"Το μυθιστόρημά μου αντανακλά πότε το γαλάζιο του ουρανού, πότε τη λάσπη στη λακκούβα του δρόμου", έλεγε ο Σταντάλ για το δοξασμένο ρεαλιστικό έπος "Το Κόκκινο και το Μαύρο". Αρκεί να τον φανταστεί κανείς να προσπαθεί να το γράψει στο γραφείο του στο Παρίσι, ενώ μαίνονταν στους δρόμους οι μάχες και είχε επιστρέψει η σεμνοτυφία λόγω Παλινόρθωσης των Βουρβόνων. Χωρίς να μπορεί να αντέξει λεπτό τον συντηρητισμό που επέβαλε τότε στην υψηλή τάξη ο Κλήρος, αλλά και ασφυκτιώντας στα σαλόνια με τις ανόητες συναναστροφές, αγανακτούσε πραγματικά, όταν έβλεπε η ανθρωπότητα να περιορίζεται σε συγκεκριμένα καθήκοντα. Εξού και το ότι ο ήρωάς του ο Ζιλιέν –παράφορος, φιλόδοξος, τυχοδιώκτης, αλλά με μια λατρεία στο πρόσωπο του Ναπολέοντα– ήταν παραπάνω από άνθρωπος της εποχήθς του. Δεν είχε στεγανά, πάσχιζε να βρει έναν κόσμο ιδανικών σε μια εποχή ρημαγμένη από τους εξωτερικούς κανόνες. Γράφοντας το πιο αντιπροσωπευτικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, ο Σταντάλ ίσως να μην μπορούσε να κάνει αλλιώς από το να παρασυρθεί από το ωστικό κύμα των γεγονότων που τον συνέπαιρναν. Η διάθεσή του να ενσωματώσει στην αφήγηση χώρους κριτικής και αμφιβολίας που θα οδηγούσαν σε δυνατότητα απελευθέρωσης είναι, άλλωστε, που θα του δώσει την ετικέτα του ρεαλιστή. Όμως, πόσο πραγματικά μπορεί να ξεφύγει ένας συγγραφέας από την εποχή του; Και πόσο κανονιστικός μπορεί να γίνει με το να κριτικάρει το υπάρχον;
Ίσως πολύ, ίσως και καθόλου. Μάλλον πρέπει να δει κανείς, μέσα στις αντιφάσεις μιας πραγματικότητας που επιβάλλει τους εξωτερικούς κανόνες, τι πραγματικά αφορά ή τι εμπνέει τη λογοτεχνία. Ακόμα και αν η Ιστορία έρχεται να μαγαρίσει οποιοδήποτε συγγραφικό τόλμημα, λειτουργώντας κατά κάποιον τρόπο ως κινητήριος δύναμη, αλλά και ως πρόκληση, ο συγγραφέας οφείλει να διαμορφώσει τον υπερβατικό εκείνο χώρο που θα τον μετατρέψει από απλό παρατηρητή σε ψυχομάστορα. Με ποιον τρόπο; Βρίσκοντας το αόρατο νήμα που θα προσδώσει στις διαστάσεις της καθημερινότητας χαρακτηριστικά καθολικού χαρακτήρα. Το έχουμε δει να συμβαίνει με την περίπτωση του Σταντάλ ή του Ντοστογιέφσκι, το οσμιζόμαστε ακόμα και στις μικρές ιστορίες των δικών μας Θεοτόκη ή Βαλτινού, το βλέπουμε να επανέρχεται κάθε φορά που μια ιστορία θέλει να ξεπεράσει τα όρια της αφήγησης και να γίνει ολάκερη η εποχή της. Και δεν μιλάμε για το ξεπερασμένο -ευτυχώς πλέον- ιστορικό μυθιστόρημα, ακόμα κι αν οι εικόνες είναι τόσο συντριπτικές, που ξεπερνούν τη φαντασιακή δύναμη του συγγραφέα ή, κατά περίσταση, λειτουργούν ως θερμοκήπιο εξέγερσης. Ο Όργουελ έγραψε στις αρχές του 20ού αιώνα τις Μέρες της Μπούρμα ύστερα από την εξόρμησή του στις βρετανικές αποικίες και την παρατήρηση των μαχών που μαίνονταν σε ολόκληρη την Ινδία. Ο Χέμινγουεϊ εμπότισε τις παθιασμένες σελίδες του με τη βιωματική ακρίβεια του ανθρώπου που στρατεύτηκε ενεργά στον Ισπανικό Εμφύλιο.
Έχουμε, επομένως, και στην ελληνική επικράτεια συγγραφείς που ακούνε τι γίνεται στην καρδιά της πολιτικής αφήγησης πολύ προτού διαμορφώσουν τους ίδιους τους ήρωες. Κάτι τέτοιο συμβαίνει, αντίστοιχα, με την περίπτωση του Τσίρκα, αλλά και του Φραγκιά – και ο τελευταίος νομίζω πως λειτουργεί ως υπερεγώ στο έργο σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων.
