Ενα βιβλίο απολαυστικό, με δεκάδες πνευματώδη σχόλια, που λειτουργεί απενοχοποιητικά, που δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο, που απεθύνεται σε εκείνους που είναι επάνω στη σκηνή αλλά και όσους παραδινόμαστε στη μαγεία του θεάτρου. Εχει τίτλο «Θέατρο» (μετάφραση από την Κάτια Σπερελάκη) και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Το υπογράφει ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς: ο Ντέιβιντ Μάμετ.
"Αν το θέατρο ήταν θρησκεία, πολλές από τις παρατηρήσεις και τις προτάσεις αυτού του βιβλίου θα μπορούσαν να θεωρηθούν αιρετικές", γράφει ο Ντέιβιντ Μάμετ.
Όπως πάντα, ο Αμερικανός συγγραφέας δε μασά τα λόγια του: στο βιβλίο αυτό, ο καταξιωμένος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δοκιμιογράφος διακηρύσσει ούτε λίγο ούτε πολύ το τέλος της παντοδυναμίας του σκηνοθέτη και των θεωριών περί υποκριτικής. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες για παράδειγμα ξεκαθαρίζει την άποψή του για τους λόγους που θα έπρεπε να μας οδηγούν στο θέατρο:
«Πηγαίνω στο θέατρο για να διασκεδάσω», λέει. «Αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που πηγαίνουμε ή πρέπει να πηγαίνουμε θέατρο. Δεν πρέπει να πηγαίνουμε είτε ως εργάτες του θεάτρου είτε ως κοινό για να εξασκήσουμε ή να μοιραστούμε μια τεχνική. Δεν υπάρχει ούτε ηθοποιός «Στανισλάφκσι» ούτε ηθοποιός «Μάισνερ» ούτε «ηθοποιός της μεθόδου». Υπάρχουν ηθοποιοί (ποικίλων ικανοτήτων) και μη ηθοποιοί».
"To θέατρο είναι η πιο δημοκρατική από τις τέχνες, γιατί αν το έργο κατά την άμεση παρουσίαση του δεν απευθυνθεί στην φαντασία ή στην αντίληψη ενός ικανού αριθμού υποστηρικτών αντικαθίσταται...".
Το κριτικό βλέμμα του δεν αφήνει καμία πτυχή του θεάτρου ασχολίαστη: από τα έργα "κοινωνικού προβληματισμού" και την έννοια της πολιτικής ορθότητας έως τις σχολές ηθοποιίας, τον Στανισλάφσκι και τον ελιτισμό, όλα σχολιάζονται με το καυστικό και αποφθεγματικό του ύφος. Σε έναν κόσμο που συχνά φοβάται τις αλλαγές, το βιβλίο αυτό συνιστά μια σοβαρή πρόκληση προς όλους, σπουδαστές, δασκάλους και σκηνοθέτες (συμπεριλαμβανομένου του ίδιου), καλώντας τους να γίνουν ακόμα καλύτεροι. Κυρίως, όμως, κλείνει το μάτι σε μας τους θεατές καλώντας μας να απολαύσουμε το θέατρο χωρίς ίχνος ενοχής και υποταγής στις υποδείξεις...
Οι κοινωνικές του παρατηρήσεις, όπως αυτή που επιχειρηματολογεί σχετικά με το αμερικανικό θεατρικό κοινό, έχουν πολύ ενδιαφέρον.
«Το κοινό του Μπροντγουεϊ, το οποίο στήριζε τα έργα των Ο 'Νηλ, Σαρογιάν, Γουάιλντερ, Μίλτερ και Ουίλιαμς ήταν μορφωμένο, ή αν μη τι άλλο εγγράμματο, μεσοαστικό και κατά μεγάλο μέρος εβραϊκό. Ανθρωποι που απολάμβαναν τη συζήτηση και τα έργα που ευνοούσαν την συζήτηση γιατί οι περισσότεροι στις κοινότητές τους τα έβλεπαν. Οχι πια. Το σημερινό κοινό του Μπροντγουεϊ αποτελείται βασικά από τουρίστες και πλούσιους ταξιδιώτες, οι οποίοι είναι μάλλον οι μόνοι που αντέχουν οικονομικά την Νέα Υόρκη». .. Εγραψα πέρυσι ένα έργο κι όταν ρώτησα τον παραγωγό μου στην Νέα Υόρκη μήπως θα τα πήγαινε καλύτερα στο «οφ» Μπροντγουεϊ μου απάντησε ότι «Δεν υπάρχει πια «οφ» Μπροντγουεϊ κι επιπλέον ότι δεν υπάρχει εδώ και είκοσι χρόνια».
Οσο για τους τουρίστες -επισκέπτες του θεάτρου σημειώνει:
"Ο τουρίστας δεν θυμάται το περσινό έργο και τους ηθοποιούς, δεν έρχεται να δει την καινούργια δουλειά ενός σκηνοθέτη, ενός συγγραφέα ή ενός σκηνογράφου. Ερχεται να δει ένα θέαμα, το οποίο ούτε θα προκαλεί, ούτε θα ενοχλεί, του οποίου η αξία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Δεν έρχεται με την θεατρική περιέργεια του ντόπιου θεατρόφιλου, αλλά με την επιθυμία να διασκεδάσει, όπως πηγαίνει σ' ένα λούνα παρκ, κατ'αρχάς για το ρίγος της εμπειρίας, και δεύτερον, ίσως και σπουδαιότερο, για να μπορεί επιστρέφοντας στην πατρίδα να αφηγηθεί το ρίγος της εμπειρίας που έζησε σ'αυτούς που το στερήθηκαν".
