Άγουρα, ανήλικα παιδιά που αναγκάζονται να ξεριζωθούν εξαιτίας πολέμων, καταπίεσης ή ανέχειας. Παιδιά τα οποία παρότι δικαιούνται ειδικού καθεστώτος προστασίας στις χώρες υποδοχής, βρίσκονται συχνά αντιμέτωπα με την αδιαφορία, την αυθαιρεσία, τον εξευτελισμό ακόμα (όταν πιέζονται να «αποδείξουν» την ηλικία και την ανάγκη τους με τρόπους ανορθόδοξους). Που ακόμα και όσα προσπαθούν φιλότιμα να ενταχθούν πηγαίνοντας σχολείο, αντιμετωπίζουν όχι σπάνια βίαιες ξενοφοβικές και ρατσιστικές αντιδράσεις.
Που ενίοτε εξεγείρονται κατά των άθλιων συμπεριφορών και συνθηκών διαβίωσης αλλά και των μηδενικών προοπτικών όπως συνέβη στη Μόρια και το Φυλάκιο Έβρου, άλλοτε πάλι «τρώγονται» μεταξύ τους εξαιτίας του συνωστισμού, της εγκατάλειψης και του ιδρυματισμού. Που πολλά από αυτά είναι άστεγα ή με επισφαλή στέγη, άλλα πάλι εγκαταλείπουν τις δομές επιχειρώντας να φτάσουν μόνα στον προορισμό τους. Που συχνά εκτίθενται σε κινδύνους, βία και λογής μορφές εκμετάλλευσης. Που γίνονται κάθε χρόνο και περισσότερα δημιουργώντας ένα επείγον κοινωνικό όσο και ανθρωπιστικό ζήτημα το οποίο δοκιμάζει τις αντοχές όχι μόνο των μεταναστευτικών και δικαιωματικών πολιτικών αλλά την ίδια την ικανότητα μια δημοκρατίας να αφρουγκάζεται και να συνδράμει αυτούς ακριβώς που τη χρειάζονται περισσότερο.
Προσπαθώντας τα παιδιά αυτά να εξοικονομήσουν χρήματα – συχνά όχι μόνο για εαυτούς-ές αλλά επίσης για να ενισχύσουν οικογένειες πίσω στις πατρίδες τους ή να πληρώσουν διακινητές – εκτίθενται σε διάφορους κινδύνους και βέβαια στην εκμετάλλευση, συχνά αυτοβούλως και αγνοώντας τις πιθανές συνέπειες.
Σε αυτό ακριβώς το φλέγον ζήτημα εστιάζει η μελέτη «Παιδιά Έρμαια» που χρηματοδότησε και μόλις εξέδωσε σε τέσσερα μέρη το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ένα ζήτημα που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενόψει και του νέου κυβερνητικού σχεδίου για το μεταναστευτικό που προβλέπει καταρχήν τον διορισμό Εθνικού Συντονιστή αρμόδιου για τα ασυνόδευτα ανήλικα, αν όμως η ελεύθερη μετακίνηση και οι διαδικασίες για το άσυλο αυστηροποιηθούν, αυτό πιθανότατα θα επηρεάσει και εκείνα. Η έρευνα διεξήχθη μεταξύ Ιουλίου 2017-Νοεμβρίου 2018 και συντονίστηκε από τη ΜΚΟ STEPS με την επιστημονική συμβολή του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ). Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, περισσότερα από τα μισά μέλη κάθε προσφυγικού πληθυσμού είναι παιδιά. Πολλά από αυτά, ανήλικα που φτάνουν στις χώρες πρώτης εισόδου χωρίς γονείς ή κηδεμόνες, γεγονός που τα καθιστά μια εξαιρετικά ευάλωτη πληθυσμιακή ομάδα.
Στην Ελλάδα σήμερα βρίσκονται 4962 ασυνόδευτα παιδιά, εκ των οποίων μόνο το 1/3 φιλοξενείται σε κατάλληλες δομές. Η μελέτη συγκρίνει τα αποτελέσματα τριών εθνικών ερευνών σε Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία διαπιστώνοντας ότι «παρά τις επιμέρους διαφορές, αυτό που δυστυχώς διαφαίνεται είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζονται οι πολιτικές οδηγεί πρακτικά στον κοινωνικό αποκλεισμό των περισσότερων από αυτά και στην επακόλουθη εκμετάλλευσή τους». Στηρίζεται σε συνεντεύξεις με επαγγελματίες που εργάζονται με ασυνόδευτα ανήλικα (φροντιστές, κοινωνικοί λειτουργοί, δικηγόροι, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, επίτροποι, νοσηλευτές, εκπαιδευτικοί), καθώς επίσης σε έγγραφα πολιτικής (policy papers), κανονισμούς και νομοθεσίες. Ερευνητικές ομάδες σε καθεμία από τις τρεις υπό μελέτη χώρες συνέλεξαν τα εθνικά δεδομένα, ενώ τη συγκριτική ανάλυσή τους πραγματοποίησε η ελληνική ερευνητική ομάδα. Διατυπώνονται επίσης μια σειρά συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση του ζητήματος.
