόσο ωραία κόμικς. Η δικιά μου επιλογή έχει, πάντως, απόλυτη σχέση με το πώς αντιμετώπιζε τουλάχιστον η δικιά μου γενιά την παράδοση. Με ένα «εντάξει, μωρέ» και την τάση να ακούμε, να βλέπουμε, να διαβάζουμε μόνο αμερικανική και ευρωπαϊκή τέχνη. Όταν πήγα στη Γαλλία, την πρώτη φορά που έζησα έξω, με ρώταγε ο κόσμος «τι μουσική να ακούσω από την Ελλάδα;» και… δεν ήξερα.
— Δεν ήξερες τα ρεμπέτικα, τον Χατζιδάκι;
Τα ήξερα, αλλά δεν μου έρχονταν τόσο απλά και φυσικά. Είχα μια δυσκολία. Ή τα πρότεινα χωρίς να τα ακούω εγώ, ενώ έβλεπα τη φίλη μου από την Ανδαλουσία να ακούει όλη μέρα ανδαλουσιανική μουσική. Τότε πρωτοσκέφτηκα τη σχέση μου με την παράδοση. Τότε κατάλαβα ότι οι γονείς μου με είχαν μεγαλώσει με την αίσθηση ότι το παραδοσιακό είναι καλό, αλλά όχι και τίποτα αναγκαίο.
— Στην αισθητική του κόμικ πώς κατέληξες; Είχες στο μυαλό σου έργα και σχολές που μελέτησες και πάτησες πάνω τους;
Τα τελευταία χρόνια στο Άμστερνταμ, πριν καν ξεκινήσω το κόμικ, είχα αρχίσει να νοσταλγώ πολύ την τέχνη, να με στενοχωρεί που δουλεύω πολύ και δεν έχω χρόνο για τίποτα άλλο. Οπότε ξεκίνησα μόνη μου να κάνω χαρακτική, με την οποία δεν είχα ασχοληθεί ξανά. Πρώτα χαρακτική (λινόλεουμ, που είναι εύκολο), μετά λίγη λιθογραφία και διάφορα άλλα. Για παράδειγμα, είχα διάφορες ιδέες για την αρχαία αγγειογραφία, από την εποχή που ως πιτσιρίκι διάβαζα πολλή μυθολογία. Τη μελέτησα. Έκανα κάποια χαρακτικά βασισμένα στα ερυθρόμορφα και μελανόμορφα αγγεία, προσπαθώντας να δημιουργήσω βάθος με το κοντράστ που βλέπουμε στα αγγεία. Και από εκεί, σιγά-σιγά, προέκυψε η χρωματική παλέτα που χρησιμοποίησα στο κόμικ, αλλά και γενικά ό,τι ανακάλυψα από αυτήν τη διαδρομή βρήκε τη θέση του στη μορφή που του έδωσα. Είναι φτιαγμένο στον υπολογιστή, έτσι; Όχι στο χέρι. Αλλά με έναν τρόπο που θα ακολουθούσα αν έκανα λινόλεουμ ή ξυλογραφία. Και, εντάξει, υπάρχουν πολλές άλλες επιρροές, έργα από Έλληνες χαράκτες και από τη βυζαντινή τέχνη, που τη χρησιμοποίησα, αφού η ιστορία αυτού του δημοτικού τραγουδιού είναι κομμάτι της δικής της εποχής. Δεν είμαι θρήσκος άνθρωπος, το θέλει, όμως, η ιστορία που αφηγούμαι.
— Πόσο λιτό, χωρις περιττά πλουμίδια, είναι το καρέ σου, σχεδόν γυμνό. Φαίνεται και η καταγωγή σου από την αρχιτεκτονική.
Έχω αλλεργία γενικώς στα πολλά πολλά… μπλιμπλίκια. Και, μάλιστα, βρίσκω ότι εδώ είμαι πιο διακοσμητική από ό,τι σε άλλες δουλειές μου. Και δάσος έχω και κλαδάκια έχω, αλλά προσπάθησα να μην το παρακάνω.
— Τελικά, πώς εκδόθηκε η δουλειά σου;
Το πρώτο draft ήταν έτοιμο τον Νοέμβριο του 2023, βγήκε πολύ γρήγορα και αυθόρμητα, ήταν πολύ καιρό μέσα μου. Ήταν πιο συμπτυγμένο και μικρό, 32 σελίδες. Είχα κρατήσει μόνο τα απολύτως απαραίτητα και βασικά επεισόδια του τραγουδιού, σε κάποια σημεία, δηλαδή, έτρεχα λίγο. Το έστειλα σε τέσσερα άτομα και όταν ενδιαφέρθηκε ο Λευτέρης Σταυριανός της Jemma Press, χάρηκα πολύ. Μου πρότεινε να το αναπτύξω περισσότερο, ήμουν πολύ ανοιχτή και το έκανα. Κρατήσαμε, φυσικά, το τραγούδι αυτούσιο σε μια από τις επικρατέστερες παραλλαγές του, χωρίς επεμβάσεις και αλλοιώσεις. Παρά τους ιδιωματισμούς της γλώσσας, νομίζω ότι μπορεί κανείς εύκολα να το διαβάσει και σήμερα, δεν το θεώρησα καθόλου ρίσκο. Άλλωστε, σκέφτομαι ότι το κόμικ, ως ένα από τα δημοφιλέστερα μέσα της ποπ κουλτούρας, μπορεί να σηκώσει το βάρος της λαϊκής ποίησης. Έχουν και τα δυο είδη αμεσότητα και ειλικρίνεια.