Τελείωνε το 1985 κι ήταν ακόμα καλοκαίρι. Κάναμε μπάνια στην Εφταλού, πηγαίναμε στο χαμάμ, βουλώναμε τις τρύπες του θόλου με εφημερίδες για να το κάνουμε σάουνα κι έπειτα μαζευόμαστε ως αργά στην ταβέρνα του Στέλιου και της Στρατούλας. Με το που άλλαξε όμως ο χρόνος άρχισε μια βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει. Οι Μολυβιάτες πάντα χαίρονται με τις βροχές, έχουν στον νου τους τις ελιές τους. Διασταυρώνονταν στα καλντερίμια, κοίταζαν προς την ίδια κατεύθυνση, ατενίζοντας υποτίθεται τη βροχή, και αντάλλασσαν σχόλια: ‘’Ωραία βροχή!...’’, ‘’Ωραία, ποτιστική!...’’, ‘’Χτες τη νύχτα για κανα-δυο ώρες παραδυνάμωσε, αλλά από τις 4 και μετά σιγάνεψε…’’ ‘’Το άκουσες το αγροτικό; Άλλες δέκα μέρες θα βρέχει!...’’ ‘’Αμήν Παναγιά μου…’’ ‘’Όσο έχει νοτιούδα, δεν σταματάει…’’ ‘’Τι νοτιούδα, δες τη σημαία στο κάστρο, δυτικός είναι, γι αυτό είναι κρύα και ψιλή η σταγόνα…’’ Κοντολογίς, άλλος ξενύχταγε και παραφύλαγε μη τυχόν και μας φύγει η βροχή, άλλος παρακολουθούσε ανελλιπώς το δελτίο καιρού για τους αγρότες, άλλος είχε ειδικότητα στην επίδραση του ανέμου στη σύσταση της βροχής κι όλοι μαζί αντάλλασσαν τις παρατηρήσεις τους σε τυχαίες συναντήσεις στην Αγορά.
Ήταν μια από αυτές τις νύχτες που πρωτοπήγα στην καλύβα του Καυδόλιου. Ο Καυδόλιος είναι ο Αντώνης, ο Αντώνης Ψαρρός ή Ψαραντώνης, γιος του Ψαρόγιαννου. Ο λόγος ήταν ένα εξάνθημα που είχε στον καρπό, με είχε παρακαλέσει η γυναίκα του άμα με βγάλει ο δρόμος καμιά φορά από την Εφταλού, να σταθώ και να το κοιτάξω γιατί ο Αντώνης αποκλειόταν να κατεβεί στον Μόλυβο. Η ιατρική επίσκεψη ξεκίνησε με όλες τις προδιαγραφές της σωστής ιατρικής πράξης. Πήγα καταχείμωνο μέσα στη νύχτα, χωρίς φακό, να εξετάσω ένα εξάνθημα σε μια καλύβα που δεν είχε ηλεκτρικό. Είχα όμως μαζί μου ένα μπουκάλι ούζο, γιατί ένας φίλος όταν έμαθε ότι σκόπευα να περάσω από τον Αντώνη μου είπε: ‘’Όταν θα πας, πάρε μαζί σου κι ένα μπουκάλι ούζο, δεν είναι σωστό να πας με άδεια χέρια, άλλωστε θα σου χρειαστεί…’’ Ιατρική επίσκεψη λοιπόν μ’ ένα μπουκάλι ούζο. Το μόνο ελαφρυντικό που βρίσκω είναι ότι ήμουν 28 χρονών.
Ζούσε μόνος του στην καλύβα του, ψάρευε συνέχεια, μέρα και νύχτα, με μια μικρή βάρκα, δεν κατέβαινε ποτέ στον Μόλυβο. Περπατούσε πάντα σκυφτός, τόσο πολύ που ο κορμός του σχημάτιζε σχεδόν ορθή γωνία με τα πόδια του. Στο κεφάλι του είχε πάντα δεμένο ένα άσπρο μαντήλι. Είχε τη φήμη φανατικού φιλόζωου, αλλά στην πραγματικότητα ήταν κάτι πολύ περισσότερο, ήταν γητευτής κάθε τι του ζωντανού.
ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ τον έβλεπα κάθε φορά που περνούσα μπροστά από το καλυβάκι του πηγαίνοντας προς τα Λουτρά της Εφταλούς. Ήξερα ήδη γι αυτόν ότι ο πατέρας του, ο Ψαρόγιαννος, ήταν ψαράς στα απέναντι παράλια της Μικρασίας και είχε έρθει πρόσφυγας το 1922. Η ζωή και η προσωπικότητα του Ψαρόγιαννου είχαν εμπνεύσει ένα μικρό μυθιστόρημα στον λογοτέχνη Τάκη Χατζηαναγνώστου, το οποίο μάλιστα είχε γίνει ταινία με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Φούντα και την Αλέκα Κατσέλη και με εξαιρετική μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. Λέγανε για τον Ψαρόγιαννο ότι ήταν ένας μοναχικός και ιδιόρρυθμος άνθρωπος, αλλά κι ο γιος του, ο Αντώνης, που τότε κόντευε τα εξήντα, φαινόταν να ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του. Ζούσε μόνος του στην καλύβα του, ψάρευε συνέχεια, μέρα και νύχτα, με μια μικρή βάρκα, δεν κατέβαινε ποτέ στον Μόλυβο. Περπατούσε πάντα σκυφτός, τόσο πολύ που ο κορμός του σχημάτιζε σχεδόν ορθή γωνία με τα πόδια του. Στο κεφάλι του είχε πάντα δεμένο ένα άσπρο μαντήλι. Είχε τη φήμη φανατικού φιλόζωου, αλλά στην πραγματικότητα ήταν κάτι πολύ περισσότερο, ήταν γητευτής κάθε τι του ζωντανού. Είχε για παρέα έναν γλάρο που τον είχε εξημερώσει, ενώ οι γάτες του τού ήταν τόσο αφοσιωμένες που όταν τον έβλεπαν να επιστρέφει από το ψάρεμα βουτούσαν στη θάλασσα και κολυμπούσαν μέχρι τη βάρκα του για να τον υποδεχθούν! Σε μια άκρη της παραλίας είχε σκάψει έναν λάκκο αρκετά βαθύ, ώστε να γεμίζει με το νερό της θάλασσας, που τον χρησιμοποιούσε σαν ενυδρείο. Εκεί έβαζε όσα ψάρια του φαίνονταν όμορφα ή παράξενα.
Μπροστά στην καλύβα υπήρχε ένα μικρό αυτοσχέδιο λιμανάκι που χώραγε ίσα-ίσα τη βάρκα του. Είχε ξεκινήσει να το φτιάχνει ο πατέρας του μαζί με όλα τα παιδιά της οικογένειας που κουβαλούσαν πέτρες για να δημιουργήσουν δυο μικρούς βραχίονες που θύμιζαν τις δαγκάνες ενός καβουριού. Το πρόβλημα ήταν ότι τα νερά ήταν πολύ ρηχά και το κύμα έφερνε συνεχώς πέτρες και άμμο μέσα στο ‘’λιμάνι’’, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να χωρέσει και η βάρκα. Γι αυτό το λόγο ο Αντώνης ήταν υποχρεωμένος να παίρνει κάθε μέρα την αξίνα του και να σκάβει τον βυθό. Το θέαμα για τον ανυποψίαστο παρατηρητή ήταν μοναδικό. Ένας άνθρωπος με την αξίνα του να "σκάβει" τη θάλασσα!
