Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. «Καθρέφτη μου, σ' εσένα μιλάω, εσένα έχω μπροστά μου, άλλο κανένα. Οι άνθρωποι, φίλοι, χάθηκαν. Χάθηκαν απ' τη ζωή ή χάθηκε το νόημα που έβρισκαν σε μένα; Με κοιτάς, σε κοιτώ, ένα πρόσωπο νεανικό προσπαθώ να θυμηθώ, ωραίο ποτέ, όμως πάντα εκφραστικό της στιγμής και μόνο. Σ' αγνοούσα τότε κι έτρεχα, λαχάνιαζε το σώμα που μου είχε απομείνει –ανάπηρο απ' την αρχή–, ήθελα να το εκμεταλλευτώ, να το χαρώ, ν' αφεθώ στον αέρα, στη θάλασσα, στον αμερόληπτο έρωτα. Τις φιλενάδες μου με τα τέλεια κορμιά που έλαμπαν στον ήλιο δεν ζήλεψα ποτέ, δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι οι άνθρωποι μου είχαν στερήσει κάτι που μου ανήκε. Και τώρα ήρθε της εξομολόγησης η ώρα. Μικρέ μου καθρέφτη, που τελευταία σ' έχω συνέχεια μπροστά μου για να σε συνηθίσω: σε μισώ. Θα με συγχωρέσεις; Μίσος τι θα πει δεν ήξερα. Αλλά τώρα, να, βλέπω το πρόσωπό μου κι εξαγριώνομαι ενάντια στη φύση. Μέσα μου βαθιά, βέβαια, ξέρω ότι ο εχθρός μου δεν είσαι εσύ, αλλά ο χρόνος. Ο χρόνος όμως παραμένει πάντα ασύλληπτος αφού τα αμαρτήματά του όλο αναβάλλονται κι αυτός διαφεντεύει ακόμη τη ζωή μου. Καθρέφτη μου, θύμα είσαι κι εσύ του ανθρώπινου παραλογισμού. Σ' ευχαριστώ που μου παραστέκεσαι και μ' αφήνεις να σε μισώ». (Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι, εκδ. Καστανιώτης).
Μιχάλης Παπαδόπουλος. ΚΑΦΚΑ – Συνέχεια καίνε το σπίτι του Κάφκα/ μα εκείνος έχει πάντα ένα άλλο να μπει – DOUBLE CLICK – Μέσα μου είναι ένας κόσμος/ απάτητος/ κρημνώδη βουνά, κορφές απλησίαστες/ χαράδρες που τρομάζει/ η θέα τους καταρράκτες που κατεβαίνουν/ αλύπητα τις εποχές/ άγρια νερά της πρόπτωσης/ ένας βούρκος από αιώνες σταματημένος στο άχρονο/ και γέλια από κοιλάδες καμένες/ ένας αγέρας ξερός/ σφυρίζοντας σε άφυλλα δέντρα/ Κι εγώ νόμιζα ήταν/ η καρδιά μου που φύσαγε και λυσσομάναγε τόσο/ και εγώ νόμιζα ήταν/ τα σπλάχνα μου/ που αχολογούσανε πόλεμο/ και εγώ νόμιζα ήταν/ το αίμα μου που εκτινασσόταν κι έπεφτε/ και εγώ νόμιζα ήταν/ το μυαλό μου που ξεκόλλαγε πέτρες/ και χόρευε. – ΚΟΚΚΙΝΟ – Κόκκινο του Maximilien/ Isidore Robespierre/ και άλικο κόκκινο της Ρόζας/ κόκκινο αρίφνητο της ελπίδας/ στου παγωμένου ορίζοντα το γκρίζο/ κόκκινο των ματιών μας ανάμεσα/ σε δυο πυρωμένους πόθους/ και κόκκινο αξεθώριαστο των απεργιών/ στην Μπολόνια, στην Τεργέστη, στο Βερολίνο/ όπως κόκκινο των λουλουδιών/ που μου έφερνες στη φυλακή το ᾽56/ Ε, λοιπόν, κείνο το κόκκινο που αγάπησες/ κείνο το κόκκινο που αγαπήσαμε/ το χρώμα του έρωτα, της επανάστασης/ του αγώνα/ απλώνει τώρα γύρω μας/ ένας κόκκινος θηριώδης/ κυματισμός. (Εκδοχές ενός ποιήματος, εκδ. Φαρφουλάς).
