Έπειτα από τόσα χρόνια σιωπής και βαθιάς περισυλλογής, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, παρά την πεποίθηση που επικρατεί, ο Βίνσεντ κάθε άλλο παρά διανοητικά άρρωστος ήταν. Αυτό από το οποίο έπασχε ήταν ακόμα άγνωστο και παρεξηγημένο εκείνη την εποχή και κανένας γιατρός δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τις κρίσεις οργής του. Ήταν γλυκός και ήρεμος άνθρωπος, καθόλου επιθετικός, επιρρεπής στον συμβιβασμό μάλλον παρά στη σύγκρουση, και ιδιαίτερα ευάλωτος πίσω από το φαινομενικά ρωμαλέο παρουσιαστικό του. Ωστόσο, μερικές φορές τον κυρίευε μια ανεξήγητη μανία που τον έκανε σκληρό και ξεροκέφαλο, άλλες φορές πάλι έπεφτε σε ξαφνική μελαγχολία που άγγιζε τα όρια της απόγνωσης ή πάθαινε κρίσεις αιφνίδιου θυμού που τον έκαναν να χάνει, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, κάθε ίχνος λογικής....
Ο διπολικός άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος παραπάνω, σήμερα πια το ξέρουμε, θα μπορούσε να είναι o Βαν Γκογκ. Η μαρτυρία, ωστόσο, αυτή καθαυτή αποτελεί καθαρόαιμη επινόηση: είναι αντλημένη από το μυθιστόρημα «Το βαλς των δέντρων και του ουρανού» του, το οποίο, έναν χρόνο μετά τη δημοσίευσή του στη Γαλλία, μόλις κυκλοφόρησε και στα μέρη μας (μτφρ. Ειρήνη Αποστολάκη, εκδ. Πόλις).
Με έξυπνη δομή και καλή τεκμηρίωση, το καινούργιο έργο του Γκενασιά –γνωστού μας από τη μάλλον αξεπέραστη «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων»– επικεντρώνεται στις τελευταίες μέρες του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου στο Oβέρ-σιρ-Ουάζ, κοντά στον φιλότεχνο όσο και αμφιλεγόμενο γιατρό Γκασέ, η προσωπογραφία του οποίου από τον Βαν Γκογκ έμελλε να περάσει στην αιωνιότητα. Αυτήν τη φορά ο Γαλλο-αλγερινός συγγραφέας δεν μιλά για τις πολιτικές ουτοπίες που συντάραξαν τον 20ό αιώνα, πάει πιο πίσω, στα τέλη του 19ου: σε μια εποχή πολύ καταπιεστική για τις γυναίκες, σε μια Γαλλία ανάστατη από πολιτικά και οικονομικά σκάνδαλα, σ' ένα χωριό έξω από το Παρίσι, αγαπημένο προορισμό των ιμπρεσιονιστών, όπου ένας φτωχός, άσημος και ταλαιπωρημένος ζωγράφος, αφοσιωμένος ψυχή τε και σώματι στην τέχνη του, άνοιγε ορίζοντες για τους επόμενους.
Στο Οβέρ, σύμφωνα με όσα γράφει ο Γκενασιά στο «Βαλς...», «οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν του δίνουν καμία σημασία. Δεν δίνουν δεκάρα γι' αυτόν. Αν τύχει να πέσει το μάτι τους πάνω σε κάποιον πίνακά του, τον βρίσκουν φρικτό, χαχανίζουν, τον περνούν για τρελό, αλλόκοτο, εκκεντρικό». Για τον Βαν Γκογκ, πάντως, η επιτυχία δεν ταυτίζεται ούτε με τη φήμη ούτε με τα χρήματα. Επιτυχία σημαίνει να ζωγραφίζει όπως θέλει.
