«Ακόμα και αν ένα και μοναδικό μόριο της τοξίνης ενός φυτού μπει σε κάποιο κύτταρο, μπορεί να το καταστρέψει μέσα σε μερικές ώρες». Και τι σημαίνει ένα μόριο στο κύτταρο; Και τα δύο μικρά είναι, με τα ανθρώπινα μέτρα. Εξάλλου, ο άνθρωπος έχει δισεκατομμύρια κύτταρα. Ας τηρήσουμε, όμως, τις αναλογίες, πηγαίνοντας από το αόρατο κύτταρο στον ορατό οργανισμό. «Αρκεί ποσότητα καθαρής τοξίνης του φυτού ίση με έναν κόκκο αλατιού ή τη μύτη μιας καρφίτσας για να στείλει στον άλλον κόσμο έναν άνθρωπο μέσα σε μερικές μέρες». Ναι, αλλά η τοξίνη στα σπέρματα του φυτού αυτού βρίσκεται σε πολύ μικρές ποσότητες. «Αρκεί ένα και μοναδικό σπέρμα, μεγέθους φασολιού, για να σκοτώσει ένα παιδί. Γύρω στα δέκα αποτελειώνουν έναν ενήλικα». Τηρουμένων, λοιπόν, των αναλογιών, είναι σαν να έχουμε έναν και μοναδικό άνθρωπο, ο οποίος, αφού καταφέρει να περάσει (να ξεγελάσει) τα σύνορα μιας προσεκτικά φυλασσόμενης χώρας, την οδηγεί σε πλήρη κατάρρευση. Και μάλιστα, δίχως καμία βοήθεια εκ των έσω, δίχως συνεργάτες και προδότες. Μήπως ο τρομοκράτης είναι κανένα τρομερό στην όψη φυτό; Όχι, είναι το φυτό του διπλανού κήπου και πολλοί από τους αναγνώστες, όταν αντιληφθούν ότι ενδεχομένως να το συναντούν κάθε μέρα χωρίς να του δίνουν σημασία, θα πέσουν από τα σύννεφα.
Το βιβλίο απευθύνεται στον φιλοπερίεργο αναγνώστη που επιθυμεί να αντιληφθεί τον κόσμο και αυτούς τους οργανισμούς που τον στηρίζουν, δηλαδή τα φυτά.
Το μικρό απόσπασμα από το εξαιρετικό νέο βιβλίο του Γιάννη Μανέτα είναι αρκετό για να σε βάλει στο συναρπαστικό κλίμα των αφηγημάτων του. Το Περί Φυτών Αφηγήματα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης είναι ένα απολαυστικό βιβλίο με ιστορίες 43 φυτών που «αν δεν είχαν υιοθετηθεί και καλλιεργηθεί από τον Homo Sapiens, η ιστορία της ανθρωπότητας αλλά και η ιστορία των ίδιων των φυτών θα ήταν ενδεχομένως διαφορετική» λέει ο καθηγητής και συγγραφέας που κατάφερε να γράψει ένα βιβλίο γεμάτο με επιστημονικά και ιστορικά στοιχεία σε 38 σύντομα κεφάλια, με δυνατή αφήγηση, ροή και τέτοιον βομβαρδισμό γνώσεων, που χρειάζεται να επανέλθεις ξανά και ξανά για να τις αφομοιώσεις. Ένα επιστημονικό βιβλίο που διαβάζεις σαν μυθιστόρημα, απνευστί. Και είναι έτσι δομημένο, που μπορείς να ξεκινήσεις να το διαβάζεις από κάθε κεφάλαιο, ανοίγοντάς το τυχαία «Επειδή τα πορτρέτα είναι αυτοτελή. Στην ουσία είναι διηγήματα».
