Το πλήρωμα του χρόνου

Το πλήρωμα του χρόνου Facebook Twitter
1

Κωστής ΠαπαγιώργηςΚάθε ζωντανός μοιάζει να κυνηγιέται από την άγνωστη μοίρα του, αυτή που, όταν επιτέλους τον συναπαντήσει, δεν συγχωρεί. Και ο θάνατος κάνει τη δουλειά του τέλεια, μαστορικά. Ο νεκρός δεν έχει κανένα ψεγάδι. Είναι απολύτως νεκρός. Κουφάρι πέρα για πέρα, στον αιώνα τον άπαντα. Άνθρωπος χωρίς ανάσα, αίμα κομμένο, μάτια βασιλεμένα πάνω από ένα σφιγμένο στόμα. Πού να 'ναι, άραγε, τα λόγια και τα έργα του; Αυτό το απλησίαστο που δεν ησυχάζει ποτέ μέσα στον ζωντανό; Όταν είναι δικός μας, ο νεκρός δίνει πλήθος σκληρά μαθήματα. Σαν πύρινη ρομφαία που διαπερνά την καρδιά, το ασάλευτο πτώμα αναστατώνει γύρω του τα πάντα καθώς εισάγει αναπάντεχα λίγη ανεπιθύμητη αιωνιότητα μέσα στο σπίτι. Κατά μία έννοια, σημαίνει το τέλος του κόσμου, το πλήρωμα του χρόνου. Η αγαπημένη κεφαλή δεν στρέφει πια, δεν είναι εκεί για κανέναν. Πλάι στα μαλακά μαξιλάρια, στο ψωμί και στο νερό, πλαγιάζει παγερά η άλλη πλευρά του χρόνου, ο τρόμος της οικογένειας με τη μορφή του αδιανόητου. Στο μάκρος του βίου μάς τυλίγουν συχνά απόκοσμες σκιές. Ένα τετράποδο μπορεί να μιλάει σαν άνθρωπος, πάνω σε ένα πρόσωπο διαβάζουμε ένα άλλο πρόσωπο, όπως και ένα γυαλί που πέφτει και τσακίζεται μπορεί να τραυλίζει το ανερμήνευτο.

Ανοίγοντας την ποιητική συλλογή του παλιού φίλου Αντώνη Ζέρβα, ο οποίος έχασε τη γυναίκα του, το πρώτο που αποδεχόμαστε είναι η σκέψη ότι, μπροστά στο νεκρό έτερον ήμισυ, πάσα προσποίηση είναι περιττή και αζήτητη. Οι κοινές λέξεις δεν λάμπουν, δεν έχουν νόημα, οπότε μόνο ένας ψαλμός θα μπορούσε να δανείσει το εύρος του στην αυταπάτη της μύχιας επαφής. «Μοιάζει σαν αγία, είπαν μόλις ξεψύχησες, με την πλάτη στο γειρτό μαξιλάρι. Ψάχνω το πόδι σου με το πόδι μου, / ξαπλωμένος στο υπέρδιπλο κρεβάτι μας, / Μα και η μνήμη συνήθεια είναι».

Η τέχνη του Ζέρβα αφορά τη διάσωση του βιώματος μέσα από μια σειρά αφαιρέσεις, οι οποίες τελικά φτάνουν σε ένα όριο που δεν ξεπερνιέται. «Ο χωρισμός μας ήταν μάλλον κωμικός. Έφυγα για να σου φέρω την τελευταία φορεσιά, κι έφυγες χωρίς να χαιρετήσεις, καρτερώντας στις τέσσερις Μαΐου δύο χιλιάδες δώδεκα λίγο πριν τις δώδεκα τη νύχτα»

«Βήχω και πετιούνται κομματάκια φάρυγγα, / Τα μάτια μού είναι ανυπόφορα, / Δεν μπορώ να μείνω μόνος, / κανέναν δεν αντέχω / Θέλω να σε θυμάμαι / με ζεματάει η μνήμη / Ο τάφος, τίποτα δικό σου / μα είσαι μέσα.
Ποτέ σου δεν θα μάθεις ότι πέθανα».

