Eric Vuillard
Μια αξιοπρεπής έξοδος
μτφρ. Μανώλης Πιμπλής
εκδόσεις Πόλις
Αν υπάρχουν δύο συγγραφείς που αξίζει κανείς να παρακολουθεί για να δει πώς αποτυπώνονται οι πιο κρυφές εγκληματικές στιγμές της Ιστορίας στη λογοτεχνική γραφή ή γιατί αυτή μπορεί να τις αποδίδει με ακόμα μεγαλύτερη ενάργεια από ό,τι τα ιστορικά βιβλία, αυτοί είναι ο Καρίλ Φερέ και ο Ερίκ Βιγιάρ. Με τρόπο παραστατικό και με υπέροχη λογοτεχνική γλώσσα, ο συγγραφέας της «Ημερήσιας Διάταξης» και του «Κονγκό» εστιάζει στο θέμα της αποικιοκρατικής μανίας των ισχυρών, όπως η Γαλλία, για να μιλήσει για τους πολέμους που καμία σχέση δεν είχαν με τους πραγματικούς σκοπούς για τους οποίους διεξήχθησαν. Εν προκειμένω, ο γαλλικός στρατός εισβάλλει στην Ινδοκίνα όχι εξαιτίας των εγκλημάτων εις βάρος του, ούτε καν για το εθνικό συμφέρον, αλλά προασπιζόμενος τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών −βλέπε Ανώνυμη Εταιρεία Ορυχείων Κασσίτερου−, φτάνοντας σε μια σειρά από παράλογες μάχες, όπως η περίφημη Μάχη του Νιτέν μπιεν Φου, που τελικά οδήγησε στην ήττα και την αποχώρηση της Γαλλίας από την περιοχή. Ξεκινώντας από τη μεγάλη κακοποίηση την οποία υφίσταντο οι εργάτες που δούλευαν για αυτές τις εταιρείες, ο Βιγιάρ εξηγεί πώς αυτοί οι εξαθλιωμένοι ντόπιοι έφτασαν τελικά να στρατολογούνται στους Βιετμίνχ, παίρνοντας τα όπλα ενάντια στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Αλλά ως ικανός λογοτέχνης δεν μένει μόνο στα ιστορικά δεδομένα, τα μεγάλα συμφέροντα και τον τρόπο που λειτουργούσαν και λειτουργούν οι θυγατρικές εταιρείες και οι τράπεζες: εισβάλλει με ακρίβεια στις αιτίες των κοινωνικών συγκρούσεων και στους ανθρώπινους τύπους, και με τον αντίστροφο τρόπο του Μπαλζάκ στήνει τη δική του περίτεχνη ανάλυση για την ανθρώπινη φύση, αφουγκράζεται τις επιμέρους αντιδράσεις και ακολουθεί το νήμα που συνδέει τους διασαλευμένους ψυχισμούς με τη συλλογική μανία. Το αποτέλεσμα είναι οι περιγραφές του να κόβουν σαν ξυράφι το ωραίο, λευκό δέρμα των προνομιούχων, φέρνοντας στην επιφάνεια αλήθειες που επαναλαμβάνονται σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου, άλλοτε ως τραγωδία και άλλοτε ως φάρσα. Διαβάζεται απνευστί.
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Τα λέμε τον Αύγουστο
μτφρ. Δέσποινα Δρακάκη
εκδόσεις Ψυχογιός
Είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι συγγραφείς −βλέπε Φραντς Κάφκα− συνηθίζουν να αποκηρύσσουν κείμενά τους, τα οποία εκδίδονται μετά θάνατον και πολλές φορές φτάνουν να θεωρούνται συνώνυμα του εμβληματικού κύρους τους, ακόμα και σήμα κατατεθέν τους. Στην περίπτωση του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, η συγκεκριμένη νουβέλα ήταν από τα κείμενα που δεν θέλησε να δημοσιεύσει ο ίδιος, αλλά που οι απόγονοί του αγάπησαν ιδιαίτερα και έτσι αποφάσισαν να εκδώσουν. Σε αντίθεση, όμως, με την άρνησή του να εκδώσει το κείμενο, ο Νομπελίστας δεν το κράτησε κρυφό, παρά συνήθιζε να διαβάζει μεγαλόφωνα κάποια αποσπάσματα σε φίλους και σε κλειστό κύκλο, όπως κατά την παρουσίασή του στη Μαδρίτη, ενώ είχε δεχτεί να δημοσιευτεί ένα κεφάλαιο από το βιβλίο στην «El Pais». Ίσως παραπάνω διασκεδαστική και ερωτική για τα δικά του μέτρα, η συγκεκριμένη νουβέλα διατηρεί, ωστόσο, ατόφια τη μαγική γραφή του Μάρκες. Η ιστορία αναφέρεται στις περιπέτειες της Άνα Μαγκνταλένα Μπαχ, μητέρας δυο παιδιών, η οποία ζει έναν κατά τα άλλα ευτυχισμένο γάμο με τον πρώτο και μοναδικό έρωτα της ζωής της, αλλά το ασυνείδητό της τής επιφυλάσσει διάφορες εκπλήξεις. Η αφορμή δίνεται με την επίσκεψή της στο νησί όπου είναι θαμμένη η μητέρα της, το οποίο μετατρέπεται από σημείο θανάτου και θλιβερής εξοικείωσης σε μέρος ερωτικών φαντασιώσεων και εξορμήσεων, δίνοντας για μια ακόμα φορά στον Μάρκες την ευκαιρία να συνδέσει την πραγματικότητα με το φανταστικό, τα ονειρικά μέρη με τις πιο απτές και οδυνηρές πτυχές της καθημερινότητάς μας. Περίπου, δηλαδή, σαν τον τρόπο με τον οποίο επιδρά στον ανθρώπινο ψυχισμό ο Αύγουστος, ένας μήνας ερωτικών συνειρμών και πολλές φορές ανατρεπτικών εικόνων, που δεν έπαψε ποτέ να συνοδεύει με τρόπο διαφορετικό τις αναμνήσεις μας.