«Η συγγραφή βιβλίων επιστημονικής εκλαΐκευσης δεν είναι τόσο δύσκολη», λέει, «αν την ώρα που γράφεις τοποθετήσεις νοητικά απέναντί σου ένα αγαπημένο πρόσωπο ή τον φιλοπερίεργο αναγνώστη και τους επιτρέψεις να κάνουν τις φανταστικές τους ερωτήσεις. Αυτή την τακτική από πλευράς του συγγραφέα υπονοεί και ο συνήθης τίτλος που βλέπουμε σε πολλά σχετικά βιβλία: "Πώς θα εξηγούσα τη βιολογία, οικονομία, ιστορία... στην κόρη, γιαγιά μου...". Προσωπικά, διασκεδάζω με το γράψιμο, το θεωρώ μια καλή διανοητική εξάσκηση. Και για την επαινετική παρατήρησή σας ότι το βιβλίο διαβάζεται σαν μυθιστόρημα, ναι, φαίνεται ότι μετά από 30 χρόνια συγγραφής ερευνητικών εργασιών και διδακτικών βιβλίων σε άπταιστη (ξύλινη) επιστημονική, ξύπνησε επιτέλους ο λογοτέχνης μέσα μου. Το βιβλίο απευθύνεται στον φιλοπερίεργο αναγνώστη που επιθυμεί να αντιληφθεί τον κόσμο και αυτούς τους οργανισμούς που τον στηρίζουν, δηλαδή τα φυτά. Δικαιούμαι, νομίζω, να ισχυριστώ ότι στο Περί Φυτών Αφηγήματα η βιολογία των φυτών συναντά την ιστορία. Την ιστορία της ανθρωπότητας και την ιστορία της Γης. Ιδιαίτερα για το πρώτο μέρος του βιβλίου, η φιλοδοξία μου θα ικανοποιούνταν αν ο αναγνώστης συνειδητοποιούσε τους τρόπους με τους οποίους μερικά φυτά, μεταφερόμενα από τα κέντρα εξημέρωσης σε αλλότριες περιοχές, προσέδωσαν πλούτο στις αποικιακές μητροπόλεις και καταδίκασαν στη χρόνια εξαθλίωση παλιές και νέες αποικίες. Ήταν μία γιγάντια επιχείρηση βιοπειρατείας».
Ο Γιάννης Μανέτας είναι διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας από το 1978 και από το 1993 είναι καθηγητής Φυσιολογίας Φυτών με πλούσια εμπειρία, αφού έχει εργαστεί ερευνητικά στο Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος», στον Πειραματικό Σταθμό «Abisco» της Λαπωνίας και στα Πανεπιστήμια Stirling (Σκωτία), Göteborg (Σουηδία), Essen και Karlsruhe (Γερμανία). «Η δουλειά του πανεπιστημιακού έχει ένα πλεονέκτημα: δεν πλήττεις» λέει. «Τα πρόσωπα αλλάζουν συνεχώς, νέοι φοιτητές έρχονται κάθε χρόνο, πολλοί από αυτούς διαμάντια. Η ερευνητική δραστηριότητα ανεξάντλητη, κάθε μέρα μπορεί να γίνει διαφορετική. Από την άλλη, η δυνατότητα για σύντομες αποδράσεις σε συνέδρια και οι εκπαιδευτικές άδειες δίνουν την ευκαιρία να γνωρίσεις τον κόσμο. Είναι απολαυστική και παραγωγική η δουλειά μας. Αντέχεται ακόμη και αν την εξασκείς στο ίδιο πανεπιστήμιο για 40 χρόνια. Ωστόσο, αυτή η εν δυνάμει παραγωγικότητα υπονομεύτηκε από την επέλαση της γραφειοκρατίας. Κατέφτασε από δυσμάς, μαζί με τα τεράστια ερευνητικά προγράμματα, τα δίκτυα, τους άτεγκτους διοικητικούς κανόνες, τις ευκαιρίες για διείσδυση του ιδιωτικού τομέα στα πανεπιστήμια, την εισαγωγή οικονομικών κριτηρίων στην αξιολόγηση. Αλλάζει άρδην ακόμη και το life style. Τη θέση του αφηρημένου και ατημέλητου καθηγητή παίρνει ο φρεσκοσιδερωμένος και άψογος μάνατζερ. Η γραφειοκρατία στραγγαλίζει την έρευνα».