Ο Ζέρβας μοιάζει να συντηρεί τη σωτήρια αυταπάτη ότι η αγαπημένη γυναίκα εξακολουθεί να ζει και να παρακολουθεί τον άλλο εαυτό της μέσα από τις κινήσεις του. Με άλλα λόγια, η σύζυγος δεν έχει κόψει ακόμα τους δεσμούς με την πραγματικότητα και την οικογένεια, έστω και ως αγαπημένη σκιά επιμένει να βλέπει χωρίς να τη βλέπουν, γι' αυτό άλλωστε υπαγορεύει τους σπασμούς του πένθους στον σύζυγο.

«Μαζί με το κλειστό δωμάτιο / πάει κι η παλιά φιλοδοξία / Κάθε πρωί ο ίδιος τρόμος: / ποιο δρομολόγιο θ' ακολουθήσω. / Νόμιζα πως σ' οδηγούσα / και να που μ' έριξες μονάχο / σ' ό,τι πολέμαγα να φύγω / μέσα στον χρόνο».

Όλες οι αναφορές του Ζέρβα φαίνεται πως εκμεταλλεύονται το βήμα πριν από τη σιωπή. Θέλει να μιλήσει με την αποθανούσα, να στήσει ένα μονομερές εσωτερικό κουβεντολόι, παίρνοντας άδεια από το θανατικό. Ένα από τα τρομερά σύνδρομα του πενθούντος είναι και η ενοχή ότι το αγαπημένο πρόσωπο στέκει άψυχο και αμίλητο, ενώ ο πενθών εξακολουθεί να παίζει την τραγικο-κωμωδία του ζωντανού που παραφέρεται πασχίζοντας να ακυρώσει την αμετακίνητη πραγματικότητα. Ο ζωντανός μετέρχεται όλα τα ευλαβικά μέσα της εθελοτυφλίας για να υποστηρίξει τον ευγενικό του διάλογο. Οδεύοντας προς το νεκροταφείο, είναι ο κύριος συνοδός και συνάμα ο επισκέπτης των επισκεπτών. Δεν γίνεται, με άλλα λόγια, να στερηθεί τη μύχια αυταπάτη ότι κρυφοαφουγκράζεται με μια βαθύτερη ακοή, με κάτι το άταφο που, έστω δυνάμει της παρελθούσας ζωής, μπορεί να τον παρακολουθεί και να τον κρυφονιώθει. Πράγματι, ο νεκρός «μας βλέπει». Δεν μας αφήνει από τα μάτια του.

Αντώνης Ζέρβας - Μερησαήρ, Μερησαήρ..., Ειρμοί νεκρώσιμοι. Εκδόσεις Μελάνι. Σελ.: 100. Τιμή: €10,00 

Είναι γεγονός ότι ο πεθαμένος δεν αποσύρεται εύκολα. Κατεξοχήν νυκτόλαλος και νυκτοβάτης, χρονοτριβεί χαρακτηριστικά στα παροράματα και παρακούσματα των ζωντανών. Η ηχώ των λόγων του –ειδικά στα όνειρα– κάνει τους οικείους να αυτιάζονται και να μαντεύουν με μειωμένο αυτοέλεγχο ένα φάντασμα εν μέσω ζώντων. Πιστή στην αλληλουχία και τη διάρκεια, η ζωή απεχθάνεται το αναπότρεπτο. Ευνοεί τις ανεπαίσθητες μεταβάσεις, όπως η ανήλικη κόρη χάνεται μέσα στη μεστωμένη γυναίκα ως διά χρόνιας μαγείας, όπως οι ηλικίες του ανθρώπου έρχονται και αναχωρούν ακροποδητί σαν μια σειρά βραχυπρόθεσμων μετενσαρκώσεων. Ο νεκρός μπορεί να μετώκησε εν ακαρεί, αλλά ο ζωντανός θα χρειαστεί μήνες και χρόνια για να εγκολπωθεί τη ριζική απομάκρυνση από το οικογενειακό σπίτι.