Αν, λοιπόν, οι Ευρωπαίοι έζησαν στο πετσί τους τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που επέβαλαν ανάλογα μυθιστορήματα, οι Αμερικανοί παρασύρθηκαν με τον δικό τους τρόπο από την ορμητική ροή της Ιστορίας. Σε πολλές περιπτώσεις έφτασαν και να αλλάξουν τον ρου, όπως συνέβη στην περίπτωση του ΝτεΛίλλο. Η τρέλα του Ψυχρού Πολέμου, η ομαδική παράνοια, το κύμα της τρομοκρατίας, κυριαρχούν στα κορυφαία μυθιστορήματα του σπουδαίου Ντον, όπως ο Υπόγειος Κόσμος ή το Μάο ΙΙ, χαρίζοντας στον συγγραφέα τους τον τίτλο του προφήτη. Εκεί, όμως, που ο Ντον ΝτεΛίλλο έκανε τη διαφορά ήταν με τον "Άνθρωπο σε πτώση", υποδεικνύοντας ακριβώς τον τρόπο που ένας συγγραφέας οφείλει να αφουγκράζεται ένα κορυφαίο γεγονός: η τεράστια δυναμική που προκάλεσε στην Ιστορία και τις ψυχές η πτώση των Δίδυμων Πύργων χώρεσε στις ελάχιστες σελίδες ενός μυθιστορήματος που συνόψιζε το τέλος μέσα από τον χωρισμό ενός ζευγαριού (Άνθρωπος σε πτώση, εκδόσεις της Εστίας). Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο από την ανθρώπινη διάσταση που οφείλει να εντοπίσει ο ρέκτης των εσωτερικών αντανακλάσεων σε ό,τι συντριπτικά τον ξεπερνά. Τολμώ, μάλιστα, να διακρίνω μια έντονη συνάφεια ανάμεσα στην προχωρημένη γραφή του Ντον ΝτεΛίλλο και στη δυστοπική -σχεδόν science fiction- απεικόνιση των δικών μας γεγονότων από την απίστευτα μοντέρνα κατάθεση του Δημήτρη Χατζή. Έχουμε, επομένως, και στην ελληνική επικράτεια συγγραφείς που ακούνε τι γίνεται στην καρδιά της πολιτικής αφήγησης πολύ προτού διαμορφώσουν τους ίδιους τους ήρωες. Κάτι τέτοιο συμβαίνει, αντίστοιχα, με την περίπτωση του Τσίρκα, αλλά και του Φραγκιά – και ο τελευταίος νομίζω πως λειτουργεί ως υπερεγώ στο έργο σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων.
Η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη "Το Πέρασμα" είναι η περίπτωση ενός συγγραφέα που εμπνέεται ακριβώς από το βάρος που οφείλει να έχει η Ιστορία, παρουσιάζοντας έντονους συμβολικούς δεσμούς με τον Λοιμό. Ο συγγραφέας τολμά να πάρει θέση, υφαίνοντας μέσα από τα παραδείγματα των πολλών χαρακτήρων του το χαλί της ανθρώπινης κατάστασης στη σκιά της Ιστορίας και καταγράφοντας τις αναλογίες ανάμεσα στο μικρό και στο καθημερινό, αλλά και στο πολιτικό και στο μεγάλο. Ένα σκάφος γεμάτο πρόσφυγες προσαράζει σε ένα άγνωστο νησί του Αιγαίου και αλλάζει τα πάντα στον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι ντόπιοι τον κόσμο μέχρι τότε. Αν αυτό μοιάζει με ακριβή, σχεδόν παραστατική αντιγραφή όλων όσα συμβαίνουν στην καθημερινότητα, αρκεί κανείς να φανταστεί ότι το βιβλίο γραφόταν τρία χρόνια πριν. Διαθέτοντας ουσιαστικά συγγραφικά αντανακλαστικά, ο Τζαμιώτης έδειξε να αντιλαμβάνεται τα γεγονότα από ένα πολύπλευρο αφηγηματικό πρίσμα πολύ προτού φτάσει η ενιαία και αδυσώπητη αλήθεια να τον συντρίψει (όσο έγραφε το μυθιστόρημα, οι βάρκες βούλιαζαν η μία μετά την άλλη, καθιστώντας το έργο του παράτολμο και παρακινδυνευμένο). Αντί, όμως, να υποκύψει υπό το βάρος της Ιστορίας, αποφάσισε να ρίξει ένα αμεσοδημοκρατικό λίπασμα στις ψυχές που δεν μπορούν να δουν τη δυνατότητα της διατήρησης του ανθρώπινου στοιχείου σε μια εποχή ισοπέδωσης και αλυτρωτισμού. Η πολιτική ταυτότητα είναι, εν προκειμένω, εμφανής στον βαθμό που η ψυχική ευαισθητοποίηση είναι παραπάνω από επιβεβλημένη. Οι διαφορετικοί χαρακτήρες –από τον ιδεολόγο γιατρό μέχρι τη νυμφομανή φουρνάρισσα και από τον Γερμανό κάτοικο έως τον σοφό καπετάνιο– ανακαλύπτουν άλλες πτυχές του κόσμου και του εαυτού τους, ακριβώς γιατί συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να ακυρώσουν την πραγματικότητα. Δεν έγραψε τυχαία το «Επί Ασπαλάθων» ο Σεφέρης, αλλά επειδή ένιωθε τα αγκάθια πάνω στο σώμα της δημοκρατίας να ακυρώνουν τα όποια δημοκρατικά αντανακλαστικά.
