Από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη
1 Πεζό. Κατευθείαν βγαλμένος από την κουλτούρα που προπαγάνδισε με μειλίχιο πείσμα, ενίοτε με μαλαγανιά, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, αγκαλιά με τα post-rock ταξίμια του μεγάλου Τάσου Φαληρέα και εύρωστο ανίψι του Γιώργου Ιωάννου, που αργά ή γρήγορα θα ανακαλύψουμε και πάλι, τακίμι δικό μου και του Νικόλα του Τριανταφυλλίδη, ψυχοβιογράφος του ανεπίληπτου Πάνου Γαβαλά, ο Δημήτρης Ν. Μανιάτης (Αθήνα, 1978) έρχεται να μας συναρπάσει τούτο το καλοκαίρι με τα δεκαπέντε ασπρόμαυρα λαϊκά-αστικά-καταστασιακά έπη που στεγάζονται στο κομψό τομίδιο Εγώ είμαι ένας άλλος (εκδ. Μετρονόμος). Και μόνο τα στατιστικά στοιχεία του ματς που είναι η απολαυσιακή ανάγνωση των αφηγημάτων του Μανιάτη πείθουν ότι είχε δίκιο ο Βακαλόπουλος όταν αναγόρευε τον Βασίλη Τσιτσάνη στον μεγαλύτερο Έλληνα κινηματογραφιστή! Έχουμε το πατσατζίδικο του Ασλανίδη στην Αγίου Κωνσταντίνου, το πρώτο που θυμάμαι να σερβίρει ψιλοκομμένο κοκκινιστό πατσά, και τον Γιάννη Φλερύ να χορεύει σε ξενυχτάδικο της πλατείας Βικτωρίας ένα slow-motion ζεϊμπέκικο που, όπως θα έλεγε, και θα χόρευε (τον έχω δει!), ο δάσκαλος Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, κουβαλάει στον βαρύ βηματισμό του τον Όμηρο, τον Μπελογιάννη, τον Πεντζίκη. Έχουμε τρεις φορές τη λέξη «χαρμολύπη» (στις σελίδες 29, 66, 73), ίσως την πιο όμορφη και πλούσια ελληνική λέξη. Έχουμε μπορχεσιανά τεχνάσματα που δεν τα βλέπεις με την πρώτη ματιά, αλλά είναι εκεί και συνομιλούν τόσο με τον Πάτροκλο Γιατρά του Νάσου Βαγενά στη θρυλική Συντεχνία (εκδ. Στιγμή) όσο και με τον Καθρέφτη του Τυφλού και την Κωμωδία του Αχιλλέα Κυριακίδη (εκδ. Πόλις). Π.χ. το μπορχεσιανό θέμα του στρατιώτη που την κρίσιμη στιγμή αλλάζει στρατόπεδο, καθώς βρίσκει τον μέσα εαυτό του, το επεξεργάζεται αριστουργηματικά, και επιμένω στη λέξη «αριστουργηματικά», στο διήγημα Για το χατίρι μιας παλιάς αγάπης. Έχουμε στην Πτώση μια δεξιοτεχνική μνεία στον Βιμ Βέντερς και στην τελευταία σημαντική του ταινία, Der Himmel ueber Berlin (στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον ανεκδιήγητο τίτλο Τα φτερά του έρωτα). Έχουμε ένα κλείσιμο του ματιού στον Ρομπέρτο Μπολάνιο και στη μανία του με το Τρίτο Ράιχ και τους ναζήδες της Λατινικής Αμερικής στο εναρκτήριο «Μπουένος». Έχουμε ένα φίνο κοκτέιλ από Αρθούρο Ρεμπώ («J' ai un autre») και Έντγκαρ Άλαν Πόε («William Wilson») στο «Εγώ είμαι ένας άλλος». Και, βέβαια, έχουμε τον φίνο φόρο τιμής στον μέγιστο Τζον Κασσαβέτης, τον σκηνοθέτη που εγκαινίασε τον απόλυτο ανθρωποκεντρικό κινηματογράφο, στο διήγημα Κασσαβέτης. Με μια λέξη: Μέλλον! Πάει να πει, ο συγγραφέας Μανιάτης έχει μέλλον, επειδή ακριβώς έχει παρελθόν.