Πράγματι, το σπίτι βρίθει από ανάλογα ράκη, που με τον καιρό καταντούν αφόρητα παροράματα. Στους μυχούς του οίκου έχει αποταμιευτεί πολλή από την απολεσθείσα θέρμη του τεθνεώτος. Στις επιφάνειες των πραγμάτων καθυστερούν, ψυχαναγκαστικά, σπαράγματα του παρελθόντος. Ο ζωντανός μοιάζει να περιστοιχίζεται από άναυδους μάρτυρες που ανακαλούν τη φευγάτη παρουσία με δυσνόητους μαγνητισμούς. Ενδύματα που δεν λένε να σωπάσουν, προσωπικά αντικείμενα που αίφνης δεν ανήκουν σε κανέναν. Αφού κάθε πράγμα διασώζει κάτι από την παρουσία του χαμένου, ο ζωντανός έχει την ευλαβική ψευδαίσθηση ότι διά των αντικειμένων επαναφέρει κάτι από το πολυαγαπημένο πρόσωπο. Οι μεγάλες συμφορές έχουν πάντα κάτι το νευματολατρικό και το φυρόμυαλο. Έτσι, αθροίζουμε πράγματα για να ξαναβρούμε μια ακέραιη στιγμή ζωής, μετατοπίζουμε με παλμό καρδίας ένα πανωφόρι, σταθμίζουμε τα παλιά και τα νέα κάδρα στους τοίχους...

Γράφει ο Ζέρβας: «Όλα είναι έξω σ' ένα μέσα / όπου παίζονται / όσα σκέπτομαι και νιώθω / ατέλειωτα μα στιγμιαία / χωρίς να συμμετέχω. / Στον ύπνο, το δικό μου / γίνεται πιο δικό μου / και πιο ξένο ταυτοχρόνως. / Όλα μου φαίνονται μια φρεναπάτη / τόσο δυναστική όσο και το κουφάρι / της μέρας και της νύχτας / του έξω και του μέσα. / Ζούμε ξανά τα ίδια, χωρίς Θεό.

Μετά το πένθος, η σοφία / λένε σε πείσμα του Αχιλλέα. / Κανένας δεν σ' απήγαγε / πού να σε ψάξω; / Κανένας δεν σε σκότωσε / ποιον να εκδικηθώ; / Έφυγες σύμφωνα με τον νόμο / με τα επίσημα χαρτιά / Έπρεπε να πεθάνεις για να δω / μες στα πανιά του κλάματος / πως θριαμβεύει η ζωή / σαρώνοντας το κάθε μέσα / Η τρέλα αρχίζει / σαν γίνει αντεραστής ο Χάρος.

Πόσο γλυκά και ήρεμα / φεύγεις απ' το μυαλό μου, αγαπούλα μου, / λες και ποτέ δεν έζησες κοντά μου, / ποτέ δεν σε φαρμάκωσε η φωνή μου.

Σώπασες σαν τον άνεμο που χτες ακόμα / τράνταζε πόρτες και παράθυρα / οι σύρτες κόλλαγαν, αγανακτούσα κι έψελνα / δεν πρόφταινα να κλείνω.

Του χρόνου δεν θα ξέρω καν / πότε και πού σε θάψαν / αν ζήσαμε δεν ζήσαμε μαζί / αν ήμουν μάνα ή γιαγιά μου.

Δεν ξέρω καν πού έβαλες τη βέρα / τη μέρα που είπες να την κόψουν / και μου ραψαν το χέρι, / το χέρι που θα σου 'κλεινε τα μάτια.

Μα κι αν ανασταινόσουν τώρα / θ' αρχίζανε τα ίδια πάλι, / θα βλαστημούσα το παρόν / που ρήμαζε την παρουσία.

