ΑΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ ένα από τα τέσσερα πολύτιμα μυθιστορήματα που έγραψε ο Τζον Έντουαρντ Ουίλιαμς κατά τη διάρκεια της ζωής του, αυτό αναμφίβολα θα ήταν το Πέρασμα του Μακελάρη (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, Gutenberg). Γραμμένο πριν από τον Στόουνερ και προορισμένο να ξεπεράσει το είδος στο οποίο πολλοί έσπευσαν να το κατατάξουν –εν προκειμένω το γουέστερν–, είναι εκείνο το έργο που αποτυπώνει όλο το φάσμα της ανθρώπινης αγωνίας και δραστηριότητας, από την ανάγκη για επικράτηση και κυριαρχία έως την αναζήτηση του εαυτού και του υπερβατικού.
Ο περίτεχνος τρόπος που ο συγγραφέας σκιαγραφεί ένα εκλεπτυσμένο μυθιστόρημα στην καρδιά της Άγριας Δύσης του 1870, ανάμεσα σε τομάρια από βουβάλια, ξεριζωμένα εντόσθια και σκηνές ακραίας οδύνης, είναι μοναδικός σε ευρηματικότητα και ακρίβεια. Εκεί όπου άλλοι προσπαθούν να εξωραΐσουν, ο Ουίλιαμς στήνει το δικό του αριστούργημα με τα πιο αδιανόητα και αποτρόπαια υλικά.
Μοναδικός σκοπός η ανεύρεση της φύσης του ανθρώπου ή, τέλος πάντων, η ταύτιση με αυτό που ο καθένας ορίζει ως υπέρτατη αλήθεια. Γιατί η κόλαση είναι πάντοτε επίγεια και στημένη στην ψυχή του καθενός και στον ατελείωτο κύκλο της φύσης, όπως και ο παράδεισος μπορεί να ανιχνευθεί όχι σε κάτι εξωπραγματικό αλλά στο πρώτο κλωνάρι που θα ανθίσει με τον ερχομό της άνοιξης. Και όλα αυτά, ως αγροτόπαιδο με βαθιά γνώση του φυσικού στοιχείου, αλλά και ως σπουδαίος μυθιστοριογράφος, ο Τζον Ουίλιαμς τα ξέρει καλά.
Πολλοί κριτικοί θεώρησαν το «Πέρασμα του Μακελάρη» προοίμιο της «Καρδιάς του Σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντ ή των βιβλίων του Κόρμακ Μακάρθι, κατ’ ουσίαν, όμως, το βιβλίο με το οποίο συνομιλεί άμεσα είναι προφανώς ο «Μόμπι Ντικ».
Αν, λοιπόν, στον Στόουνερ ο πρωταγωνιστής εντόπιζε την υπέρτατη αλήθεια στην αποστολή της λογοτεχνίας, εδώ, με έναν σχεδόν αντίστροφο τρόπο, ο νεαρός Γουίλ Άντριους τη βρίσκει στην υπέρτατη αλήθεια της φύσης: για εκείνη αφήνει τα έδρανα του Χάρβαρντ, από το οποίο αποφοιτά, και μια καλή ζωή στη Βοστώνη, αναζητώντας την τύχη του στην άκρη του πουθενά, σε μια άγνωστη κωμόπολη του Κάνσας, που κατοικείται κυρίως από κυνηγούς, λαθρεμπόρους, πόρνες και πάσης φύσεως αρνητές του αστικού τρόπου.
Σε αυτό το κάπως απόκοσμο σύμπαν, που δεν ξέρει από αβρότητες, ο Άντριους συναντιέται με έναν παλιό γνώριμο του ιεροκήρυκα πατέρα του, τον τυχοδιώκτη μεταπράτη Τζ. Ντ. ΜακΝτόναλντ, που τον φέρνει σε επαφή με μια ομάδα κυνηγών. Αρχηγός της «ομήγυρης», την οποία συναντάει στο τοπικό σαλούν που «μύριζε αλκοόλ, κηροζίνη και ιδρώτα», ο ατρόμητος Μίλερ, βοηθός του ο μονόχειρας θρησκόληπτος Τσάρλι Χοτζ και πιστός συνεργάτης ο γδάρτης, ακραίος υλιστής Φρεντ Σνάιντερ.
