Το τέχνασμα του ξενόφερτου που αναστατώνει τα ήθη της κοινότητας ήταν σεβαστή παράδοση στη ρώσικη λογοτεχνία - Μπαζάροφ, Τσάτσκι, Ονέγκιν, Πετσόριν. Ο Ντοστογιέφσκι το είχε δοκιμάσει με αρκετή επιτυχία στο Όνειρο του θείου και στο Χωριό Στεπαντσίκοβο, αλλά στον Ηλίθιο και στους Δαιμονισμένους θα λάβει πλέον διαστάσεις εμβληματικές. Ειδικά στην περίπτωση του Μίσκιν, ο συγγραφέας -δηλώνοντας στον Μάικοφ ότι ήθελε να παραστήσει εναν άνθρωπο πέρα για πέρα καλό- παραδεχόταν συνάμα ότι αυτό πού ήθελε να πράξει ήταν ασυγχώρητο. Ο λόγος; Ουσιαστικά, πάντα προς επίρρωση του πνευματικού σκανδάλου, φιλοδοξούσε να εμφανίσει στον κόσμο της Πετρούπολης μιαν ενσαρκωμένη αντανάκλαση του Χριστού. Είχε ελπίδες αυτό το σχέδιο;
Πριν απ' όλα, ο μεγάλος εχθρός του Μίσκιν θα ήταν η πειστικότητα των λοιπών προσώπων. Ο Ντοστογιέφσκι επετύγχανε πάντα στην επινόηση και στο σχεδιασμό -αυτοσχέδιων ή παρατεταμένων- ηρώων και ανθρωπάκων. Ο θεριεμένος Ραγκόζιν πείθει˙ η Ναστάσια Φιλίπποβνα αυτονομείται εξαρχής, έτοιμη να σαλτάρει από τη σελίδα στην ίδια τη ζωή· οι Γιεπάντσιν, ο Λεμπέντιεφ, ο Φερτισένκο, ο Γκάνια, όλη η σοβαρή και καρικατουρίστικη ανθρωπότητα του μυθιστοριογράφου διέθετε τίτλους πειθούς - μόνο ο Μίσκιν παρέλυε τη δημιουργικότητα της αρχικής σύλληψης διότι δεν ανταποκρινόταν σε τίποτα δεδομένο. Εν ολίγοις θύμιζε παρακινδυνευμένη ζαριά. Όποιες κι αν ήταν οι φιλόδοξες αρχικές εξαγγελίες, παρέμενε ο φόβος ότι ο πρίγκιπας από σελίδα σε σελίδα θα κατέληγε θλιβερή γελοιογραφία.
Μέσα στους ερωτευμένους πρέπει να είναι ο ανέραστος, μέσα στους μοχθηρούς ο αμόχθητος, μέσα στους ανθρώπους εν τέλει ο αντι-άνθρωπος. Υπήρξε ποτέ μυθιστόρημα που να υπαινίχθηκε τόσο μαεστρικά το ιερό;
Άλλωστε σε όλα τα μεγάλα του μυθιστορήματα, ο συγγραφέας «κόμπιαζε» κατά κάποιο τρόπο μόνο στο κεντρικό του πρόσωπο. Ενώ τα άλλα πρόσωπα έβγαιναν από τη ζωή, ο Ρασκόλνικοφ, ο Σταυρόγκιν, ο Ιβάν, ο Βερσίλοβ και κυρίως ο Μίσκιν απαιτούσαν γραφή με άλλους όρους. Ο Σεστόφ, για παράδειγμα, μέγας θαυμαστής του Υπογείου, υποστήριζε ότι ο Ντοστογιέφσκι δεν δημιούργησε ποτέ του αληθινά πρόσωπα και αποκαλούσε τον Μίσκιν «παγωμένο και σκοτεινό φάντασμα» ή «εκφυλισμένη μηδαμινότητα». Εντούτοις αυτή η μηδαμινότητα θα έπρεπε χωρίς άλλο να λάβει μορφή και να μπολιάσει την όλη σύλληψη. Με τι παραβιάσεις άραγε; Με τι απίθανα εφευρήματα; Αρκούσε η συμπεριφορά του αφελούς νεαρού που δεν ξεσυνεριζόταν προσβολές, ταπεινώσεις, επιθέσεις, υποτιμήσεις; Το να μη μοιάζει κανείς με κανέναν δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι κάποιος - και μάλιστα κεντρικό και ηγεμονικό πρόσωπο. Ένας ηλίθιος, πτωχός τω πνεύματι (τουρκιστί το βιβλίο μεταφράστηκε με τίτλο :Μπουνταλά...) αναλάμβανε σύνολη τη σκηνοθεσία και την παράσταση. Ένα «ποντίκι» δηλαδή (αυτό σημαίνει η λέξη Μίσκιν) επωμιζόταν μέγα έργο.