Διαβάζοντας το βιβλίο, αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι γνωρίζουμε εξαιρετικά ελάχιστα πράγματα ακόμα και για τα πιο συνηθισμένα φυτά που υπάρχουν γύρω μας. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει ένα τέτοιου είδους μάθημα στα σχολεία που να σου δίνει γνώσεις με μορφή ιστοριών και όχι με τον τρόπο που διδάσκεται;
Γνωρίζω εντελώς επιπόλαια τη θεωρία της Διδακτικής, ώστε να ριψοκινδυνεύσω μία γνώμη. Διαισθητικά, όμως, θα μου άρεσε η εκδοχή η παιδεία, η επιστήμη, η διδακτική και τα βιβλία να μπαίνουν στις αίθουσες με πιο χαλαρό ένδυμα και όχι με ατσαλάκωτο και αυστηρό κοστούμι κι επίσημη γραβάτα. Αν μη τι άλλο, η πρόσφατη επικαιρότητα έδειξε ότι αυτό ίσως και να είναι αποδοτικό. Προσωπικά, πιστεύω ακράδαντα ότι η επιστήμη μπορεί έτσι να γίνει προσιτή και διασκεδαστική για τον αποδέκτη. Το πρέπει να αντικατασταθεί από το θέλω, η υποχρέωση από την επιθυμία.
Πόσο μεγάλο ενδιαφέρον μπορεί να έχει το μάθημα της Βιολογίας Φυτών;
Δεν ισχυρίζομαι ότι η Βιολογία των Φυτών είναι το κέντρο της Βιολογίας. Αντίθετα, το βρίσκω φυσιολογικό οι φοιτητές να προτιμούν αντικείμενα που έχουν μεγαλύτερη σχέση με τη δική τους βιολογική υπόσταση ή αντικείμενα που, κατά κάποιον τρόπο, είναι της μόδας. Επιμένω, ωστόσο, ότι αν κάποιος θέλει να κατανοήσει τον πυρήνα και τη φύση της ίδιας της ζωής και της ιστορίας της επάνω στη Γη, δεν πρέπει να υποτιμήσει τα φυτά. Κόσμος όπως τον ξέρουμε, χωρίς φυτά, δεν μπορεί να υπάρξει. Αναμφίβολα, τα φυτά δεν θεωρούνται άξια της προσοχής του κοινού. Παρόλο που σε αυτά στηρίζεται η τροφική αλυσίδα, η ισορροπία στη φύση, και, σε τελευταία ανάλυση, ο ίδιος ο ανθρώπινος πολιτισμός. Ωστόσο, το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο Τι θα έβλεπε η Αλίκη στη Χώρα των Φυτών (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2010), που είχε ως στόχο να αναδείξει την πλανητική σημασία τους και να καταρρίψει την πλάνη της δήθεν απλής υπόστασής τους, έχει κάνει τρεις εκδόσεις μέχρι σήμερα κι έχει μεταφραστεί και στα αγγλικά. Θα συμφωνήσετε ότι είναι μάλλον σπάνιο ένα βιβλίο επιστημονικής εκλαΐκευσης να εκδίδεται πρώτα στα ελληνικά και μετά στα αγγλικά. Ο συρμός θέλει το αντίστροφο. Το δεύτερο βιβλίο, αυτό για το οποίο συζητάμε σήμερα, παρέμεινε στα ευπώλητα της Πρωτοπορίας επί δίμηνο μετά την κυκλοφορία του. Ευλογώντας τα γένια μου, συμπεραίνω ότι ακόμα και ένα βιβλίο για τα φυτά μπορεί να εκτιμηθεί από το αναγνωστικό κοινό.