Ο αριθμός των ασυνόδευτων παιδιών-προσφύγων έχει, διαβάζω, αυξηθεί δραματικά – μόνο μέσα στο 2107 το 37% των αφίξεων στην Ελλάδα ήταν παιδιά, το 13% εξ αυτών (1.458 παιδιά) ασυνόδευτα ανήλικα–, το ίδιο και οι εξαφανίσεις που μόνο το 2016 ανήλθαν στις 10.000 πανευρωπαϊκά (στοιχεία Europol). Με δεδομένη την κακοδιαχείριση και τις περιοριστικές πολιτικές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, τα παιδιά αυτά συχνά υφίστανται βία, εκμετάλλευση καθώς επίσης σωματική, ψυχολογική ή/και σεξουαλική κακοποίηση.
«Συχνά μιλάμε για "προσφυγική κρίση", ουσιαστικά όμως πρόκειται για κρίση στη διαχείριση της υποδοχής. Τα ασυνόδευτα ανήλικα ειδικά – κυρίως έφηβα αγόρια– είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στη σωματική, πνευματική και κοινωνική απομόνωση κατά τη διάρκεια αυτής της –ελπίζουμε– μεταβατικής περιόδου της ζωής τους. Οικογένειες χωρίζονται, κοινωνικές σχέσεις διαρρηγνύονται, η εκπαίδευση διακόπτεται και τα παιδιά καλούνται να κάνουν ένα επικίνδυνο ταξίδι μόνα τους... Τα συστήματα προστασίας στις εξεταζόμενες χώρες, μολονότι γενναιόδωρα και εκτενή, παρέχουν μάλλον προσωρινές λύσεις. Χαρακτηριστικά, σε Ισπανία και Ελλάδα οποιαδήποτε επιλογή για διαμονή ή χορήγηση κοινωνικών επιδομάτων φαίνεται να αποσύρεται αυτοδικαίως αμέσως μόλις συμπληρωθεί το όριο της ενηλικίωσης (18), ματαιώνοντας όλες τις προηγούμενες προσπάθειες. Η πλειονότητα των επαγγελματιών εκφράζει απόγνωση ενόψει της έλλειψης μέλλοντος για τα περισσότερα ασυνόδευτα ανήλικα στις χώρες φιλοξενίας», γράφουν οι δύο συγγραφείς της μελέτης, η ανθρωπολόγος Ελίνα Σαράντου και η νομικός Αγγελική Θεοδωροπούλου, αμφότερες με πολυετή τριβή στο πεδίο.
Αναφορικά με την Ελλάδα, η πιο αξιόπιστη πηγή στοιχείων είναι το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ). Σύμφωνα με αυτά, τον Ιούνιο του '18 τα ασυνόδευτα ανήλικα στη χώρα ανέρχονταν στα 3.973 άτομα. Από αυτά το 95,9% ήταν αγόρια, ενώ το 5,3% ήταν ηλικίας κάτω των 14 ετών (σημειωτέον ότι πολλά ακόμα παιδιά περνούν απαρατήρητα, ιδιαίτερα όταν φθάνουν από τα χερσαία σύνορα με την Τουρκία). Από τα εν λόγω ανήλικα, τα 1.141 διέμεναν σε σχετικές δομές φιλοξενίας και τα υπόλοιπα παρέμεναν σε αναμονή. Ορισμένα βρίσκονταν σε προστατευτική φύλαξη (216), άλλα σε παραμεθόρια Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (368), 177 σε ανοιχτές δομές φιλοξενίας ανάμεσα σε άλλους αιτούντες άσυλο αλλά όχι σε ειδικά τμήματα, 264 σε ασφαλείς ζώνες εντός των ανοιχτών δομών φιλοξενίας, 467 σε ξενοδοχεία, 238 σε άλλους τύπους επισφαλούς φιλοξενίας (όπως εν αναμονή έξωσης, στέγαση από/συστέγαση με ενηλίκους), 690 ήταν καταχωρισμένα ως άστεγα ενώ σε 412 περιπτώσεις ο τύπος κατοικίας δεν αναφερόταν.