Η αθέατη πρωταγωνίστρια του δράματος θα ήταν βέβαια η ζωή στην Πετρούπολη, αλλά επί του απτού και του συγκεκριμένου απαιτούνταν ειδικές συνθήκες και προγραμματισμοί. Στα Σημειωματάρια αναφέρεται το ακόλουθο σχεδίασμα: (α' μέρα) ο Μίσκιν και το πρόβλημα της οικογένειας· (β' μέρα) ο Μίσκιν και το πρόβλημα των μηδενιστών· (γ' μέρα) ο Μίσκιν και το πρόβλημα του έρωτα· (δ' μέρα) ο Μίσκιν και το πρόβλημα του θανάτου. Σωστά όλα τούτα, μόνο που η πραγματικότητα έπρεπε να συμπληρωθεί από το μη πραγματικό, η Πετρούπολη από την Ουρανούπολη, το ταυτόν από το έτερον. Αφού ο Μίσκιν ενσάρκωνε το «Άλλο», είχε δηλαδή μια «τρύπα» στο κεφάλι, ο Ντοστογιέφσκι ταύτισε αυτή την τρύπα με την επιληψία - την ιερά νόσο. Από την τρύπα θα έπρεπε να περάσει το ποντίκι και όλο το μυθιστόρημα.
Φτωχοδιάβολος, μικρόψυχος και πονηρός, ο αναγνώστης την έχει φυλαγμένη στον αφηγητή: για να δούμε τι στην ευχή θα σκαρφιστεί για να δώσει υπόσταση σε αυτό τον αλλοπαρμένο! Η μεγαλοφυής κίνηση του βιβλίου είναι προφανής στη σκηνή της επιληπτικής κρίσης: το αμιγώς πετρουπολίτικο και ανθρώπινο διαδραματίζεται στην κοινωνική σφαίρα, μέσα στην πολυλαλία και στον αλληλοσπαραγμό των μικρομέγαλων προσώπων, ενώ το «άλλο» θα ανέτελλε μέσα από τους σπασμούς του άρρωστου Μίσκιν. Ο φρενοκρουσμένος έρχεται σε ανατατική μέθεξη με την ομορφιά. Οι άλλοι κατέχουν την όραση, αυτός κατέχεται από την ενόραση. Πρόκειται για μια μυσταγωγία ρώσικου τύπου, κρυπτική τελετή που ταυτόχρονα συντονίζεται εσωτερικά με τη μοίρα όσων καίγονται από την ομορφιά. Ορθά λοιπόν η μυσταγωγία τελειώνει με φόνο.
Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι ο Μίσκιν από κεφάλαιο σε κεφάλαιο αλλάζει, θυμίζοντας πότε άψυχη κούκλα και πότε κανονικό άνθρωπο. Τεχνικά, η διπλή φύση του δεν αποδίδει πάντα. Μέσα στους ερωτευμένους πρέπει να είναι ο ανέραστος, μέσα στους μοχθηρούς ο αμόχθητος, μέσα στους ανθρώπους εν τέλει ο αντι-άνθρωπος. Υπήρξε ποτέ μυθιστόρημα που να υπαινίχθηκε τόσο μαεστρικά το ιερό;
Σκαρώσαμε βιαστικά αυτό το σημείωμα μόνο και μόνο για να τιμήσουμε τη μετάφραση του Ηλίθιου που φιλοτεχνήθηκε από τη ρωσομαθή Ελένη Μπακοπούλου. Αυτή η γυναίκα είναι μορφοδούλα (ό,τι πιάνει γίνεται όμορφο), υποστήριξε διαφορετικά το κείμενο, το γλύκανε και το ηρέμησε, του χάρισε εσωτερική εδραίωση, αποδεικνύοντας ότι μετά τον Άρη Αλεξάνδρου -ό,τι κι αν μεσολάβησε- μόνο στην Ίνδικτο το πείραμα της ανανέωσης επέτυχε.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO στις 27.11.2008
σχόλια