Ιδού λοιπόν / μες στην παλιά νεκρόπολη των στίχων / το πένθος της αγάπης μου / είναι κάτι το ιδιωτικό / και μάλιστα παρωχημένο, σαν τους στίχους. / Δεν κάνουν λόγο για προγόνους / και άρα ούτε για τους απογόνους / είναι σαν να διαλέξανε την έρημο / όπου χωνεύθηκαν τα νέα / της ηδονής και της οδύνης. / Κάθομαι πάλι ανάμεσα στις πλάκες / στους κύκλους των προγόνων / και ξανακούω στη σιωπή σου / σύσσωμη την αρχαιότατη φωνή: / «Πάτριος θεός ή τίποτα» / Τίποτα, γλυκιά μου. Τίποτα / απ' όσα ξέραμε και ξέρω»

Θα έλεγε κανείς ότι η σύζυγος και ο σύζυγος πήγανε μαζί με μια καμπάνα, όπως έλεγαν οι παλιοί. Τουλάχιστον, έστω για μια στιγμή, αυτό ισχύει για το πένθος και για το αποκάρωμα μπροστά στον νεκρό. Αφού όμως η ζωή είναι ανεξήγητη χαρτορίχτα που μοιράζει τον χρόνο κατά βούληση, ο ζωντανός –έστω κι αν τρέμει μήπως το σύμπαν πέσει πάνω και τον πλακώσει– μετατρέπει τη μνήμη του σε σκοτεινή αγιότητα, ιδρύει μια σχέση εξ απορρήτων με τον βαθύτερο εαυτό του, το σκάει μέσα στον χρόνο έστω και ερήμην του χρόνου, κάνοντας ποιητικό χαρακίρι.

Φιδάκι τρώει τα μάτια της
Σκουλήκι τα μαλλιά της
Μα της ψυχής το βάσανο
Ταΐζει τη μιλιά μου.

Χωρίς καμιά αμφιβολία ο πενθών  αποκτά δεύτερη ψυχή, αποδέχεται τις ριπές της τρέλας, κι αφού η ποίηση είναι ψάρι φωτοβλέφαρο, θυμίζει μάτι όπου ρέει το δάκρυ του χρόνου κι έτσι γεμίζει η γκλάβα μας.

Βιβλίο
1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Βιβλίο / Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Μια διαφωτιστική συζήτηση με τον γνωστό δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω και συγγραφέα με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του ΛΟΑΤΚΙ + Δικαιώματα & Ελευθερίες (εκδ. Σάκκουλα), ένα μνημειώδες όσο και πολύτιμο βοήθημα για κάθε ενδιαφερόμενο άτομο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βασιλική Πέτσα: «Αυτό που μας πάει μπροστά δεν είναι η πρόοδος αλλά η αγάπη»

Βιβλίο / Η Βασιλική Πέτσα έγραψε ένα μεστό μυθιστόρημα με αφορμή μια ποδοσφαιρική τραγωδία

Η ακαδημαϊκός άφησε για λίγο το βλέμμα του κριτή και υιοθέτησε αυτό του συγγραφέα, καταλήγοντας να γράψει μια ιστορία για το συλλογικό τραύμα που έρχεται να προστεθεί στις ατομικές τραγωδίες και για τη σημασία της φιλικής αγάπης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μιχάλης Γκανάς: Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

Απώλειες / Μιχάλης Γκανάς (1944-2024): Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

«Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής». Ο σημαντικός Έλληνας ποιητής έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Βιβλίο / «Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Μια αναδρομή στην έξοχη, προκλητική όσο και «προφητική» νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην οποία βασίστηκε η πολυαναμενόμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που βγαίνει σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Βιβλίο / Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ και επιμελητής του τρίτομου έργου του ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, εξηγεί γιατί πρόκειται για ένα κορυφαίο σύγγραμμα για την εποχή που καθόρισε την πορεία του έθνους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