Φοίβη Γιαννίση. ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ – Πετάξαμε το παλιό αυτοκίνητο/ μας κουβαλούσε στα σωθικά του/ ω είναι ζώο/ ένα σοφό γαϊδούρι/ μας δέχτηκε μας ταξίδεψε σώους/ άκουσε τους καβγάδες είδε τα φιλιά/ τα παιδιά μας να μεγαλώνουν/ όταν το σκραπ ξεφορτώνεται/ στο λιμάνι/ και των Κινέζων τα παλιά αυτοκίνητα/ μας φράζουν το στόμα/ εισπνέουμε κόκκους/ απ᾽ τη δική μας σκουριά. – ΑΓΙΟΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ – Πέτρινο χωριό/ φωτισμένοι δρόμοι τη νύχτα/ το κρύο του βουνού τρυπάει τα κόκαλα/ το κίτρινο φως την καρδιά/ άλλωστε διαρκώς τρυπημένη/ τρυπημένη σκισμένη συχνά φουσκωμένη/ το μουστάκι του Νίτσε έχει μπλεχτεί/ στο μούσι του Φρόιντ/ ασυνείδητο εγώ εδώ/ Ελλάδα/ χειμώνας/ κακοφωτισμένα τη νύχτα λιθόστρωτα/ πέτρινα σπίτια/ μνήμης φαντάσματα. – ΦΥΛΛΑ – Σ' αυτά τα συλλαβίσματα/ την απαρχή της γλώσσας/ έξω από ναι και όχι/ μέσα μόνο στο θέλω/ ψυχή με σώμα συνευρίσκεται/ σε όλα τα ανοιχτά/ μετέωρα φύλλα/ και τώρα να:/ ένα τους πέφτει αργά/ κάτω στο χώμα. (Ραψωδία, εκδ. Gutenberg).
Δημήτρης Βασιλάκης. μμμμμμ – το 'φτιαξα λοιπόν μου φαίνεται καλό/ εντάξει θέλει λίγες διορθώσεις/ θα γίνει super δεν το συζητάω// κάτι λίγο εδώ για δες/ μμμ μερικές επεμβάσεις/ τώρα είναι καλύτερο!// αν το χτενίσω λιγάκι ακόμη ου/ θα βελτιωθεί// κι άλλο ακόμη παίρνει καθάρισμα/ ξεσκόνισμα// λίγο τρίψιμο σε σημεία// συνεχείς βελτιώσεις έπονται/ δεν μπορώ να μην τις κάνω/ το ζητάει// ένα κόψιμο εκεί/ εδώ σα να θέλει γυάλισμα// κι αν αλλάξω κάνα δυο νότες τότε να δεις// κι εκεί το χρώμα θέλει ζωντάνεμα/ μήπως να ρίξω και λίγο αλάτι;// πάντως αν το σπρώξω πιο πέρα θα φαίνεται καλύτερα/ μετά θα το γυρίσω ανάποδα/ παίρνει κι άλλη βελτίωση// τρίβω τα χέρια μου αφού είναι ήδη πολύ καλό/ δεν θα το πιστεύετε πόσο ακόμη φοβερό. (Ραψωδία, εκδ. Gutenberg).
Σοφία Γιοβάνογλου. Κρίνο της κοιλάδας ή Convallaria majalis ή Ladder-to-heaven – Εσείς/ στα πόδια μου/ το κρίνο των αγρών// Εγώ/ η σκάλα Σας/ στη χώρα των θαυμάτων. – Φωτιά ή Salvia splenders ή Scarlet sage – Στον κάλυκα// του στόματός Σας ενδημούν// Τα/ πορφυρά/ χειλεοπέταλά μου. – Ίρις η γερμανική ή Iris germanica ή Pink horizon – Πόσες/ ταξιανθίες/ εξηγούν// Τον πλου Σας/ στις δαντελωτές/ πτυχές μου. – Ίρις η υψηλή γενειοφόρος ή Iris florentina ή Tall bearded iris – Πυγολαμπίδες/ ρέουν/ στη γενειάδα Σας/ Όταν πιέζετε/ ακροθιγώς/ το πλήκτρο. – Άνθος των αραβοσιταγρών ή Centaurea cyanus ή Batchelor's button – Όταν/ η μπουτονιέρα Σας/ ατάκτως με καλεί/Κατάγω/ πολλαπλές/ ανθοφορίες. (Φυτολόγιον Νυκτερινόν ή Flora Nocturna, εκδ. Γαβριηλίδης).
Ιnfo:
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι, εκδόσεις Καστανιώτης, σελίδες: 80.
Μιχάλης Παπαδόπουλος, Εκδοχές ενός ποιήματος, εκδόσεις Φαρφουλάς, σελίδες: 64.
Φοίβη Γιαννίση, Ραψωδία, εκδόσεις Gutenberg σελίδες: 192.
Δημήτρης Βασιλάκης, 88 εν κινήσει, εκδόσεις Αίτιον σελίδες: 78.
Σοφία Γιοβάνογλου, Φυτολόγιον Νυκτερινόν ή Flora Nocturna, εκδόσεις Γαβριηλίδης σελίδες: 54.