Στο βιβλίο τους «Vincent Van Gogh: A life» (2011) oι βραβευμένοι με Πούλιτζερ Αμερικανοί Στίβεν Ναϊφέχ και Γκρέγκορι Ουάιτ Σμιθ εικάζουν πως το μοιραίο εκείνο καλοκαίρι του 1890 στο Οβέρ ο τριανταεπτάχρονος Βαν Γκογκ πυροβολήθηκε από χαλασμένο όπλο με το οποίο έπαιζαν δυο έφηβοι. Ο Γκενασιά αξιοποίησε πολλά από την έρευνά τους, υιοθετώντας με τη σειρά του την εκδοχή ότι ο θάνατος του Βαν Γκογκ δεν ήταν αυτοκτονία, αλλά ατύχημα. Όμως, ως προς το ποιος πάτησε τη σκανδάλη, άφησε τη φαντασία του να πετάξει προς διαφορετική κατεύθυνση. Σοφά ποιώντας, έχρισε αφηγήτρια του «Βαλς...» μια ατίθαση δεκαεννιάχρονη κοπέλα, τη θυγατέρα του γιατρού Γκασέ, Μαργκερίτ. Και όχι μόνο την παρουσιάζει ως ερωμένη του Βίνσεντ, αλλά και ως εξαιρετική αντιγραφέα των έργων του. Παρένθεση: σήμερα θεωρείται δεδομένο ότι ανάμεσα στα δεκάδες έργα του Βαν Γκογκ που πέρασαν μέσω της οικογένειας Γκασέ στο Ορσέ και άλλα μεγάλα μουσεία του κόσμου υπήρχαν και πολλά πλαστά αντίγραφα.
Επίδοξη ζωγράφος σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν είχαν πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση, η Μαργκερίτ Γκασέ, αν μη τι άλλο, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της ιδιοφυΐας του Βαν Γκογκ σε μία από τις πιο γόνιμες περιόδους του – τις εβδομήντα μέρες που παρέμεινε ο ίδιος στο Οβέρ φιλοτέχνησε πάνω από εβδομήντα πίνακες. Έζησαν στ' αλήθεια οι δυο τους μια ερωτική περιπέτεια; Ο μόνος που ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο, λέει στις συνεντεύξεις του ο Γκενασιά, ήταν ο μετα-ιμπρεσιονιστής Εμίλ Μπερνάρ, φίλος του Βαν Γκογκ και του Γκογκέν. Κάνα-δυο άλλοι σύγχρονοί τους μίλησαν απλώς για πλατωνικό ειδύλλιο. Όπως και να 'χει, δεν υπάρχει απόδειξη για τίποτα. Και όπου μυστήριο, τόσο γονιμότερο το έδαφος για μυθοπλασία.
Στο «Βαλς των δέντρων και του ουρανού» διαβάζουμε το υποτιθέμενο ημερολόγιο της Μαργκερίτ, αποκτώντας έτσι πρόσβαση σε μυστικά που η ίδια, ως τον θάνατό της, το 1949, κράτησε επτασφράγιστα. Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση της ηρωίδας του ο Γκενασιά παρεμβάλλει κάθε τόσο διάφορα ντοκουμέντα: σύντομες ειδήσεις από την επαρχιακή εφημερίδα «Lanterne», σπαράγματα από την απέραντη αλληλογραφία του Βαν Γκογκ με τον αδελφό του Τεό, καθώς και κείμενα σαν αυτό από τα απομνημονεύματα της συζύγου του Τεό για την εικόνα που παρουσίαζε ο Βίνσεντ βγαίνοντας από το άσυλο τον Μάιο του 1890: «... Εγώ ήξερα ότι επρόκειτο να συναντήσω έναν άρρωστο άνθρωπο [...] και βρέθηκα μπροστά σε έναν άντρα πλήρως συγκροτημένο, χειροδύναμο, με φαρδιές πλάτες, υγιή όψη, χαρούμενη έκφραση και γεμάτο αποφασιστικότητα [...] και η πρώτη εντύπωση που σχημάτισα γι' αυτόν ήταν: σφύζει από υγεία!».
Έτσι ακριβώς παρουσιάζεται και ο μυθιστορηματικός «Βίνσεντ». Ο Γκενασιά αποφεύγει να αναφέρει το επώνυμο του ήρωά του, ενώ και για το παρελθόν του οι πληροφορίες που μας δίνει είναι ελάχιστες: ότι είναι κάπως διαταραγμένος, ότι έχει νοσηλευτεί για ένα διάστημα στο νοσοκομείο του Σαιντ-Ρεμί, ότι μόλις εξέθεσε δύο πίνακές του στο Σαλόνι των Ανεξάρτητων –ένας από τους οποίους ήταν η «Έναστρη Νύχτα»– και ότι η παραμονή του στο Οβέρ υπό την εποπτεία του γιατρού Γκασέ οφείλεται σε πρωτοβουλία του Πισαρό, ο οποίος θεωρούσε ότι μόνο καλό θα έκαναν στον φίλο του η εξοχή και ο καθαρός αέρας.