Και όμως, δεν χρειάζεται κανείς να λειτουργεί ως σωκρατική αλογόμυγα για να μιλήσει για το υπάρχον. Αρκεί, όπως ο Αριστοφάνης, να στοχεύσει στο θυμικό, θυμίζοντας στον κόσμο τις βασικές απαρχές της διαδρομής του και της δημοκρατικής του ταυτότητας. Ο "Υπουργός Νύχτας" του Γιώργου Σκαμπαρδώνη (από τις εκδόσεις Πατάκη) γοητεύεται από τον πανηγυριώτικο τρόπο και τη θυμηδία των αντι-ηρώων του, οι οποίοι ακροβατούν στα όρια του ανορθολογικού και του παράφορου. Αντίστοιχα, θέλγεται από το πώς οι συμβολικές διαστάσεις της ελληνικής Ιστορίας εμφιλοχωρούν σε κάθε απτή πτυχή της πραγματικότητας. Μέσα από ένα διαρκές αφηγηματικό κρεσέντο που πολλές φορές θυμίζει Ουελμπέκ, οι χαρακτήρες αντικατοπτρίζουν επακριβώς, ακόμα και στην υπερβολή τους, το ανώμαλο κοινωνικό μόρφωμα που τους διαμόρφωσε. Αρχιτέκτονες που κατέληξαν τζογαδόροι νεκροθάφτες –πόσο ακριβής χαρακτηρισμός για τη σημερινή Ελλάδα!–, μαφιόζοι που ταΐζουν κροκόδειλους και αποκαλούνται «υπουργοί», αλλά και υπουργοί που αποκτούν στην πραγματικότητα το χρίσμα λόγω της παιδικής φιλίας με τον πρώτο άρχοντα της χώρας. Εν προκειμένω, όχι μόνο ισχύει το «τίποτα ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο» του Τερέντιου, αλλά ανοίγει σαν πολύχρωμη βεντάλια η κωμικοτραγική διάσταση της σύγχρονης Ελλάδας. Πώς αλλιώς, αφού ο κεντρικός πρωταγωνιστής ξεκίνησε ως ριζοσπαστικός επαναστάτης στην αιματοβαμμένη εποχή της Ιταλίας για να καταλήξει ένα μεσογειακό κακέκτυπο που τρώει πορτσίνι και πίνει αποκλειστικά Καμπάρι; Και όλα αυτά, όσο παράδοξα κι αν μοιάζουν, είναι απόλυτα πολιτικά.
Ο τζογαδόρος πρωταγωνιστής δεν είναι τόσο ένας μακιαβελικός νιχιλιστής όσο ένας Ελληνάρας, ένα καθαρόαιμο λαμόγιο, ο οποίος διαμορφώθηκε μέσα από το μηδέν, το παράλογο και τη διονυσιακή διάρκεια. Γι' αυτό και έχει ταυτόχρονα κάτι από τους αντι-ήρωες του Χάρρυ Κλυνν, του Βακαλόπουλου και του Σαββόπουλου (και τολμώ να τους βάλω όλους αυτούς μαζί, στον βαθμό που ο τραγουδοποιός του Σαββόπουλου κατήργησε την ψευδεπίγραφη ετικέτα του δημιουργού και το στιγμιαίο του Κλυνν επέβαλε τους κανόνες της καθολικότητας). «Κάποτε υπήρχε το ελάχιστο παρόν, όσο ακριβώς χρειαζόταν να μη λυγίζει η μέρα, να μη λυγίζει κάτω από το βάρος των αιώνων», έγραφε, δίνοντας τον τόνο, ο Χρήστος Βακαλόπουλος. «Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά», τολμά να γράψει ο Σκαμπαρδώνης δίπλα στις περιγραφές από τα σκυλάδικα. Δεν μένει παρά να τους ακούσουμε. Το τυχαίο είναι, άλλωστε, πάντοτε πολιτικά και καθοριστικά μοιραίο.