Όσα κρύβει η «Ελ Ντάμπα», το μυθιστόρημα του Δημήτρη Χριστοδούλου για τους αιχμαλώτους πολέμου της Αιγύπτου

Όσα κρύβει η «Ελ Ντάμπα», το μυθιστόρημα του Δημήτρη Χριστοδούλου για τους αιχμαλώτους πολέμου της Αιγύπτου Facebook Twitter
0
Όσα κρύβει η «Ελ Ντάμπα», το μυθιστόρημα του Δημήτρη Χριστοδούλου για τους αιχμαλώτους πολέμου της Αιγύπτου Facebook Twitter
Ο Χριστοδούλου, χρησιμοποιώντας γλώσσα κοφτή-λαϊκή, δίχως στολίδια, περιγράφει λιτά την καθημερινή αθλιότητα στο αφρικάνικο στρατόπεδο, δημιουργώντας παράλληλα έναν «ήρωα» απολύτως συμβατό με τη σκληρή (δηλαδή την ιστορική) πραγματικότητα.

Όσα διαδραματίστηκαν στο στρατόπεδο αιχμαλώτων τής Ελ Ντάμπα στην Αίγυπτο, στους πρώτους μήνες του 1945, αποτελούν μια μαύρη σελίδα της ιστορία μας.

Το στρατόπεδο, που βρισκόταν περί τα 167 χιλιόμετρα δυτικά της Αλεξάνδρειας και μετά το Ελ Αλαμέιν, φιλοξένησε χιλιάδες Έλληνες κομμουνιστές, αριστερούς κ.ά. κατά τα Δεκεμβριανά (Δεκέμβρης '44 - Γενάρης '45), οι οποίοι οδηγήθηκαν με καραβιές στην Αίγυπτο, με την ανοχή τού τότε «πρωθυπουργού της απελευθέρωσης» Γεωργίου Παπανδρέου.

Για την Ελ Ντάμπα έχουν γραφτεί διάφορα βιβλία (δες στο τέλος τη σχετική βιβλιογραφία), κυρίως μαρτυρίες από ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί, ενώ υπάρχει κι ένα σχετικό μυθιστόρημα από τον «ελνταμπίτη» ποιητή και τρανό στιχουργό του ελληνικού τραγουδιού Δημήτρη Χριστοδούλου (1924-1991), που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τον Κέδρο το 1980. Αυτό ακριβώς το μυθιστόρημα τυπώθηκε και πάλι, πριν λίγο καιρό, από τις εκδόσεις Μετρονόμος.

Φυσικά, το μυθιστόρημα είναι στενά δεμένο με την πραγματικότητα –δεν έχουμε να κάνουμε, εννοώ, με μια τυπική μυθοπλασία–, καθώς εδώ υπάρχει σαφές ιστορικό υπόβαθρο. Ο Χριστοδούλου, μέσω του κεντρικού ήρωά του Άρη (του 16χρονου παιδιού, που βρέθηκε συμπτωματικά στην Ελ Ντάμπα), περιγράφει την πορεία μιας ομάδας συλληφθέντων από την ώρα που φορτώθηκαν στο πλοίο Καμερόνια, στον Πειραιά, την 19η Δεκέμβρη του '44, μέχρι την άνοιξη του επόμενου έτους, όταν, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12/2/1945), μπόρεσαν να επαναπατριστούν.

«Τον είχαν πιάσει στην Ομόνοια (τον Άρη) καθώς έτρεχε κατά την Αθηνάς να πάρει κανένα κομμάτι ψωμί, κανένα λάχανο, να πάει στο σπίτι που ’πεφτε κατά του Ψυρρή για τη μάνα και τα δυο μικρά, που ’ταν ετοιμοθάνατα από την πείνα. Γλύτωσε την “εκτέλεση” μπροστά στου Μπακάκου, χάρη στη βιασύνη του οδηγού των “τριών τετάρτων” που κουβαλούσε αιχμαλώτους και ήθελε να φύγει από τη ζώνη του πυρός.
– Ρίξτε τον απάνω κι αφήστε τις μαλακίες. Παιδί πράμα θα σκοτώσετε; Εμπρός, γιατί θα σηκωθώ να φύγω. Βάζει μια φωνή ο οδηγός και το παιδί σώθηκε».

Ο Άρης θα οδηγηθεί στην Ελ Ντάμπα, κι εκεί θα συγχρωτιστεί με τους υπόλοιπους αιχμάλωτους αντάρτες του ΕΛΑΣ, αρχίζοντας να αντιλαμβάνεται τι είχε παιχθεί στη χώρα, στην περίοδο της Κατοχής, και πώς, με ποιον τρόπο, εκείνοι που πολέμησαν ναζήδες και φασίστες βρίσκονταν, τώρα, υπό ένα αλλοπρόσαλλο καθεστώς, φυλακισμένοι από τους συμμάχους Εγγλέζους, στην απέναντι πλευρά της Μεσογείου.

