ΑΠΕΙΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ γύρω από το έργο του Σαίξπηρ, ακόμα περισσότερες οι μελέτες, αλλά ελάχιστες οι επιβεβαιωμένες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του και την άμεση σύνδεσή τους με το έργο του.
Σε αυτήν ακριβώς την παραδοχή στηρίζει ο Μπιλ Μπράισον την άκρως ενδιαφέρουσα βιογραφία του Σαίξπηρ - Όλη η αλήθεια για τη ζωή του, η οποία επανακυκλοφορεί ύστερα από καιρό από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Ελένης Βαχλιώτη. Με τρόπο απλό και άμεσο, απευθυνόμενος σε όλους τους αναγνώστες και έχοντας κάνει ουσιαστική έρευνα με σεβασμό στις πηγές, ο Βρετανός ιστορικός και δημοσιογράφος αναλαμβάνει να ρίξει φως στις παρερμηνείες γύρω από τη ζωή και το έργο του Σαίξπηρ, επικυρώνοντας τα ασφαλή συμπεράσματα και αντικρούοντας τις όποιες θεωρίες συνωμοσίας. Και αυτές δεν αφορούν μόνο το έργο του αλλά κυρίως τις αθέατες όψεις του βίου του.
Γιατί μπορεί σήμερα η καθολική αποδοχή του Σαίξπηρ να είναι μεγαλύτερη από ποτέ, καθώς τα έργα του διατηρούν την απαράμιλλη, αιώνια ισχύ τους, αλλά η αναγνώρισή τους δεν ήταν καθόλου δεδομένη στην αρχή. Ίσως έπρεπε να έρθει ο αιώνας των Ρομαντικών, οι οποίοι υιοθέτησαν αυτόχρημα τον Σαίξπηρ ως οικεία τους αναφορά, για να αναλυθεί ουσιαστικά.
Στη βικτοριανή περίοδο ο Σαίξπηρ ήταν πλέον ο ποιητής των ποιητών για τους Βρετανούς, για να φθάσουμε στον εικοστό αιώνα, οπότε οι μελετητές έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη λογοτεχνική του αξία, με αποκορύφωμα τον Χάρολντ Μπλουμ που του παραχώρησε την πρώτη θέση στην ομάδα των ποιητών όλων των εποχών, λέγοντας πως η γλώσσα του δεν μοιάζει με καμία άλλη.
«Στον Σαίξπηρ υπάρχει το ξάφνιασμα μιας γλωσσικής τέχνης μεγαλύτερης και σαφέστερης από οποιαδήποτε άλλη, μιας τέχνης τόσο πειστικής που νομίζεις ότι δεν είναι τέχνη, αλλά κάτι που ανέκαθεν υπήρχε», γράφει χαρακτηριστικά ο Χάρολντ Μπλουμ στον Δυτικό Κανόνα του (μτφρ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, εκδ. Gutenberg).
Παρότι ο Σαίξπηρ υπερτερεί παρασάγγας του συγκαιρινού του, διάσημου τότε Μάρλοου Ντέιβιντ Ριγκς, αν είχε πεθάνει όπως εκείνος στα τριάντα του χρόνια, δεν θα είχε προλάβει να γράψει κανένα από τα κορυφαία έργα του που τον έκαναν να διαφέρε.
Ωστόσο ο Μπιλ Μπράισον, αποφεύγοντας τα όποια συμπεράσματα αναφορικά με τη λογοτεχνική ερμηνεία της ποίησης του Σαίξπηρ και σε αντίθεση με τους υπόλοιπους βιογράφους του, όπως ο κορυφαίος Στίβεν Γκρίνμπλαντ, ο Φρανκ Κερμόουντ και ο Πίτερ Ακρόιντ, αποφεύγει σχολαστικά τη σύνδεση του βίου με το έργο του συγγραφέα, εμμένοντας αποκλειστικά στις πρωτογενείς πηγές και στα αποκωδικοποιημένα αρχεία αναφορικά με τον βίο και την εποχή του.