«Στην Ελλάδα, η διαπίστωση της ανηλικότητας πραγματοποιείται κατά την άφιξη στο κέντρο πρώτης υποδοχής. Η έκβασή της καθορίζει τις μετέπειτα διαδικασίες αναφορικά με την εκπροσώπηση, τη διεθνή προστασία και την κράτηση... Ενώ και οι τρεις χώρες της έρευνας διαθέτουν ένα πλαίσιο δυνάμει του οποίου τα ανήλικα έχουν πρόσβαση σε κάποιου είδους νομικό καθεστώς, στην πράξη βιώνουν μεγάλες καθυστερήσεις. Επιπλέον, οι νομικές απαιτήσεις είναι συχνά αδύνατο να πληρωθούν, γεγονός που συνεπάγεται ότι για πολλά τέτοια παιδιά προβλέπεται ευθύς εξαρχής η αποτυχία. Και οι δύο αυτοί παράγοντες εκθέτουν τα παιδιά σε ένα νομικό κενό. Η κακή πρόγνωση και η ανασφάλεια εξαναγκάζουν τα παιδιά να σκέφτονται σοβαρά να ακολουθήσουν παράνομες και μη ασφαλείς διαδρομές. Το γεγονός ότι τα ανήλικα δεν υπάγονται σε ένα μόνιμο νομικό καθεστώς αναγνωρίζεται ως ένα από τα πλέον εμμένοντα εμπόδια για την ενσωμάτωση. Η ελλιπής εκπροσώπηση και η στέρηση κοινωνικής πρόνοιας είναι επίσης συνήθη σχετικά ζητήματα... Στην Ελλάδα, η διαδικασία ασύλου φαίνεται να αποτελεί πρακτικά την μόνη διαθέσιμη επιλογή. Όμως τα ποσοστά αναγνώρισης παραμένουν χαμηλά ενώ αρκετές εθνικότητες είναι εντελώς αποκλεισμένες από την υποβολή αιτήσεων».
Τα διαδικαστικά ελλείμματα (απουσία επιτρόπου, κατάλληλης νομικής εκπροσώπησης και βοήθειας) καθώς και εκείνα που αφορούν τον καθορισμό του καθεστώτος πρόσφυγα (έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στο Βέλτιστο Συμφέρον του Παιδιού ή αξιολόγησης αυτού, καταφανής έλλειψη γνώσεων αναφορικά με συγκεκριμένες μορφές παιδικής δίωξης κ.λπ.) καθιστούν, όπως γράφεται, σχεδόν αδύνατη την υπαγωγή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας των ασυνόδευτων ανηλίκων που υποβάλλονται στη διαδικασία μόνα τους, με μόνη εξαίρεση τα παιδιά συριακής εθνικότητας. «Ολοένα περισσότερα ανήλικα βρίσκονται σε ένα νομικό κενό για εξαιρετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα, ενώ είναι πιθανό πολλά να παραμείνουν στην ίδια κατάσταση ακόμα και αφού ενηλικιωθούν... Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επισημάνθηκε από αρκετές ΜΚΟ οι οποίες συμμετέχουν στο Δίκτυο για τα Δικαιώματα των Παιδιών που Μετακινούνται το οποίο έχει συστήσει ο Συνήγορος του Παιδιού».
Προσπαθώντας τα παιδιά αυτά να εξοικονομήσουν χρήματα, εκτίθενται σε διάφορους κινδύνους και βέβαια στην εκμετάλλευση, συχνά αυτοβούλως και αγνοώντας τις πιθανές συνέπειες. Ανάμεσά τους η εξαναγκαστική καταφυγή στην εργασία στο σεξ, η ένταξη σε κυκλώματα trafficking ή διακίνησης ουσιών – κάποια μάλιστα καταλήγουν εξαρτημένοι χρήστες, η μικροπαραβατικότητα ενίοτε.
Όσο αφορά την οικογενειακή επανένωση, το 2017 τα κράτη-μέλη της ΕΕ άλλαξαν την πρακτική τους αναφορικά με την αποδοχή των αιτημάτων επανένωσης καθώς και τη διαδικασία μεταφοράς, γεγονός που οδήγησε από πέρσι στη συσσώρευση εκατοντάδων προσώπων των οποίων η μεταφορά εκκρεμεί. Ένα άλλο μείζον θέμα το οποίο ανέκυψε επανειλημμένως στις συνεντεύξεις που δόθηκαν σε Ισπανία και Ελλάδα ήταν η υπέρμετρη κακοδιαχείριση των περιπτώσεων από τους παρόχους υπηρεσιών στις εγκαταστάσεις υποδοχής, ένας ακόμα λόγος για τον οποίο τα παιδιά τις εγκαταλείπουν καταφεύγοντας στο δρόμο. Το 2018 ειδικά σημειώθηκε ραγδαία αύξηση των ασυνόδευτων ανηλίκων που συσσωρεύονταν σε υπαίθριους δημόσιους χώρους επί βδομάδες.