Γασσάν Καναφανί
Άνθρωποι στον ήλιο
μτφρ. Νασίμ Αλάτρας
εκδόσεις Καστανιώτη
Ο σπουδαιότερος, ίσως, Παλαιστίνιος συγγραφέας, εκπρόσωπος του αραβικού μοντερνισμού στη λογοτεχνία και ο θεμελιωτής της λεγόμενης «λογοτεχνίας της αντίστασης» (αντάμπ αλ-μουκουάμα), καταθέτει ένα από τα σημεία αναφοράς για το είδος. Κεντρικός πρωταγωνιστής αυτής της νουβέλας, που θεωρείται η σημαντικότερή του μαζί με το «Ο τυφλός και ο κουφός» και επανεκδίδεται από τον Καστανιώτη, είναι ο Αμπούλ Χαιζοουράν, ο οποίος, παραμορφωμένος από τα τραύματα και απογοητευμένος από την ηγεσία των Παλαιστινίων και την πολιτική διαφθορά, αποφασίζει να κατευθυνθεί προς το Κουβέιτ οδηγώντας μια παρέα τριών συμπατριωτών του, οι οποίοι κρύβονται στην άδεια δεξαμενή νερού ενός βυτιοφόρου. Όμως, ο Ιρακινός φύλακας στο φυλάκιο τον εμποδίζει, αφήνοντας να εννοηθεί ότι έχει δοσοληψίες με πόρνες. Αντί για ηρωική έξοδο, εν προκειμένω, παρατηρούμε τη φλυαρία του κεντρικού πρωταγωνιστή, που πιάνει μια ατέρμονη κουβέντα με τον φύλακα, την ώρα που οι συμπατριώτες του πεθαίνουν μέσα στη δεξαμενή, ως μια μάλλον συμβολική απόδειξη των πολιτικών αδιεξόδων που αντιμετώπισε ο ίδιος ο συγγραφέας στη ζωή του. Το έργο είχε μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον Αιγύπτιο Τεουφίκ Σαλέχ με τον τίτλο «Οι προδομένοι». Ο Παλαιστίνιος διανοούμενος, δημοσιογράφος και συγγραφέας, ενεργά αναμεμειγμένος στο εθνικό κίνημα κατά της βρετανικής κατοχής και φυλακισμένος επί σειρά ετών, υπήρξε σύμβολο για τους Παλαιστίνιους. Δολοφονήθηκε στη Βηρυττό, σε ηλικία 36 ετών, μαζί με τη 17χρονη ανιψιά του, και το έργο του συνέχισε η Δανέζα σύζυγός του Ανί Χόβερ-Καναφανί, η οποία φρόντισε να γράψει τη βιογραφία του, που κυκλοφορεί στα αγγλικά.
