Σέιμους Χίνι
Το υπουργείο του τρόμου
Τουλάχιστον, όπως έλεγε ο Καβάνα, ζήσαμε
Σε σημαντικά μέρη. Ο μοναχικός γκρεμός
του Κολεγίου "΄Αγιος Κόλουμπ", όπου υπηρέτησα
Για έξι χρόνια, είχε θέα προς το Μπογκσάιντ σου.
΄Εμπαινε η ματιά μου σε νέους κόσμους: τα φλεγόμενα
λαρύγγια
Του Μπραντυγουέλλ, το σκυλοδρομιό του πλημμυρισμένο
φώτα,
Τον μηχανικό λαγό να παίρνει μπρος. Την πρώτη βδομάδα
Είχα τέτοια νοσταλγία για το σπίτι μου που ούτε τα
μπισκότα
που μου είχαν αφήσει για να μου γλυκάνουν την εξορία δεν
μπορούσα να φάω.
Τα πέταξα πάνω απ' τον φράχτη μια νύχτα
Του Σεπτέμβρη του 1951
΄Οταν τα φώτα των σπιτιών στην οδό Λέκυ
΄Ησαν σαν κεχριμπάρια στην ομίχλη. Στα κλεφτά
Τα πέταξα.
΄Επειτα Μπέλφαστ, και μετά Μπέρκλευ.
Και τα δυο πολύ σικ,
Πρώτες απόπειρες με τους στίχους όσο να γίνουν
Ολόκληρη η ζωή: από φουσκωμένους φακέλους που φτάνουν
Την εποχή των διακοπών ως τις ολιγοσέλιδες συλλογές
Σταλμένες με "τους χαιρετισμούς του συγραφέα".
Εκείνα τα χειρόγραφα ποιήματα , που τα ξεκόλλαγες απ' τη
συρμάτινη ράχη
Των σχολικών τετραδίων σου, με γέμιζαν απορία:
Φωνήεντα και ιδέες πέφτανε βροχή
΄Οπως οι σπόροι από τις συκομουριές μας.
Προσπάθησα να γράψω για τις συκομουριές
Κι εφεύρα μια ρίμα με προφορά του Σάουθ Ντέρυ
΄Οπου το α ομοιοκαταληκτεί με το ου.
Αυτές οι βουνίσιες μπότες με τα χοντρά καρφιά,
Θεέ μου, πως καταπατούσαν το λεπτό
Γκαζόν της ορθοφωνίας.
΄Αλλαξαν
Οι προφορές μας; "Οι καθολικοί γενικά δεν μιλούν
Τόσο καλά όσο οι φοιτητές απ' τα προτεσταντικά σχολειά".
Τα θυμάσαι όλα αυτά; Κατωτερότητας
Συμπλέγματα, υλικό για όνειρα ,
"Πώς είναι τ' όνομά σου , Χήνυ:
"Χήνυ , πάτερ".
"΄Εχει
Καλώς".
Την πρώτη μου μέρα, ο δερμάτινος βούρδουλας
΄Επαθε επιληπτική κρίση στην Μεγάλη αίθουσα,
Κι αντηχούσε το βίτσιμα πάνω απ' τις κεκλιμένες κεφαλές
μας,
Εγώ όμως εξακολουθούσα να γράφω στο σπίτι ότι του
οικότροφου η ζωή
Δεν ήταν και τόσο κακή, δειλιάζοντας, ως συνήθως, να πω την
αλήθεια.
Στις μεγάλες διακοπές, τότε, ξαναγύριζα στη ζωή
Στων φιλιών το πίσω κάθισμα της ΄Ωστιν 16
Παρκαρισμένη στο υπόστεγο, με τη μηχανή αναμμένη,
Τα δαχτυλά μου γαντζωμένα σαν τον κισσό στους ώμους της
Και το φως που την περίμενε αναμμένο στην κουζίνα .
Κι επιστρέφοντας στο σπίτι, με του καλοκαιριού
Την ελευθερία να σιγοσβήνει νύχτα με τη νύχτα, τον αέρα
Γιομάτο φεγγαρόφωτο και άρωμα σανού, οι πολισμάνοι
Σείοντας τους βαθυκόκκινους φακούς τους, να μαζεύονται γύρω
Απ' το αυτοκίνητο σαν μαύρο κοπάδι, να ρουθουνίζουν και
Με τη μύτη του όπλου στο μάτι μου:
"Πως ονομάζεσαι , οδηγέ;"
"Σέιμους ..."