Προσπαθώντας τα παιδιά αυτά να εξοικονομήσουν χρήματα – συχνά όχι μόνο για εαυτούς-ές αλλά επίσης για να ενισχύσουν οικογένειες πίσω στις πατρίδες τους ή να πληρώσουν διακινητές – εκτίθενται σε διάφορους κινδύνους και βέβαια στην εκμετάλλευση, συχνά αυτοβούλως και αγνοώντας τις πιθανές συνέπειες. Ανάμεσά τους η εξαναγκαστική καταφυγή στην εργασία στο σεξ, η ένταξη σε κυκλώματα trafficking ή διακίνησης ουσιών – κάποια μάλιστα καταλήγουν εξαρτημένοι χρήστες, η μικροπαραβατικότητα ενίοτε. Εξίσου πιθανή είναι η εργασιακή εκμετάλλευση ανήλικων παιδιών σε αγροτικές ή άλλες εποχικές δουλειές. Φαινόμενα σαν τα παραπάνω έχουν παρατηρηθεί και στις τρεις χώρες που περιλαμβάνει η έρευνα, συχνά δε προβάλλουν ως οι μόνες εφικτές βιώσιμες λύσεις.
Η γεωγραφική θέση του ξενώνα/κέντρου υποδοχής παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Οι επαγγελματίες στην Ελλάδα ανέφεραν αρκετά παραδείγματα στην έρευνα, τονίζοντας πόσο σημαντικό είναι να αναπτυχθούν δομές φιλοξενίας ανηλίκων εκτός μεγάλων πόλεων ή στα προάστια «ώστε να έλθουν τα ανήλικα σε επαφή με πιο επωφελείς και θετικές επιρροές. Οι μικρότερες τοπικές κοινότητες δείχνουν πιο δεκτικές στο να τα υποδεχτούν και οι σχέσεις είναι πιο στενές. Έτσι δίνεται στα παιδιά η ευκαιρία να κατανοήσουν καλύτερα την κουλτούρα και τη γλώσσα σε ένα πιο ήσυχο περιβάλλον, καθώς και να συγκεντρωθούν στον εαυτό τους με τρόπο δημιουργικό».
«Αντί να προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές των πιο ευάλωτων στον προσφυγικό πληθυσμό, το τρέχον σύστημα προστασίας του παιδιού τραυματίζει εκ νέου τα ανήλικα. Μέχρις ότου φθάσουν στο σημείο –εάν φθάσουν ποτέ– να έχουν νομιμοποιητικά έγγραφα, ασφάλεια σε μια δομή φιλοξενίας ανηλίκων, πρόσβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα και ένα εξατομικευμένο πλάνο θα τους έχει ζητηθεί να μοιραστούν την προσωπική τους ιστορία με τόσες λεπτομέρειες και τόσο πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους και φορείς (με αβέβαια αποτελέσματα), ώστε χάνουν την πίστη τους ότι μπορεί να αλλάξει κάτι, ότι μπορούν να εμπιστευτούν κάποιον/α, να φανταστούν μια καλή ζωή σε αυτή τη χώρα... Τα ασυνόδευτα και χωρισμένα από την οικογένειά τους παιδιά, ακόμα και τα μικρότερα από αυτά, αναλαμβάνουν ευθύνες ενηλίκων. Ενηλικιώνονται πολύ πριν από τα 18α γενέθλιά τους... Η πραγματικότητα είναι περίπλοκη και χρειάζεται να δίνεται εξατομικευμένη προσοχή σε κάθε περίπτωση.
Το ισχύον σύστημα δεν φαίνεται να απαντά στα ερωτήματα που προκύπτουν. Χωρίς να ακυρώνεται ο ρόλος και η δύναμη που έχει κάθε άτομο για να σταθεί στα πόδια του και να διαμορφώσει το μέλλον του, είναι απαραίτητες υπηρεσίες και μηχανισμοί υποστήριξης και ενδυνάμωσης... Αντί να εξαναγκάζονται τα ανήλικα και οι επαγγελματίες που προσπαθούν να τα βοηθήσουν να εργάζονται εναντίον του συστήματος προς διασφάλιση της προστασίας –αφήνοντας τα ανήλικα εκτεθειμένα στον κίνδυνο της εξάντλησης, του άγχους, του εκνευρισμού και της εκμετάλλευσης–, το κράτος είναι υπεύθυνο για να δώσει στους μελλοντικούς πολίτες του την ευκαιρία να ενταχτούν στην κοινωνία ως πλήρη και ισότιμα μέλη», συμπεραίνει η πραγματικά αξιόλογη όσο και διαφωτιστική αυτή μελέτη.