«Η ζωή δεν είναι για φόβο. Και όταν είσαι στα είκοσι γουστάρεις περιπέτεια. Άγνωστα μέρη. Έρωτες, μεθύσια, ντράβαλα. Ακόμα και ο πόλεμος έχει ανομολόγητη γοητεία» γράφει από την αρχή του αυτοβιογραφικού, σχεδόν, βιβλίου “Πρόβες Πολέμου” (είχε κυκλοφορήσει το 2015 και ανατυπώθηκε πρόσφατα από εκδόσεις Τόπος) ο Διονύσης Χαριτόπουλος δίνοντας το στίγμα: ο άγραφος λακωνικός νόμος μαζί και αυτός της αλητείας δεν επιτρέπουν ολιγωρία, ούτε προφάσεις. Απαιτούν εγρήγορση, ένα βήμα όπως θα έλεγε ο ποιητής πιο γρήγορο από τη φθορά, προτού προλάβει καν το ζώο να μυριστεί τον κίνδυνο.
Θαρρείς μάλιστα πως ό,τι γράφει χρόνια τώρα ο συγγραφέας είναι για να βρει και να ορίσει τους νέους νομοθέτες ή τους σίγουρους πολεμιστές: αυτούς που με τα άγραφα υλικά του θάρρους, της μπέσας, της δικαιοσύνης και της ομορφιάς θα βρουν πώς ακριβώς ορίζεται το κλέος και το σθένος. Ήρωα, άλλωστε, δεν σε κάνει η ίδια η Ιστορία αλλά αυτή η κατάσταση που θα μετατρέψει τον πιο αδιανόητο σπυριάρη σε πραγματικό μπροστάρη-για την πατρίδα, για όλα αυτά που πίστεψε, για έναν νόμο άγραφο και απόλυτο που έρχεται από μακριά.
Θαρρείς μάλιστα πως ό,τι γράφει χρόνια τώρα ο συγγραφέας είναι για να βρει και να ορίσει τους νέους νομοθέτες ή τους σίγουρους πολεμιστές: αυτούς που με τα άγραφα υλικά του θάρρους, της μπέσας, της δικαιοσύνης και της ομορφιάς θα βρουν πώς ακριβώς ορίζεται το κλέος και το σθένος.
Έτσι και εδώ στις “Πρόβες Πολέμου” όπου ένας δόκιμος που είναι προφανώς ο ίδιος ο Χαριτόπουλος βρίσκεται να υπηρετεί στο στρατό το 1967, στην Ορεστιάδα, Διδυμότειχο μετά Αλεξανδρούπολη-φτάνει να αντικρίζει από τη μια την απειλή των Τούρκων από την άλλη των Συνταγματαρχών. Αυτό το δίπολο η ανάγκη του να προασπιστεί την πατρίδα και ταυτόχρονα να επανεφεύρει τους δημοκρατικούς κανόνες σε ένα χουντικό στράτευμα είναι ουσιαστικά το μεγάλο δίλημμα που διέπει και τη γραφή του Χαριτόπουλου- αλλιώς δεν θα είχε νόημα.