Για τις τάσεις στη θεατρική γραφή:
"Είναι εύκολο να γράφεις έργα κοινωνικού προβληματισμού, γιατί είναι εύκολο να εξοργίσεις τον κόσμο... Στη διάρκεια της ζωής μουτο θέατρο έχει γίνει κατά πολύ μεγάλο μέρος πολιτικό. Εκεί που κάποτε είχαμε μόνο "κλάψες", κατασκευάσματα για απογευματινές παραστάσεις με πρωταγωνίστριες γυναίκες εγκαταλελειμμένες, γκαστρωμένες, παρατημένες από τα παιδιά ή τον άντρα τους και άλλο τέτοια -απομεινάρια της βικτοριανής συγκινησιακής λογοτεχνίας-, τη δεκαετία του 1960 αρχίσαμε να βλέπουμε αυτή την αγάπη για την ανάπλαση του μελοδράματος ως πολιτική η οποία προσφέρει στο κατασυγκινημένο κοινό όχι μόνο την ευχαρίστηση ενός γερού κλάματος, αλλά και ηθική επιβράβευση επειδή ξέρει πως η τάδε ομάδα είναι κι αυτοί άνθρωποι".
Και ένα παράδειγμα:
"Παλιό στιλ: "Πρέπει να πληρώσεις το νοίκι"
"Δεν μπορώ να πληρώσω το νοίκι"
Καινούργιο στιλ:
"Αδύναμη και απαράδεκτη ομοφυλόφιλη Αφροαμερικανίδα, φύγε, δεν σε θέλω"
"Μα δεν βλέπει κανείς πως είμαστε κι εμείς άνθρωποι;"
Είναι το ίδιο πράγμα.
Στο κεφάλαιο με τίτλο "Ολοκληρωτικές τάσεις" ο Ντέιβιντ Μάμετ "περιποιείται" τον Στανισλάφκσι και τη μέθοδό του:
"Ο Στανισλάφσκι έζησε και άκμασε στη δικτατορία, πρώτα του τσάρου και μετά των μπολσεβίκων. Η δυνατότητά του να ανεβάζει έργα που καταπιάνονταν με τα θεμέλια της ανθρώπινης ζωής: απώλεια, πόθος, φόβος, απληστία και τις συνέπειές του- περιοριζόταν τόσο από τις πράξεις του λογοκριτή όσο και από την ανησυχία για την πιθανότητα να υπάρξουν τέτοιες πράξεις".
"Υπό τους μπολσεβίκους, η δυνατότητα του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας να εκφράσει οτιδήποτε σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση είχε εκλείψει εντελώς. Και στην ανάπτυξη των στούντιο και των διευθυντών τους (Μέγερχολντ και Βαχτάγκοφ) βλέπουμε εκίνη την τάση της σύγχρονης τέχνης που παρεκκλίνει προς το φασισμό (ο οποίος εδώ αποκαλείται κονστρουκτιβισμός). Εφόσον το κράτος τους είχε στερήσει οποιοδήποτε κείμενο με νόημα, αυτοί οι σκηνοθέτες ανέβαζαν εντυπωσιακές παραστάσεις όπου πρωταγωνιστές ήταν το κοστούμι και το σκηνικό. Στην πραγματικότητα έφτιαχναν κινούμενες κατασκευές και τις αποκαλούσαν έργα".
"Σήμερα βλέπουμε τους γόνους τους στην περφόρμανς... Η περφόρμανς δεν είναι ούτε ψάρι ούτε κρέας, αλλά το νόθο παιδί της σταλινικής καταστολής (έργα χωρίς νόημα) και του νεοκονστρουκτιβισμού (έργα χωρίς κείμενο)".
O Nτέιβιντ Μάμετ δίνει κατευθύνσεις στην Ελεν Μίρεν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της τηλεταινίας με τίτλο «Phil Spector»
Και κάτι ακόμα που δεν πρέπει να ξεχνάμε:
"Το ότι ένας σκηνοθέτης είναι καλός στο να κινεί ανθρώπους γύρω από έναν καναπέ ή ότι ένας συγγραφέας είναι δεξιοτέχνης στους πνευματώδεις διαξιφισμούς δεν τους δίνει το δικαίωμα να χρησιμοποιούν το χρόνο του κοινού για να κάνουν κήρυγμα. Στην πραγματικότητα ένα σωστό κοινό που πληρώνει εισιτήριο δεν θα ανεχτεί (και ούτε πρέπει να το κάνει) τέτοιες ανοησίες και θα στείλει τον επίδοξο καθοδηγητή να κάνει άλλη δουλειά. Εκτός αν είναι επιχορηγούμενος"...
____________________
* Ο Ντέιβιντ Μάμετ γεννήθηκε στο Σικάγο και ζει στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας. Έχει γράψει πολλά θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων τα "Οικόπεδα με θέα" (Glengarry Glen Ross), για το οποίο τιμήθηκε με Πούλιτζερ, την "Ολεάννα" (Oleanna) και τον "Αμερικανικό Βούβαλο" (American Buffalo). Έχει εκδώσει δοκίμια και μυθιστορήματα. Έχει σκηνοθετήσει τις κινηματογραφικές ταινίες "House of Games" (Η λέσχη της απάτης), "Things Change" (Ο λούστρος και η Μαφία), "Homicide" (Ανθρωποκτονία), "State and Main" και "Heist" (Το κόλπο).