Εκείνο το καλοκαίρι, που έμελλε να είναι το τελευταίο του, ο Βαν Γκογκ διαβεβαίωνε τον αδελφό του πως ζούσε την κάθε στιγμή, χωρίς να τον νοιάζει το αύριο: «Αισθάνομαι πολύ καλύτερα και πολύ πιο σίγουρος για τη ζωγραφική μου απ' ό,τι προτού πάω στην Αρλ». Για το σινάφι των ιμπρεσιονιστών θεωρείται ήδη μοναδικός καλλιτέχνης. Για τους ακαδημαϊκούς κύκλους, εντούτοις, παραμένει ανύπαρκτος και τα σχόλια για τη δουλειά του είναι δηλητηριώδη. «Αν ο κ. Βαν Γκογκ βλέπει τη φύση όπως τη ζωγραφίζει, τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ δυσάρεστα για εκείνον. Θα πρέπει να του φαίνεται πολύ άσχημη» υποστηρίζει ο τεχνοκριτικός της «Lanterne». Στο Οβέρ, σύμφωνα με όσα γράφει ο Γκενασιά στο «Βαλς...», «οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν του δίνουν καμία σημασία. Δεν δίνουν δεκάρα γι' αυτόν. Αν τύχει να πέσει το μάτι τους πάνω σε κάποιον πίνακά του, τον βρίσκουν φρικτό, χαχανίζουν, τον περνούν για τρελό, αλλόκοτο, εκκεντρικό». Για τον Βαν Γκογκ, πάντως, η επιτυχία δεν ταυτίζεται ούτε με τη φήμη ούτε με τα χρήματα. Επιτυχία σημαίνει να ζωγραφίζει όπως θέλει.
Αρχικά, στα μάτια της Μαργκερίτ ο μοναχικός άντρας με το τσόχινο καπέλο μοιάζει με μεροκαματιάρη, «από αυτούς που γυρίζουν από χωράφι σε χωράφι να ζητιανέψουν δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί». Όσο όμως παρακολουθεί τον Βίνσεντ επί το έργον, τόσο περισσότερο σαγηνεύεται. «Ζωγραφίζει», διαβάζουμε, «κολλημένος πάνω στον καμβά χωρίς να σηκώνει το βλέμμα για να κοιτάξει τον κάμπο, λες κι έχει απομνημονεύσει τα πάντα ή ξέρει από πριν τι θα ζωγραφίσει. Με το που σταματάει να ζωγραφίζει, δεν γυρίζει καν να κοιτάξει τι έφτιαξε, ό,τι και να κάνει το βλέμμα του δεν στρέφεται ούτε για μια στιγμή προς τον πίνακα. Μου κάνει εντύπωση πόσο απότομες είναι οι κινήσεις του. Δεν χρωματίζει με λεπτές, προσεκτικές κινήσεις, όπως συνηθίζεται, αλλά με βίαιο τρόπο, σαν να κρατάει καμτσίκι στο χέρι και να μαστιγώνει τον καμβά με θυμό, με κοφτές, ακανόνιστες κινήσεις... Ίσως, τελικά, να ζωγραφίζει αυτά που έχει μέσα στο μυαλό του και όχι εκείνα που βλέπουν τα μάτια του. Έπειτα, ρίχνεται και πάλι στη μάχη στήθος με στήθος, χτυπώντας τον καμβά με μικρές, επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Δεν έχω δει κανέναν να ζωγραφίζει με αυτό τον τρόπο. Βγάζει το καπέλο του, σκουπίζει το κούτελό του και, έτσι όπως τον βλέπω προφίλ, δεν μου θυμίζει ζωγράφο αλλά αρπακτικό πουλί που αντικρίζει τη λεία του».
Για κάτι τέτοιες σελίδες αξίζει κυρίως το «Βαλς των δέντρων και του ουρανού». Γι' αυτές όπου εκθειάζεται η δημιουργική δύναμη του Βαν Γκογκ και που, διαβάζοντάς τις, αναζωπυρώνεται η επιθυμία σου να επιστρέψεις στα έργα του.