Δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που επικαλούμαι νοερά στη ζωή μου ως παρηγοριά όταν βρω τα σκούρα: δυο τρεις φίλοι, κάποιος σύντροφος, μερικοί νεκροί συγγραφείς και σίγουρα -μετά τη συνέντευξη που της είχα κάνει το 2007 με αφορμή την κυκλοφορία του Twelve- η Πάτι Σμιθ.
Μέχρι να τη γνωρίσω δεν ήμουν καν φαν- κάθε άλλο: με άφηνε σχεδόν αδιάφορη το Horses, αισθανόμουν αμήχανα με κάποια ποιήματά της και δεν καταλάβαινα την εξάρτησή της από την αλληγορία και τη μεταφυσική. Αλλά μια συζήτηση 35 λεπτών ήταν αρκετή για να πιστέψω ότι είχα επιτέλους γνωρίσει μια καλλιτέχνιδα που μπορεί και λάμπει μέσα από τον πόνο και με το έργο της να κατευνάζει την αρρώστια.
Μέσα σε μισή ώρα -και με ανυπολόγιστη τρυφερότητα και τρανταχτό γέλιο που διέκοπτε τις πιο τραγικές περιγραφές- η Πάτι είχε βάλει σε λέξεις όσα αφουγκραζόμουν, κυνηγούσα και πίστευα μια ζωή. «Ποτέ δεν κατάφερα να βάλω διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή» μου έλεγε «αφού από μικρή ένιωθα ονειροπόλα, ένας Πήτερ Παν στον άγριο κόσμο των ενηλίκων. Ο,τι γινόταν ήταν απλώς αφορμές για παραπάνω φανταστικά ταξίδια. Πάντα ταύτιζα ο,τι βίωνα με εικόνες από ποιήματα και ταινίες. Γι’αυτό για μένα δεν υπάρχει αμιγής ή καλή και κακή τέχνη παρά μόνο αμιγείς και αληθινές καταστάσεις. Δημιουργήματα που φτιάχτηκαν με υψηλό τρόπο και με αποκλειστικό σκοπό να καταργήσουν τη μετριότητα».
Μου μίλησε σαν σε μια καλή φίλη, για τον θάνατο που τόσο οδυνηρά βίωσε μέσα από την απώλεια των αγαπημένων της προσώπων με τους οποίους συνομιλεί νοερά -όπως και με τους αγαπημένους της ποιητές- διαρκώς.
Αντίστοιχα μεγαλεπήβολους φανταζόταν η ίδια η Πάτι Σμιθ τους έρωτες της-όχι ως κυρία κάποιου (το σιχαίνεται το κυρία Σμιθ) αλλά ως ηρωίδα μυθιστορήματος. Έτσι η σχέση της με τον Μέιπλθορπ -κι αυτό μου το έλεγε προτού καν εκδώσει το αριστουργηματικό βιβλίο Just Kids- της θύμιζε τον Πολ και την Ελίζαμπεθ από το Les Enfants terribles του Ζαν Κοκτώ «όταν ενθουσιάζονται γιατί ανακαλύπτουν τους ίδιους σκοτεινούς θησαυρούς για το συναίσθημα μιας αγάπης που δεν μπαίνει σε ταμπέλες».
Μου μίλησε επίσης σαν σε μια καλή φίλη, για τον θάνατο που τόσο οδυνηρά βίωσε μέσα από την απώλεια των αγαπημένων της προσώπων με τους οποίους συνομιλεί νοερά -όπως και με τους αγαπημένους της ποιητές- διαρκώς. «Ίσως γι' αυτό έχω πάει τόσες φορές στον τάφο της Σύλβια Πλαθ νιώθοντας ακριβώς τι είχε στον μυαλό της όταν έγραφε ότι ήθελε να σκοτώσει τον πατέρα της που φάνταζε μαρμάρινος, ένα τσουβάλι μπουκωμένο με Θεό, άγαλμα στοιχειωμένο με ένα γκρίζο δάχτυλο, Μεγάλο σαν φώκια του Φρίσκο. Αυτή ήταν η δική μου Σύλβια»
Η ποίηση ήταν άλλωστε για την Πάτι Σμιθ τρόπος ζωής και κάθε φράση της πάντα με κάποιο τρόπο παραπέμπει στον Ρεμπό. Μου ομολόγησε ότι ένιωθε πολύ άσχημα όταν αναγκάστηκε η ίδια να μοιράσει τα πρώτα ποιήματα της σε λίγους νευορκέζους φίλους -μεταξύ των οποίων και γνωστοί μπιτ ποιητές- που είχαν χωρέσει σε μια συλλογή που είχε ονομάσει, Seventh Heaven. «Η ποίηση για μένα ταυτίζεται με αυτό που οι Αρχαίοι αποκαλούν ειδοποιία –το να αποδίδει κανείς μορφή στα αισθητά αντικείμενα».
Πώς όμως κατάλαβε ότι είναι γεννημένη ποιήτρια; «Πάντα φανταζόμουν τον εαυτό μου ως ηρωίδα του Λόρκα με το πορτοκαλί φεγγάρι στο βάθος και εγώ να κλαίω για επερχόμενους θανάτους. Πάντα είχα ένα υπερβολικό μέτρο των πραγμάτων νιώθοντας τον άγρια υπέροχο ρυθμό τους. Αυτό ένιωθα και μια δύναμη ικανή για να κατατροπώσει άπειρες βαρετές στιγμές».
Ύστερα από όλα αυτά βρεθήκαμε να μιλάμε για αγάπη που ακολουθεί την απώλεια, για τον Λακάν και μέσα σε δέκα λεπτά άρχισα να της εκμυστηρεύομαι πράγματα που δεν είχα πει ούτε στους πιο κοντινούς μου ανθρώπους. Ένιωθα να την ξέρω χρόνια. Στο τέλος μου περιέγραψε το σπίτι της με τα λίγα μολύβια του Μέιμπλθορπ τακτοποιημένα σε μια γωνιά, το φαγητό για τα γατιά που δεν λείπει ποτέ και το έργο που στολίζει το γραφείο της: το love on the left bank της ανατρεπτικής εικαστικού Vali Myers. Τον βλέπω αυτό το έργο διαρκώς μπροστά μου αφού από τότε στολίζει το δικό μου γραφείο.
Και στην άλλη άκρη χαμένη μέσα στον πίνακα του Χοπερ που τόσο αγαπώ προτιμώ να φαντάζομαι τη δική της φιγούρα-στο πλάι από το ξανθό μοναχικό κορίτσι του Χόπερ αυτή η λατρεμένη, μανιακή αποσυνάγωγος.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 2013. Επιμέλεια Άρης Δημοκίδης.
σχόλια