Όλοι μαζί θα κινήσουν, κατόπιν της γενναίας χρηματοδότησης του νεαρού Άντριους, για την Άγρια Δύση με σκοπό το κυνήγι άγριων βουβαλιών. Παρακινημένοι από διαφορετικά κίνητρα ο καθένας, οι τρεις κυνηγοί και ο πρωταγωνιστής θα έρθουν σε επαφή με ακραία φαινόμενα, θα περάσουν από άγρια μέρη, αγωνιώντας ακόμα και για τα βασικά, όπως το νερό, και στο τέλος, μην προλαβαίνοντας τον χειμώνα που ενσκήπτει κάπως αιφνιδιαστικά, θα βρεθούν εγκλωβισμένοι, να παλεύουν με τις πιο άγριες συνθήκες.
Η απελπισία και το άγχος της επιβίωσης, η παραφορά και το μένος που επιδεικνύουν κατά την ανελέητη εξολόθρευση των κοπαδιών, η διαρκής πάλη και η πραγματική ενσωμάτωση με τα στοιχεία της φύσης, είναι κυρίαρχα στις εντυπωσιακές περιγραφές του Ουίλιαμς. Κυρίως όμως είναι η αναζήτηση της ουσίας, που τελικά ταυτίζεται, όπως σε όλα τα βιβλία του, με την αυτογνωσία, ξεπερνώντας τους όποιους χαρακτηρισμούς, περιγραφές και κατηγορίες.
«Σε αυτή την ελευθερία και την καλοσύνη, την ελπίδα και το σφρίγος που διαισθανόταν ότι ενυπήρχαν σε όλα τα γνώριμα πράγματα στη ζωή του, τα οποία με κανέναν τρόπο δεν θα χαρακτήριζες λεύτερα ή καλά, ούτε καν ελπιδοφόρα ή σφριγηλά» πόνταρε εξαρχής ο πρωταγωνιστής Άντριους, ο οποίος ενηλικιώνεται τελικά απότομα μέσα σε έναν χρόνο.
«Αυτό που επιζητούσε ήταν να βρει από πού πήγαζε ο κόσμος του και πώς θα τον προστάτευε, αυτός ο κόσμος που θαρρείς και δείλιαζε και απομακρυνόταν δρομαίος από την πηγή του, αντί να τη διερευνήσει πέρα για πέρα, όπως έκανε το χορτάρι στο λιβάδι ολόγυρά του, που άπλωνε τις ινώδεις ρίζες του στην πλούσια, σκοτεινή υγρότητα, στην Άγρια Φύση, κι έτσι χρόνο με τον χρόνο ανανεωνόταν».
Εν ολίγοις, ενώ όλοι έχουμε μάθει να βρίσκουμε το πνεύμα της λογοτεχνίας στους μεγαλόπνοους ήρωες, ο συγγραφέας του Στόουνερ εξακολουθεί να το ανιχνεύει στους ήπιους χαρακτήρες, αυτούς που δεν μπορεί αρχικά να χωνέψει το ανθρώπινο μάτι: πέρα απ’ όλες τις προσδοκίες, ο φαινομενικά ήσυχος και ντροπαλός Άντριους δεν αναζητεί την καταξίωση στο Χάρβαρντ αλλά στο ανελέητο κυνήγι των άγριων θηρευτών ή ακόμα και στον έρωτα μιας πόρνης, της Φρανσίν.
Με το παράδειγμά του προφανώς καταδεικνύει ότι με την απόλυτη έννοια δεν υπάρχουν ούτε ηθικοί ή ανήθικοι άνθρωποι ούτε μεγαλόπνοα ιδανικά ή δεδομένα, παρά μόνο μια διαδοχή εποχών και ανθήσεων. Το να ζεις τα πράγματα στην απόλυτη έντασή τους σημαίνει ότι αναλογίζεσαι τις ακραίες αντιδράσεις που προξενούν οι οριακές συνθήκες, ότι βρίσκεσαι σε διαρκή συνομιλία και διαπάλη με τα υπόλοιπα πλάσματα της φύσης, σε κάθε έκφραση και αντίδρασή τους, εν ολίγοις ότι διαθέτεις το απαραίτητο βλέμμα.
Προικίζοντας με αυτό το βλέμμα –και μοναδικό του όπλο– τον νεαρό πρωταγωνιστή του, ο Ουίλιαμς τον παρακολουθεί ως τριτοπρόσωπος παντοκράτορας αφηγητής, καθώς εμπλέκεται σε αυτόν τον στίβο απανωτών αιματηρών συγκρούσεων, στη διαρκή πάλη της φύσης με τον άνθρωπο, στον χορό ενός κόσμου που παραμένει τελικά ενιαίος, παρά την πολύμορφη εικόνα και υφή του.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι, σε αντίθεση με βιβλία που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του ’60, οπότε εκδόθηκε το Πέρασμα του Μακελάρη, και εστίαζαν κατά κόρον στη μάχη του ατόμου με την οικογένεια, στην αναζήτηση του αμερικανικού ονείρου ή στον αστικό τρόπο ζωής, ο Ουίλιαμς, με μια απρόσμενη μετατόπιση που μάλλον του στέρησε αναγνώριση και δημοφιλία, επιστρέφει στην πλέον άγρια όψη της Αμερικής, που, αν έχει έναν σκοπό, είναι η ίδια η επιδίωξη της απομυθοποίησής της.