Όλα τα φυτά, ακόμη και τα πιο ταπεινά και αφανή, είναι πολύτιμα απλώς και μόνο επειδή υπάρχουν. Αυτό εξηγώ στο πρώτο μου βιβλίο, και στο ακροτελεύτιο πορτρέτο του δεύτερου, με τον τίτλο «Τω αγνώστω φυτώ». Για τον καθένα από εμάς πολυτιμότερα είναι αυτά για τα οποία κοπιάζει. Στη γλάστρα, στο μπαλκόνι, στον κήπο και στο χωράφι. Για τον τόπο μου, αν έπρεπε να ανακηρύξω ένα και μόνο φυτό πολυτιμότερο, θα επέλεγα την ελιά. Για την αντοχή της και τη συμβολική της επιμονή να ευδοκιμεί μόνο στον μεσογειακό χώρο.
Ήταν επιλογή σας η ασχολία σας με τα φυτά ή προέκυψε στην πορεία; Εννοώ, είχατε κάποια ιδιαίτερη σχέση από μικρός;
Δεν μπορώ να εντοπίσω καμία ειδική ώθηση και κανένα παιδικό τραύμα που να με οδήγησε γραμμικά στη μελέτη των φυτών. Εξάλλου, μεγάλωσα στην Αθήνα, μια πόλη που δεν έχει και τόσο καλή σχέση με τη βλάστηση. Ως βιολόγος, βέβαια, δεν θα αμφισβητήσω ότι παραστάσεις και επιρροές κατά την κρίσιμη παιδική ηλικία, τότε που διαμορφώνεται ένα μέρος του χαρακτήρα, παίζουν τον ρόλο τους. Υποψιάζομαι, λοιπόν, ότι η μοναδική σπουδαγμένη της οικογένειας, η θεία μου Νίκη Παρούση, μακαρίτισσα πια, με τη διακριτικότητα που της παρείχε η βαθιά της καλλιέργεια, σιωπηλά με βοήθησε να αποκτήσω περιέργεια κι ενδιαφέρον σχεδόν για τα πάντα. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν η τύχη και η ανάγκη. Η τύχη να συναντήσω 2-3 καλούς δασκάλους στο πανεπιστήμιο, και ένας από αυτούς να διαθέτει υποτροφία για μεταπτυχιακά στη Φυσιολογία των Φυτών. Η ανάγκη αφορούσε την αδυναμία να συνεχίσω τις σπουδές χωρίς οικονομική υποστήριξη. Την εποχή εκείνη θα δεχόμουνα υποτροφία σε οποιοδήποτε επιστημονικό αντικείμενο, διότι ήξερα ότι όλα έχουν τη γοητεία τους.
Στον πειραματικό σταθμό Abisco της Λαπωνίας τι κάνατε; Πώς ήταν στη Λαπωνία;
Ήταν η εποχή που υπήρχε μεγάλη ανησυχία για τη λεγόμενη «τρύπα του όζοντος» και τις επιπτώσεις της αυξημένης υπεριώδους ακτινοβολίας στα οικοσυστήματα. Το εργαστήριό μου είχε εμπλακεί σε ένα σχετικό ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα και το Abisco ήταν ένα από τα σημαντικότερα διεθνή κέντρα που παρείχαν τη δυνατότητα υπαίθριων πειραμάτων. Για να είμαι, βέβαια, ειλικρινής, δεν ήταν μόνο η ακτινοβολία του κέντρου και των επιστημόνων του που με τράβηξαν, όσο η δυνατότητα να ζήσω και να εργαστώ σε ένα μικρό απομακρυσμένο χωριό, πέρα από τον Αρκτικό Κύκλο, με τον ήλιο να μη δύει αλλά να περιφέρεται γύρω από τον ορίζοντα. Ένα συνεχές πολύχρωμο ηλιοβασίλεμα, όπου μπορούσε κανείς να κάνει μεταμεσονύκτια ποδηλατάδα στη λίμνη, φυσικά με δημόσια ποδήλατα.
Πείτε μου την πιο περίεργη ιστορία που σας έρχεται στο μυαλό –σε σχέση με τα φυτά του βιβλίου– απ' όσες αναφέρετε.