Το κατάλυμά του ήταν ένα όμορφο, πέτρινο καλυβάκι χτισμένο πάνω στην αμμουδιά, ακουμπισμένο σ’ έναν μεγάλο βράχο, που έπαιζε και τον ρόλο του ενός από τους τέσσερις τοίχους. Ο άλλος τοίχος ήταν κυριολεκτικά πάνω στο κύμα. Η είσοδος, ένα χαμηλό πορτάκι, ήταν από την απέναντι μεριά του βράχου και ο τέταρτος τοίχος ήταν από τη μεριά του παραλιακού δρόμου της Εφταλούς που τότε ήταν ακόμα χωματόδρομος και πέρναγε χαμηλότερα, στο ύψος της παραλίας. Δεν θυμάμαι να υπήρχε άλλο άνοιγμα πέρα από το πορτάκι κι ένα παραθυράκι από τη μεριά της θάλασσας.
Θα θυμάμαι πάντα την πρώτη φορά που διάβηκα αυτό το πορτάκι εκείνη τη βροχερή χειμωνιάτικη νύχτα. Έπρεπε να σκύψω πολύ για να το περάσω και η πρώτη εικόνα που δημιούργησαν τα μάτια μου ήταν μια σύνθεση από πολλά και διαφορετικά ακατανόητα στοιχεία. Ο χώρος φωτιζόταν μόνο από μια μικρή φωτιά που σιγόκαιγε σ’ ένα πρωτόγονο τζάκι, τοποθετημένο στον τοίχο που βρεχόταν από τη θάλασσα. Αυτός ο τοίχος λοιπόν από τη μια μούσκευε από το παγωμένο θαλασσινό νερό κι απ’ την άλλη στέγνωνε από αυτή τη φωτιά. Το πιο περίεργο όμως απ’ όλα ήταν ένας απροσδιόριστος γούνινος μπόγος, ακουμπισμένος μπροστά ακριβώς στη φωτιά, σχεδόν σ’ επαφή μαζί της, τόσο, που την έκρυβε και φαίνονταν μόνον οι ανταύγειες της. Ακόμα πιο περίεργο ήταν το γεγονός ότι περισσότερο ένιωθα και λιγότερο έβλεπα πως αυτός ο μπόγος πού και πού αναδευόταν! Μου πήρε ώρα για να καταλάβω ότι δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά μερικές δεκάδες γάτες που απολάμβαναν τη θαλπωρή της οικογενειακής εστίας στοιβαγμένες σε ένα απίστευτο ανακάτεμα.
Ο χώρος ήταν πολύ μικρότερος απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς αν μετρούσε τις εξωτερικές διαστάσεις της καλύβας γιατί ο βράχος δεν ήταν κατακόρυφος, οπότε καταλάμβανε ένα μεγάλο μέρος του εσωτερικού της. Η καλύβα ήταν χαμηλή κι από την οροφή κρέμονταν πολλές σακούλες, το περιεχόμενο των οποίων μου αποκαλύφθηκε αργότερα.
Ο Αντώνης ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι, τοποθετημένο μπροστά στο βράχο. Ενώ με καλωσόριζε, τον άκουγα ταυτόχρονα να κλαίει γοερά, απ’ τη μια να καταριέται τον εαυτό του κι απ’ την άλλη να μιλάει τρυφερά σ’ ένα γατάκι που κράταγε στην αγκαλιά του. Ήμουν θεατής μιας σκηνής θρηνητικού ολοφυρμού από αυτές που βλέπουμε στις αρχαίες τραγωδίες. Από τότε έχω πολλές φορές παρακολουθήσει τον Αντώνη να θρηνεί με την ίδια αμείωτη ένταση το θάνατο μιας γάτας ή ενός σκύλου. Όπως επίσης έχω γίνει μάρτυρας του πανικού της γυναίκας του, ενός φίλου του ή ενός γείτονα για το ενδεχόμενο να πληροφορηθεί ο Αντώνης ότι σκοτώθηκε κάποια γάτα ή κάποιος σκύλος.