2 Ποίημα. Μια κούνια. Σπασμένη. Λιτό εξώφυλλο. Μινιμαλισμός στον λόγο. Φράσεις σπασμένες, όπως η κούνια. Αλλά πλήρεις. Φιλοσοφικά ποιητικά σπαράγματα. Κομμάτια κι αποσπάσματα. Θρύψαλα. Στο βιβλίο του με τον πολύσημο τίτλο Έσπασε (εκδ. Μελάνι) ο Κώστας Καναβούρης (Καβάλα, 1955) προειδοποιεί, στοχάζεται, εμμένει, οιμώζει, συμπάσχει, επικρίνει, φθέγγεται, αποφαίνεται, δηλώνει: «Ο ποιητής δεν γράφει,/ Ο ποιητής κινείται». Και: «Εμείς δεν είμαστε στην αρπαγή,/ Δουλεύαμε έξω~ στα ποιήματα». Και: «Κουβαλάω απάνω μου ποιήματα / Κι έχω ρυθμίσει τον μηχανισμό». Και: «Άδηλο υλικό το ποίημα~ σαν το γυαλί./ Σπάζει εκεί που δεν το περιμένεις». Και: «Οι ήττες μοιάζουν λύπες / Οι νύχτες αρμοδιότητες». Και: «Ω αυτή η arte povera κάθε σφαγής / Η επανάληψη». Και: «Ερείπια φωτιάς». Και: «Μη γυρίσεις, είναι ο Τρακλ~ και πλησιάζει». Και: «Τα τραγούδια που άκουσα, θρησκεύονται στα χιόνια». Ψελλίσματα που γίνονται ουρλιαχτά. Αλλά και ουρλιαχτά με σουρντίνα, με σιγαστήρα. Ο θρυμματισμένος κόσμος, όπως το έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Πυρήνες ποιημάτων. Προσχέδια. «Τα ποιήματα δεν έχουν αναγνώστες,/ Έχουν αυτόπτες μάρτυρες». Και: «Μονιμοποιώ τον εαυτό μου στα γεγονότα». Και: «Όποιος εθήτευσε στις προφητείες / Τίποτα δεν θυμάται». Σπασμένες ιδέες, τεθλασμένα όνειρα, παρατεταμένες θητείες, αναπάντεχες σημειώσεις. «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου / Και έρεβος η ποίηση». Και: «Ποιητής χαμηλών μεγατόνων./ Απομακρυνθείτε». Πολλαπλά αδιέξοδα που μονάχα της Ποιήσεως το αδιέξοδο μπορεί να τα αφήσει πίσω του, να τα υπερβεί. Πένθος. Κορμιά καθημαγμένα. Άγγελοι. Απανωτές ήττες εκεί που δεν το περιμένεις και σαν να μην έχουν δοθεί οι μάχες, ήττες από θέση. Μια ελευθερία που δεν είναι παρά το ξεγέλασμα, όχι η άρνηση, όχι, αλλά το ξεγέλασμα, της φθοράς και του θανάτου. «Αυθεντική φθορά του φόνου / Του ίδιου φόνου που με γέννησε». Και: «Κόσμημα θελήσεως ο θάνατος./ Εκεί που άρχισε, εκεί να τελειώσει». Και: «Μην μπεις μέσα,/ Ο τάφος σου είναι ναρκοθετημένος». «Θέλουν δουλειά οι θάνατοι / Ώσπου να γίνουν ένας». Και: «Είμαστε οι νεκροί της χτεσινής ημέρας».
σχόλια