Είναι νομίζω αρκετά εντυπωσιακές οι συγκυρίες που συνέδεσαν τις βιολογικές ιδιότητες του ζαχαροκάλαμου, ενός τροπικού φυτού με προέλευση τη νοτιοανατολική Ασία, με ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά γεγονότα που συνέβαιναν την εποχή της ευρωπαϊκής αναγέννησης. Οι μεγάλες ανακαλύψεις, η έναρξη της αποικιοκρατίας, η ζήτηση γλυκαντικών ουσιών, που αναπόφευκτα συνόδευσε την αυξανόμενη κατανάλωση εξωτικών ροφημάτων, όπως το τσάι και ο καφές, οι εκκλησιαστικές έριδες, και, τέλος, η άλλοτε σκοπούμενη και άλλοτε αθέλητη εξολόθρευση των Ινδιάνων της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Όλα αυτά τροφοδότησαν το εμπόριο νέγρων σκλάβων από τη Δυτική Αφρική προς τις φυτείες ζαχαροκάλαμου της τροπικής Αμερικής. Ένα απεχθές εμπόριο που κράτησε 300 χρόνια διαμόρφωσε τη δημογραφία της Αμερικής κι έδωσε τον πρώτο Αφροαμερικανό Πρόεδρο.
Πώς τα βλέπετε τα πράγματα στην Ελλάδα αυτήν τη στιγμή, κ. Μανέτα;
Δύσκολα. Βλέπετε, η Ευρώπη είναι ένα πολύ ωραίο μέρος να ζήσεις, αλλά ένα από τα πιο ακατάλληλα για να του εκχωρήσεις την εθνική κυριαρχία, ιδιαίτερα όπως η Ευρώπη έχει εξελιχθεί τα τελευταία 20 χρόνια. Αυτή η απόλυτη υποταγή των πολιτικών ηγεσιών στις άπληστες και ανώνυμες αγορές δημιουργεί τετελεσμένα και μια περίπλοκη και τυραννική γραφειοκρατία. Εύχομαι η νέα κυβέρνηση να αποδειχτεί λιγότερο πειθήνια από τις προηγούμενες. Γιατί ένας λαός μπορεί πάντοτε να επιβιώσει αξιοπρεπώς και με λιγότερα υλικά αγαθά. Όχι όμως όταν ταπεινώνεται, όταν καταρρακώνεται η υπόληψή του και το αίσθημα δικαίου – όπως βέβαια τα αντιλαμβάνεται ο καθένας από μας.
Τι σας δίνει ελπίδα;
Τα σπέρματα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας που ξεφύτρωσαν στην κοινωνία της κρίσης. Η αναδυόμενη επιτέλους αντίληψη ότι δεν μπορούμε να ζούμε συνέχεια με δανεικά. Η συζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό της ζωής μας. Η λελογισμένη καχυποψία απέναντι στην εξουσία και στην αυθεντία. Η διαχρονική ύπαρξη μίας μειονότητας μετριοπαθώς ατίθασων φαινότυπων, που οι καταστάσεις ελπίζω να αναβαθμίσουν σε πλειοονότητα. Η επανεμφάνιση στο προσκήνιο και η αναβάπτιση εννοιών όπως η αξιοπρέπεια, η αυτάρκεια και το φιλότιμο. Και η διαφαινόμενη υποψία ότι ο άνθρωπος ίσως και να μην είναι τελικά εντελώς εξημερώσιμο ζώο.
Θα έχει και συνέχεια το βιβλίο; Ετοιμάζετε και επόμενο;
Θα έχει, αρκεί να έχω συνέχεια εγώ. Δηλαδή να διατηρήσω σώας τας φρένας και, κυρίως, να μην εξαντληθεί το κέφι μου.
Γιάννης Μανέτας
Περί Φυτών
Αφηγήματα, Μικρές ιστορίες για φυτά που άλλαξαν τον κόσμο μας
Eικονογράφηση: Μυρσίνη Μανέτα
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
σχόλια