Οπότε τι ξέρουμε πραγματικά για τον Σαίξπηρ; Ελάχιστα, επιμένει ο Μπράισον, αλλά αρκετά για να μελετήσουμε τα δεδομένα της ελισαβετιανής εποχής και να διαπιστώσουμε, τηρουμένων των αναλογιών, πόσο επαναστατική και ρηξικέλευθη ήταν η σκέψη του. Εκτός του ότι άλλαξε για πάντα τη γλώσσα που μιλιόταν τότε, νομιμοποιώντας την αγγλική έναντι των λατινικών, που ήταν η επίσημη γλώσσα των διανοουμένων, επέβαλε διαφορετικό ρυθμό στην ποίηση, υιοθέτησε έναν καινοφανή νατουραλισμό, ενώ εισήγαγε επαναστατικές μεθόδους στον τρόπο σκηνοθεσίας και παρουσίασης των έργων του.
Μέχρι να εμφανιστεί ο Σαίξπηρ, ο οποίος ήξερε καλύτερα απ’ όλους ότι όλος ο κόσμος δεν είναι παρά μια απέραντη σκηνή που διέκρινε τις αντιφάσεις των ρόλων και των προσεγγίσεων, το θέατρο ήταν στατικό και οι χαρακτήρες (σχεδόν) δεδομένοι.
Ενδεχομένως, λοιπόν, η επιμονή του να παραμείνει κρυμμένος από τον δημόσιο βίο και αθέατος εξηγείται από την ειλημμένη από νωρίς απόφασή του να επενδύσει κάθε σπιθαμή του ταλέντου και του χρόνου του στην τέχνη του. Ανεξάρτητα από το αν έζησε για κάποιο διάστημα των λεγόμενων «Χαμένων Χρόνων», δηλαδή από το 1585 ως το1592, δηλαδή λίγο προτού τον δούμε μετεγκατεστημένο από το Στράτφορντ στο Λονδίνο, αν ταξίδεψε σε πόλεις της Ιταλίας ή αν κατέφυγε στη βόρεια Αγγλία, στο Λάνκαστερ, ως κυνηγημένος από τους αντιφρονούντες καθολικός, το σίγουρο είναι ότι ήταν πάντα αφοσιωμένος με απόλυτο τρόπο στο γράψιμο και το θέατρο.
Ή, καλύτερα, όπως επισημαίνει και ο Μπράισον, ήταν όσο έπρεπε διανοούμενος, άνθρωπος της περιπέτειας και της σάρκας. Και σίγουρα δεν «θα μπορούσε να διαλέξει καλύτερη εποχή για να ενηλικιωθεί», αφού τότε είχαν αρχίσει να χτίζονται ελεύθερα θέατρα στο Λονδίνο, έστω και εξοστρακισμένα από την πόλη, μαζί με τους οίκους ανοχής, τις φυλακές, τις πυριτιδαποθήκες και τα βυρσοδεψεία με την απίστευτη δυσοσμία. Από αυτόν τον αμφιλεγόμενο κόσμο ξεπηδούσε, άλλωστε, το θέατρο και το ελεύθερο πνεύμα του Σαίξπηρ ήξερε να τον εκφράζει καλύτερα από τον καθένα.
Γι’ αυτό, ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος υπήρξε καθολικός, όπως φημολογείται ότι ήταν ο πατέρας του, βαθιά άθεος, παγανιστής ή με έναν παράδοξο τρόπο θρησκευόμενος, το βέβαιο είναι ότι κανείς δεν κατάφερε να βάλει καμία ταμπέλα κάτω από το ονοματεπώνυμο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
Ο όμορφος νέος με το σκουλαρίκι στο αυτί, ενδεικτικό του ελεύθερου φρονήματός του, μελέτησε καλύτερα από τον καθένα την ανθρώπινη φύση, κάνοντας όλους τους μελλοντικούς ερευνητές του, συμπεριλαμβανομένου του Μπιλ Μπράισον, να αναρωτιούνται αν όντως υπήρξε φιλόστοργος οικογενειάρχης ή αν παντρεύτηκε από ανάγκη, αν αγάπησε άλλες γυναίκες ή αν ήταν ομοφυλόφιλος, όπως προφανώς αποδεικνύουν οι αφιερώσεις στον ευγενή κόμη σε μερικά από τα κορυφαία σονέτα του.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει, εκτός από τον ίδιο τον σκοτεινό τροβαδούρο που περιέπλεξε τους ρόλους με την ίδια ευκολία που ανακάτεψε τα φύλα, όντας ένα απόλυτα ελεύθερο πνεύμα που δεν χώρεσε σε καμία βεβαιότητα και σε κανένα ασφαλές συμπέρασμα.