Σέιμους;
Mια φορά διάβασαν τα γράμματά μου σ' ένα μπλόκο στον
δρόμο
Και φώτισαν με τους φακούς τους τα ιερογλυφικά σου,
"Ευκίνητες εκφάνσεις" με περίτεχνο γραφικό χαρακτήρα.
Το ΄Ωλστερ ήταν βρετανικό, αλλά χωρίς δικαίωμα στην
Αγγλική λυρική ποίηση: oλογυρά μας , κι ας μην
Το λέγαμε με τ' ονομά του, το υπουργείο του τρόμου.
Μετάφραση : Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Ονειρο Ζήλιας
Περπατούσα μ' εσένα και μια φίλη σε πάρκο πυκνοφυτεμένο το γρασίδι ψιθυρίζοντας
διέτρεχε με τα δάχτυλά του τη γεμάτη εικασίες σιωπή μας
και τα δέντρα δημιουργούσαν ένα σκιερό
απρόσμενο ξέφωτο όπου καθίσαμε.
Η ειλικρίνεια πιστεύω του φωτός μάς συντάραξε.
Μιλούσαμε για το τι σημαίνει να ποθείς και να ζηλεύεις,
η συζήτησή μας ένα άνετο φόρεμα,
ή ένα λευκό τραπεζομάντηλο που απλωνόταν
σαν βιβλίο καλών τρόπων στην άγρια φύση.
''Δείξε μου'', είπα σ'αυτήν που μας συνόδευε,
αυτό που τόσο λαχταρώ, το μοβ αστέρι του στήθους σου''.
Κι εκείνη δέχτηκε. Αχ,ούτε οι στίχοι αυτοί
ούτε η περίσκεψή μου,αγάπη,μπορούν να γιατρέψουν
το πληγωμένο βλέμμα σου.
(Μετάφραση :Χάρης Βλαβιανός)
Η Λεύκα
Ο αγέρας σείει τη μεγάλη λεύκα , επαργυρώνοντας
Το δέντρο ολάκερο με μια πνοή .
Ποια ζυγαριά λαμπρή γκρεμίστηκε κι άφησε τούτη τη
βελόνα να τρεμοπαίζει ;
Ποιές φορτωμένες πλάστιγγες ατύχησαν ;
Η αμμουδιά
Ούτε τα ίχνη που' κανε του κύρη μου η μελία
Στην αμμουδιά του Σάντυμαουντ
Δεν θα τα σβήσει η φουσκοθαλασσιά .
Η Στάμπα
Ποιός χάραξε στη στρογγυλή τη στάμπα του βουτύρου
΄Εναν στάχυ σίκαλης , ψιλοδουλειά , γεμάτο σκλήθρες και
λεπίδες ;
Γιατί το βούτυρο το μαλακό να φέρει τέτοιο όργανο οξύ
Σα νά 'χε γδαρθεί το στήθος του από γυαλιά σπασμένα ;
΄Οταν ήμουν μικρός , κατάπια έναν αθέρα σίκαλης .
Ο λαιμός μου ήταν σαν σπαρτό πού τό ' πιασε δρεπάνι .
΄Ενοιωσα την άκρη του να γλιστρά και την αιχμή να
μπήγεται βαθιά
΄Ωσπου , σαν έβηξα και έβηξα ξανά και τελικά εβγήκε ,
Βγήκε κι ανάσα δροσερή , εωθινή , τόσο αιφνίδια και καθαρή
Λες και ανέπνεα αιθέρια παραδείσου
΄Οπου η Αγαθή , θεραπευμένη μετά από το μαρτύριο ,
κοιτάζει
τη λεπίδα όπως εγώ κοιτούσα τον αθέρα .
(Μετάφραση: Θεοδόσης Νικολάου)
Τα έργα είναι του Ιρλανδού ζωγράφου FRANK McKELVEY 1895 - 1974
*****
σχόλια