Roberto Bolaño
Ο ανυπόφορος γκάουτσο
μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος
εκδόσεις Άγρα
«Αν το απίστευτα χοντρό πτώμα του Θέλα το δέσουμε σε ένα λευκό άλογο, τότε μπορούμε σίγουρα να έχουμε τον νέο Σιντ των ισπανικών γραμμάτων», γράφει ο Ρομπέρτο Μπολάνιο για τον Ισπανό μυθιστοριογράφο Καμίλο Χοσέ Θέλα Τρουλόκ, αποδομώντας τα ιερά και τα όσια της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, μιλώντας για αυτό το παράδοξο «Κλαμπ Μεντιτερανέ» των συγγραφέων, όπως το αποκαλεί, που αρέσκεται σε πόζες και βραβεία. Σε ένα απολαυστικό κείμενο, που αποκαλύπτει όλη την καφκική ειρωνεία του σπουδαίου Χιλιανού και τους βιτγκεσταϊνικού τύπου συνειρμούς του, αποδομεί όλη τη λογική του κλειστού κύκλου των διανοούμενων, κάτι που είχαμε δει να κάνει και σε προηγούμενα έργα, όπως το «Ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική» κ.ά. Σε αυτήν τη σειρά διαλέξεων, οι οποίες δημοσιεύτηκαν μαζί με μια σειρά από χαρακτηριστικά διηγήματα σε αυτόν τον τόμο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο ανυπόφορος γκάουτσο», που έμελλε να είναι ο τελευταίος, αποκαλύπτονται όλες οι ψευδαισθήσεις των κλειστών λογοτεχνικών κύκλων αλλά και η μεγάλη απέχθεια που έτρεφε ο Μπολάνιο για κάθε λογής κλισέ. Άκρως απολαυστικά και πολύ ενδεικτικά του ύφους του πρωτοπόρου και άκρως μοντέρνου Χιλιανού είναι τα διηγήματα «Ο αστυνόμος των αρουραίων» αλλά και ο «Ανυπόφορος γκάουτσο». Το γνωστό παιχνίδι ταυτότητας που καταλήγει σε αστυνομική πλοκή, το καφκικό παράλογο, οι φιλοσοφικοί πειραματισμοί και τα λογοτεχνικά, βιτγκεσταϊνικού τύπου παίγνια, όλα είναι εδώ, σε αυτές τις άκρως αντιπροσωπευτικές ιστορίες του Μπολάνιο που κατέληξαν σε αυτό το βιβλίο, που το είχε έτοιμο προς δημοσίευση αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος το 2003.
William Faulkner
Ο αχός και το πάθος
μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης
εκδόσεις Gutenberg
Ένα από τα πιο εμβληματικά βιβλία του μοντερνισμού, σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη λογοτεχνία, που είχε προκαλέσει μεγάλο θόρυβο, αντίστοιχο με τον τίτλο του, όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει στα ελληνικά ως «Η βουή και το πάθος» το 1963 από τις εκδόσεις Εξάντα, για να ακολουθήσει και άλλη μια μετάφραση, λίγα χρόνια αργότερα, από τον Τάκη Μενδράκο για τις εκδόσεις Πάπυρος. Αξιοσημείωτη θεωρείται και η μετάφραση του Παύλου Μάτεσι για τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2002 με τον τίτλο «Η βουή και η μανία». Αυτήν τη φορά με το αξεπέραστο έργο του Φόκνερ αναμετράται ο καταξιωμένος μεταφραστής και συγγραφέας Αχιλλέας Κυριακίδης, επιλέγοντας το «Ο αχός και το πάθος» ως τίτλο του βιβλίου, από τη μετάφραση του σαιξπηρικού «Μάκβεθ» από τον Βασίλη Ρώτα και του περίφημου μονολόγου στον οποίο αναφέρεται ο Νομπελίστας συγγραφέας. Οι προκλήσεις του έργου είναι αναμφίβολα αξεπέραστες για τον μεταφραστή, λόγω των πολλαπλών διαφοροποιήσεων του ύφους και της πολυφωνικής αφήγησης, που καθιστούν το συγκεκριμένο βιβλίο του Φόκνερ έργο τομής όσον αφορά την τεχνική αλλά και τα συμβολικά νοήματα που αναδεικνύουν τα γλωσσικά παιχνίδια. Η υπόθεση, για μια ακόμα φορά, αναφέρεται στην παρακμή μιας αριστοκρατικής οικογένειας στον αμερικανικό Νότο και στην κλειστοφοβική, ασφυκτική ατμόσφαιρα η οποία δημιουργείται από την εξωτερική και εσωτερική παρακμή που διαπερνά κάθε αντίδραση και ανθρώπινο χαρακτήρα. Πρωταγωνιστές τα τρία αγόρια της οικογένειας με τη διαφορετική ιδιοσυγκρασία και τις αντίστοιχα διαφορετικές αντιδράσεις, η μαύρη οικονόμος αλλά και καίρια πρόσωπα, όπως η τολμηρή αδελφή, ένας φαινομενικά ήσσονος σημασίας χαρακτήρας που πάντα συνιστά το σημείο-κλειδί για την κατανόηση της ιστορίας. Ο «Αχός και το πάθος» είναι έργο που άλλαξε τα δεδομένα στον τρόπο αφήγησης, επηρεάζοντας τους επερχόμενους συγγραφείς αλλά και αυτό που συνέβαλε ώστε να δοθεί στον σπουδαίο Αμερικανό συγγραφέα το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1949.