Όσο για την προβληματική και αμφιλεγόμενη ερμηνεία μερικών από τους στίχους του, προφανώς είναι αντίστοιχη της βαθιάς συνειδητοποίησης της αβεβαιότητας των πράξεων της ανθρώπινης φύσης και του μεγαλείου των τραγικών ηρώων που χαρακτηρίζουν τα έργα του.
Η «καρδιά τίγρης τυλιγμένη μέσα σε δέρμα ηθοποιού», στίχος από το τρίτο μέρος του Ερρίκου ΣΤ’, προφανώς αναφέρεται στην πυρακτωμένη προσωπικότητα του ίδιου του Σαίξπηρ, ο οποίος, όποιος και αν ήταν στην πραγματικότητα, ως ποιητής ήταν σίγουρα μεγαλειώδης.
Συμπερασματικά μιλώντας, η αξιομνημόνευτη βιογραφία του Μπράισον μπορεί να αποφεύγει τέτοιου είδους βαρυσήμαντες επισημάνσεις, αλλά αντικρούει με τον πλέον εμπεριστατωμένο τρόπο τα επιχειρήματα ότι ο Σαίξπηρ δεν ήταν ο πραγματικός συγγραφέας των καταγεγραμμένων ήδη από τους στενούς του φίλους Τζον Χέμινγκς και Χένρι Κοντέλ έργων του στο Πρώτο Φόλιο ή ότι το έργο του ανήκε, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της οξφορδιανής θεωρίας, σε έναν κύκλο πολλών και διαφορετικών συγγραφέων.
Ωστόσο, ο Μπράισον συμφωνεί με τους υπόλοιπους βιογράφους ότι, παρότι ο Σαίξπηρ υπερτερεί παρασάγγας του συγκαιρινού του, διάσημου τότε Kρίστοφερ Μάρλοου, αν είχε πεθάνει όπως εκείνος στα τριάντα του χρόνια, δεν θα είχε προλάβει να γράψει κανένα από τα κορυφαία έργα του που τον έκαναν να διαφέρει. Και έχει δίκιο να επισημαίνει πως ήδη από τα πρώτα του βήματα «ο Σαίξπηρ είχε τη στόφα του ανθρώπου που μπορεί να φτάσει μακριά», ασχέτως του αν είχε δυο ή τρεις κόρες, αν ήταν κυνηγός ελαφιών, όπως εσφαλμένα έγραφε το 1709 ο πρώτος του βιογράφος Νίκολας Ρόου, αν έγινε αντικείμενο παρερμηνειών από κορυφαίους λόγιους ή ποιητές, όπως ο Αλεξάντερ Πόουπ, και αν οι μελετητές του, όπως ο Τζον Πέιν Κόλιερ, έφτασαν σε σημείο να πλαστογραφήσουν αναφορές, καταγράφοντας αυθαίρετα ευρήματα.
Όποια και αν είναι η αλήθεια αναφορικά με τον βίο του, ο Σαίξπηρ ήταν και είναι ο κορυφαίος όλων. Όπως επισημαίνει ο Μπράισον, «ένας μόνο άνθρωπος είχε το χάρισμα και βρέθηκε στις κατάλληλες συνθήκες για να δώσει τέτοια αξεπέραστα έργα, κι αυτός ήταν ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ από το Στράτφορντ ‒ όποιος κι αν ήταν».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.