«Έξω η ψιλή άμμος ξυρίζει τσαντίρια, βαρέλια, συρματοπλέγματα, σκοπιές, όλα τρίζουν από τη λύσσα του λυβικού αέρα που κάνει στρόβιλους κλειστούς και αψηλούς μέχρι τον γκρίζο ουρανό, σαν φαραωνικούς στύλους που τρέχουν, τρέχουν σαν δαιμονισμένοι και νομίζεις ότι θα πάρουν τα τσαντίρια και θα τα στείλουν στη Μεσόγειο. Η άμμος μπαίνει ψιλή-ψιλή μέσα στο τσαντίρι κι ένα γύρο καθισμένοι ο Δημήτρης, ο Γιάννης, ο Κώστας και ο Βαγγέλης έχουν ανάψει συζητώντας την αποτυχία της “μάχης της Αθήνας”, αλατίζοντας την κουβέντα κάθε τόσο με φτυσιές για να πετάξουν την άμμο από τη γλώσσα τους».


Αυτή η γνώση θα οπλίσει με δύναμη τον Άρη, ο οποίος, μέσω μιας παράτολμης ενέργειας, θα καταφέρει να αλλάξει προς το καλύτερο τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο, λίγο πριν την τελική επιστροφή. Μια επιστροφή, που θα αποδεικνυόταν οδυνηρότερη από την κράτηση στην Ελ Ντάμπα, καθώς το «δεύτερο αντάρτικο» ήδη είχε αρχίσει να εξελίσσεται…

Ο Χριστοδούλου, χρησιμοποιώντας γλώσσα κοφτή-λαϊκή, δίχως στολίδια, περιγράφει λιτά την καθημερινή αθλιότητα στο αφρικάνικο στρατόπεδο, δημιουργώντας παράλληλα έναν «ήρωα» απολύτως συμβατό με τη σκληρή (δηλαδή την ιστορική) πραγματικότητα, εκμεταλλευόμενος, με το απλό ύφος του, πλήρως και εντελώς κάθε σελίδα, κάθε πρόταση τού μικρού αυτού αφηγήματος – ένα αφήγημα που έχει βρει από καιρό τη δική του ξεχωριστή θέση στη σχετικής θεματολογίας (και με αναφορές στη συγκεκριμένη περίοδο) λογοτεχνία μας («Το κιβώτιο» του επίσης «ελνταμπίτη» Άρη Αλεξάνδρου, η τριλογία «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα, «Το Πλατύ Ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη κ.ά.).


Μια βιβλιογραφία για την Ελ Ντάμπα:

1. Μίμης Φωτόπουλος «Ελ Ντάμπα: Χρονικό» [Alvin Redman Hellas, Αθήναι 1965]
(O γνωστός ηθοποιός, που υπήρξε αιχμάλωτος στην Ελ Ντάμπα, ήταν ο πρώτος που έγραψε σχετικά)

2. Δημήτρης Χριστοδούλου «Ελ Ντάμπα» [Κέδρος, Αθήνα 1980]

3. Δημήτρης Φωτιάδης «Ενθυμήματα / Τόμος Δεύτερος» [Κέδρος, Αθήνα 1983]

4. Στέφανος Παπαγιαννάκης «Αναμνήσεις / Πόλεμος: Αλβανία – Κατοχή – Απελευθέρωση, Έρημος Ελ-Ντάμπα – 8.140 Έλληνες αιχμάλωτοι» [Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα 1999]

5. Ηλίας Δημητρόπουλος «Αιχμάλωτοι στην Ελ-(Ν)τάμπα της Αφρικής» [Ιδιωτική Έκδοση, Ναύπακτος 2002]

6. Αλέξης Καρρέρ «Ελ Ντάμπα – Η ιστορία της ομηρίας» [Εντός, Αθήνα 2004]

7. Πάρις Πρέκας «Κλουβί 17 / El Daba» [Αιγόκερως, Αθήνα 2005]

8. Πραξιτέλης Ζαχαριάδης «Ελ Ντάμπα, 1945/ Ημερολόγιον αιχμαλωσίας» [Βιβλιόραμα, 2014]

9. Μάρω Φιλίππου «Πικρές ιστορίες της θάλασσας και της ερήμου / Ημερολόγια δύο αριστερών εβδομήντα χρόνια πριν» [Κέδρος, Αθήνα 2016]



Και μια δισκογραφία:

1. Ένας από τους κρατούμενους στην Ελ Ντάμπα ήταν και ο γνωστός συνθέτης του λαϊκού Μπάμπης Μπακάλης (1920-2007). Ο ίδιος ισχυριζόταν πως το κλασικό, όσο και θρυλικό λαϊκό «Κάποια μάνα αναστενάζει» το είχε γράψει στο στρατόπεδο της ερήμου το 1945. Το τραγούδι πέρασε στη δισκογραφία το 1947, ως «τσιτσανικό». Πολλά χρόνια αργότερα ο Τσιτσάνης αναγνώρισε τη συμμετοχή τού Μπακάλη στη δημιουργία του τραγουδιού, δίνοντάς του ποσοστό των δικαιωμάτων.