Αλλά αυτό ενέχει την ακόλουθη αποδόμηση του προσώπου: όπως ο αυτοκράτορας του βιβλίου Αύγουστος, έτσι και ο Άντριους δεν είναι τελικά παρά άλλος ένας νομάς που επιζητά να αποσυνθέσει τον ίδιο του τον εαυτό, αποκτώντας ταυτότητα όταν η φύση απειλεί να τον εκμηδενίσει – αφότου έχει καταφέρει να γδάρει όπως πρέπει τα τομάρια των βουβαλιών, να νικήσει τη βρόμα και την ταγκίλα, που γίνονται δεύτερο δέρμα του, να φάει ωμά συκώτια και να αντέξει σε οριακές θερμοκρασίες. Αμφότεροι Αύγουστος και Άντριους δεν είναι παρά περιπλανώμενοι σε διαφορετικά σημεία του σύμπαντος που δοκιμάζουν κάθε εμπειρία, σκορπίζοντας εσκεμμένα την προσωπική τους ταυτότητα, φλερτάροντας διαρκώς με το μηδέν.
Ίσως γι’ αυτό πολλοί κριτικοί θεώρησαν το Πέρασμα του Μακελάρη προοίμιο της Καρδιάς του Σκότους του Τζόζεφ Κόνραντ ή των βιβλίων του Κόρμακ Μακάρθι, κατ’ ουσίαν, όμως, το βιβλίο με το οποίο συνομιλεί άμεσα είναι προφανώς ο Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ.
Μοιάζοντας με τα σαλεμένα μέλη του πληρώματος του Πίκοουντ, οι τέσσερις κυνηγοί δεν σταματούν ακόμα και όταν τα σημάδια της φύσης τούς υπαγορεύουν το αντίθετο, ενώ το κυνήγι, όπως στον Μόμπι Ντικ, είναι απλώς η αφορμή για να ξεδιπλωθεί ένα μυθιστόρημα ταυτότητας, ένα ταξίδι της ύπαρξης κόντρα στα αστόχαστα δεδομένα μιας φαινομενικής ανυπαρξίας. Η μοναχικότητα του ανθρώπου απέναντι σε ό,τι τον ξεπερνά και το ασυγκράτητο πάθος που καθορίζει κάθε του υπερβατική κίνηση είναι και εδώ κυρίαρχα, όπως και το ασυμφιλίωτο μεταξύ της λαχτάρας για επικράτηση και της ψυχραιμίας της γνώσης, όλα αυτά που ξεχωρίζουν έναν ήρωα που στοχάζεται, νιώθει και επεξεργάζεται το καθετί και δεν μένει αδιάφορος στις εξωτερικές σημάνσεις.
Προς το τέλος του βιβλίου υπάρχει μια ακριβής περιγραφή όλων όσα διαφοροποιούν τον Άντριους από τους υπόλοιπους και είναι ακριβώς τα ίδια που μετατρέπουν τον καπετάνιο Αχαάβ σε ένα ατελείωτο κοσμοείδωλο της ίδιας της έννοιας του ανθρώπου: δεν είναι μόνο αυτοί που μάχονται ό,τι τους ξεπερνά αλλά κι εκείνοι που του δίνουν σημασία με τις πράξεις τους. Είτε σε ταύτιση είτε σε διάσταση με τον κόσμο, σημασία έχει να μπορέσεις να του δώσεις εκ νέου το νόημα που του λείπει, όπως κάνει ο Ουίλιαμς με αυτό το εντυπωσιακά υπερβατικό μυθιστόρημα.
Οι μοναδικές ενστάσεις που ίσως έχουμε αφορούν τη μετάφραση, συγκεκριμένα την αναχρονιστική και προφορική απόδοση ορισμένων λέξεων (π.χ. «αποσώνει», «στέγνια» ή «φτερακίσουν»), που μοιάζει μάλλον να καταστρέφει τις περίτεχνες περιγραφές του Ουίλιαμς ή τουλάχιστον να απάδει προς τον ρυθμό τον οποίο δείχνει να αφουγκράζεται η σπουδαία, κατά τα άλλα, μεταφράστρια Αθηνά Δημητριάδου.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.