Δεν γράφει απλώς ιστορίες, τις οποίες ούτως ή άλλως αφηγούνται με μανία οι στρατόκαυλοι αλλά φτιάχνει το υπόστρωμα για να ξεδιπλώσει το βαθύτερο νόημα: ο στρατός είναι μια τρέλα, όλα μοιάζουν λάθος, οι φαντάροι λουφάρουν και οι αξιωματικοί καταπιέζουν, τα πάντα είναι άσχημα, αλλά μαθαίνεις το ένα και μοναδικό που δεν μάθεις πουθενά αλλού: να πολεμάς. Και να κρίνεις, και να γίνεσαι μαζί ζωγράφος και πολεμιστής, αρχάγγελος και προφήτης. Με αποτέλεσμα να σκάβονται βαθιά οι άκρες της συνείδησης και ακονίζεται με το βλέμμα:
Τον Έβρο τον ερωτεύεσαι. Μπορεί τα φαντάρια να σιχτιρίζουν που είναι μακριά από το σπίτι τους, αλλά δεν υπάρχει τέτοιος τόπος. Ανατολή. Σε φρενάρει να ξαναδείς τη ζωή. Αργή, ήρεμη, νωχελική. Σαν τα βουβάλια που σέρνουν τα κάρα. Η ομορφιά δεν φαίνεται. Πρέπει να την ανακαλύψεις. Αν δεν ήταν παραμεθόριος, πολλοί θα πέρναγαν εδώ τα καλοκαίρια τους. Για βουτιές στη Μάκρη, την Αλεξανδρούπολη, τη Σαμοθράκη. Και χειμώνες στο χιονισμένο κάστρο του Διδυμότειχου και στα άλλα ορεινά. Γυρίζω παντού. Πότε με στρατιωτικό αυτοκίνητο. Πότε με το κινηματογραφικό τρενάκι, εκτός κύριας γραμμής, που ενώνει τα πάνω χωριά. Μεγάλος μαγνήτης το ποτάμι. Κυλάει μεγαλόπρεπο. Πάνω του πετούν κύκνοι, πελεκάνοι, ερωδιοί. Σμήνη αγριόπαπιες κι αγριόχηνες πλέουν στο νερό. Στις ελώδεις πλευρές του βυθίζονται τεράστιοι νεροβούβαλοι. Ακίνητο. Μόνο τα κέρατα έξω. Κάπως έτσι είναι και η ζωή. Δείχνει το ελάχιστο. Κι από κάτω πάλλεται.
Αυτή η παλλόμενη αλήθεια θα αναδείξει πολλές εκστατικές στιγμές-με κρεβάτια με γυναίκες μοιραίες ή περαστικές, με στρατιώτες που γράφουν γράμματα κάνουν παράπονα, στέλνουν αγάπες, με τζογαδόρους, “κάργα ντίκτα”, αρχιστράτηγους, προασπιστές της Χούντας ή του ΑΣΠΙΔΑ. Τα πάντα όλα που θα έλεγαν οι σημερινοί. Σε αυτό το παζλ των ανήμερων ψυχών, κάποιοι διασώζονται και κάποιοι τρελαίνονται αντικρίζοντας στη σκοπιά φαντάσματα χωρίς κανείς να μπορεί να βγάλει οριστικό συμπέρασμα-γι αυτό τα πάντα κατατίθενται στο χαρτί μέσα από ημερολογιακά φραγκμέντα.
Σαν τις ζωγραφιές που μένουν πάνω στα πακέτα για να θυμίσουν τα πιο έντονα γεγονότα της ζωής-και αλήθειες απαρασάλευτες- έτσι και ο Χαριτόπουλος διαμορφώνει, μέσα από αποσπασματικές περιγραφές και καταχωρήσεις, αυτό το μωσαϊκό των ψυχών για να δείξει ότι τίποτα ανθρώπινο δεν του είναι ξένο. Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε και όλα κρίνονται την ύστατη εκείνη ώρα όπου όλοι περιμένουν το σύνθημα της επίθεσης νιώθοντας δίπλα τους την ανάσα του εχθρού.
Παρότι το σύνθημα δεν δίνεται ποτέ αφού, εν προκειμένω, οι Απριλιανοί φρόντισαν να προσφέρουν τα πάντα στους Τούρκους και να αποσύρουν την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο, η κρισιμότητα της στιγμής ήταν αρκετή για να αποκαλύψει τις μεγάλες αλήθειες: ότι όλος αυτός ο αχταρμάς των ταλαιπωρημένων ψυχών μετατρέπονται δυνάμει σε ήρωες και ξεχνούν τον φασισμό και τη διχόνοια, την μικροπρέπεια και τη ζήλια. Και ας μοιάζουν όλα παράλογα και ας φαντάζει αυτός ο παράξενος πίνακας με στιγμή από την Κόλαση του Δάντη: «Ο στρατός είναι σαν θρησκεία. Σε προετοιμάζει για τη Μέρα της Κρίσης. Όταν τίποτε από όσα ξέρεις δεν θα ισχύει. Λένε ότι, εκεί που τελειώνει η λογική, αρχίζει ο στρατός. Το χειρότερο είναι άλλο. Εκεί που τελειώνει η ειρήνη και αρχίζει ο πόλεμος. Η απόλυτη τρέλα».
________
Το βιβλίο «Πρόβες Πολέμου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος
σχόλια