2. Πάνω στην παραδοσιακή, κατά πάσα πιθανότητα μελωδία του «Βάρκα-γιαλό», που πέρασε στη δισκογραφία ως σύνθεση του Τσιτσάνη, τραγουδούσαν οι αιχμάλωτοι τής Ελ Ντάμπα δικούς τους στίχους, τους οποίους μνημονεύει και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στο βιβλίο του «Ανθολογία Τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη» [IANOS ο μελωδός, 2009] μέσω του Μίμη Φωτόπουλου:

Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα βάρκα-γιαλό
Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα όλο το ταξίδι… τσάμπα βάρκα-γιαλό
Και μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα και μας βάλανε μια στάμπα βάρκα γιαλό

Άλλους στίχους καταγράφει ο Νέαρχος Γεωργιάδης στο βιβλίο του «Ρεμπέτικο και Πολιτική» [Σύγχρονη Εποχή, 1993], πάντα τραγουδισμένους κατά το «Βάρκα-γιαλό». Μεταξύ άλλων:

Μας εβάλαν στο βαπόρι και για το Πορτ-Σάιντ πλώρη
Μας εφέραν στην Ελ Ντάμπα και στην πλάτη μας μια στάμπα
Μας εδίναν τη βδομάδα δυο κουτάλια μαρμελάδα
Μας εδίναν και φυστίκια, που 'τανε για τα κατσίκια

Πάντως, το φαγητό στο στρατόπεδο, αν κρίνουμε και από την περιγραφή τού Δημήτρη Χριστοδούλου στο δικό του μυθιστόρημα, πρέπει να ήταν όντως άθλιο:

«Έφτασε στα μαγειρεία (ο Άρης), ένα παράπηγμα με ξύλινο σκελετό και ντυμένο με κατσαρές λαμαρίνες γύρω-γύρω και στη μέση δέκα καζάνια πετρελαίου και η βάρδια του μαγειρέματος, που είχε βγάλει για μια βδομάδα η “επιτροπή”, μπλουμπλούκιζε μακαρόνι κοφτό καφετί από το πολύ πίτουρο και οι ντενεκέδες με το φιστικοβούτυρο ανοιχτοί – του ’ρθε αναγούλα. Όμως, ήτανε ζέστα στα μαγειρεία. Η βάρδια, πέντε παλληκάρια με σκληρά πρόσωπα και γενειάδες, ανακατεύανε το μακαρόνι να μην πιάσει και άλλοι κόβανε ψιλο-ψιλό το “κατεψυγμένο” του Καναδά, για να το ρίξουν ν’ αρτύσει λίγο το κωλόφαγο, καθώς το έβριζε ο πιο ψηλός με τα ξανθά γένια.
– Ρίξε λίγο ακόμα, βάζει μια φωνή, γιατί είναι σκέτο μπλουμ το γαμημένο».

Τέλος, το «Βάρκα-γιαλό» με αυτούς τους αλλαγμένους στίχους πέρασε στη δισκογραφία το 1947, στην Αμερική, με τον Γιώργο Κατσαρό (1888-1997). Αν και όπως διαβάζουμε στο βιβλίο τού Χριστιανόπουλου για τον Τσιτσάνη, ο Παναγιώτης Κουνάδης υποστηρίζει πως οι στίχοι τής εκδοχής του Κατσαρού ήταν τραγουδισμένοι από τους εφτακόσιους χασισοπότες, που εξορίστηκαν από τον Μεταξά στην Ίο, το 1937 (και όχι από τους «ελνταμπίτες»). Δεν βγαίνει εύκολα άκρη μ’ αυτά…

Δε το πίνουμε το γάλα βάρκα-γιαλό
δε το πίνουμε το γάλα βάρκα-γιαλό
δε το πίνουμε το γάλα ούτε και τη μαρμελάδα
αχ να σε χαρώ βάρκα-γιαλό

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Βιβλίο / Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Στον Μανταμάδο οι γυναίκες του Φυσιολατρικού–Ανθρωπιστικού Συλλόγου «Ηλιαχτίδα» δημιούργησαν ένα βιβλίο που συνδυάζει τη νοσταλγία της παράδοσης με τις γευστικές μνήμες της τοπικής κουζίνας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