Τι είχε γίνει λοιπόν; Ο Αραφάτ (‘’ι Αραφάτ’ς’’) είχε γεννήσει τρία γατάκια κι όλα πήγαιναν καλά, ώσπου ξαφνικά ο Αντώνης βρήκε τα δυο από τα τρία πεθαμένα, ενώ το τρίτο του φάνηκε κι αυτό σε μάλλον άσχημη κατάσταση. Τότε ο Αντώνης θυμήθηκε ότι λίγες μέρες πριν είχε ψεκάσει στη γούνα τους λίγο εντομοκτόνο γιατί είχαν γεμίσει ψύλλους. Έπλυνε αμέσως το γατάκι που επέζησε και τώρα το κρατούσε στοργικά στην αγκαλιά του και του απολογιόταν για το κακό που του ’χε κάνει. Εν τω μεταξύ, ο Αραφάτ, η μάνα των γατιών, συμμετείχε στο γούνινο μπόγο και δεν έδειχνε να συμμερίζεται τον πόνο του Αντώνη. Με την ευκαιρία, ο Αντώνης μου παρουσίασε όλες του τις γάτες, όχι απλώς με το όνομά τους, αλλά και διηγούμενος για την καθεμιά μια μικρή ιστορία ή αναφέροντας ένα μικρό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς της: ‘’αυτός είναι ο Κάρολος, δώστου χάνο και πάρτου την ψυχή…’’ Για τον Αντώνη η καθεμία γάτα είχε την δική της ταυτότητα κι εκείνος είχε μαζί της μια ξεχωριστή σχέση. Ακόμα και το γεγονός ότι τα ονόματα ήταν αρσενικά ή θηλυκά άσχετα από το φύλο της γάτας, οφειλόταν στην άποψη του Αντώνη ότι μερικές φορές ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητας μπορεί να είναι πιο έντονο από το φύλο. Για παράδειγμα, η γάτα με το όνομα Αραφάτ ήταν επαναστάτης, αυτό την ξεχώριζε από τις άλλες γάτες κι όχι το φύλο της.
Εκείνο το βράδυ το ούζο μας χρησίμευσε γιατί ο Αντώνης ετοίμασε γρήγορα έναν καλό μεζέ χωρίς να χρειαστεί ν’ αφήσει το κρεβάτι του. Ό,τι χρειαζόταν ήταν στην ακτίνα του χεριού του. Έβαλε στο τζάκι να ψήσει φρέσκα ψαράκια, απλώνοντας το χέρι έφτανε όλες τις κρεμασμένες σακούλες που είχαν όλα τα καλά του κόσμου, παστά, σαλάτες, αλλά και μαχαιροπήρουνα και χαρτοπετσέτες. Ακόμη και για να τροφοδοτήσει τη φωτιά με ξύλα δεν χρειαζόταν να σηκωθεί από το κρεβάτι. Τα ξύλα ήταν στοιβαγμένα κάτω από το κρεβάτι, δεν είχε παρά να απλώσει το χέρι, να πάρει ένα και να το βάλει στο τζάκι που ήταν ακριβώς δίπλα.
Όταν χωρίσαμε εκείνη τη νύχτα εγώ γύρισα πανευτυχής στον Μόλυβο, ο Αντώνης μπήκε στη βαρκούλα του, νύχτα και με βροχή, να μαζέψει ένα παραγάδι. Το εξάνθημα το είχαμε ξεχάσει κι οι δυο…
______
Ο Κώστας Γκοτζαμάνης ήταν ψυχίατρος και διευθυντής του κέντρου «Τόπος Ψυχοθεραπείας» -ενός τόπου συνάντησης κλασικών και εναλλακτικών θεραπευτικών προσεγγίσεων. Είχε ασχοληθεί με τη μετάφραση και την επιμέλεια βιβλίων ψυχιατρικής και είναι ο συγγραφέας του «Μεγαλώνοντας (με) το παιδί μου» (εκδόσεις Πατάκη). Πέθανε αιφνίδια τον Ιανουάριο του 2022.
σχόλια