1 Αρανίτσης: Για πολλούς επίμονους ιχνηλάτες του νοήματος, η ολική επαναφορά του Ευγένιου Αρανίτση (Κέρκυρα, 1955), με πρωτότυπο (όπως πάντα) τρόπο, είναι σημαντικό γεγονός. Τα «Παράδοξα», είκοσι χρόνια τώρα, είναι μια άριστα προσαρμοσμένη στα ελληνικά πράγματα εκδοχή των περιλάλητων Μυθολογιών του λεπταίσθητου Ρολάν Μπαρτ, μια οξυδερκέστατη και απαράμιλλα ευαίσθητη ανάλυση των πραγματικοτήτων που οργιάζουν γύρω μας, που μας φαίνονται απολύτως αυτονόητες και που τις παίρνουμε τοις μετρητοίς, θέλοντας και μη, συνήθως παραμερίζοντας βάναυσα και απερίσκεπτα την όποια λοξή ματιά. Μια εικοσαετία, μέσα από τη γνωστή εφημερίδα που γνώρισε μεγάλες δόξες όταν φιλοξενούσε ό,τι πιο αντισυμβατικό έβγαζε το ελληνικό μας κουλουβάχατο, ο Αρανίτσης καταπιανόταν με την πιτυρίδα του Καφετζόπουλου, με τις πισίνες στα νησιά, με το αλκοόλ ως βούληση και ως παράσταση, με τον Καρούζο και τον Λάγιο, με τον Τσιτσάνη και την Μπέλλου, με τα σκουπίδια, με την πιτσιρικαρία, με ό,τι κάνουμε πως δεν βλέπουμε, δεν ακούμε και δεν το συζητάμε. Τώρα επανακάμπτει, στήνοντας τα «Παράδοξα» στον κυβερνοχώρο, παίζοντας ακόμα ένα στοίχημα, επιμένοντας πάντα στην αιρετική ανάλυση και στη βαθύνοια μεσούσης της ταχύπλοης αμβλύνοιας και της καλπάζουσας λήθης αυτού που άλλοτε ήταν η κοινή λογική και η ευγενής ευαισθησία. Καλωσορίζουμε, λοιπόν, τα διαδικτυακά «Παράδοξα», www.paradoxa.gr, που στέλνουν σήματα καπνού για να επισημάνουν πού βρίσκονται οι εστίες πυρός. Σε αντίθεση με σχεδόν κάθε άλλο διαδικτυακό εγχείρημα, ο Αρανίτσης αποφεύγει τον ίλιγγο των εικόνων και μας προσφέρει αμιγώς κείμενα, αυστηρά για διάβασμα και σκέψη. Μια πολύτιμη περιπέτεια, τα «Παράδοξα».
2 Βέλτσος: Με συναρπάζει στην Αυτοκρατορία (εκδ. Νεφέλη) η επινοητικότητα του πολυμήχανου Γιώργου Βέλτσου (Αθήνα, 1944): στη μανιασμένη του προσπάθεια όχι μονάχα να κατανοήσει τα ιλιγγιώδη παράδοξα που κατακλύζουν έναν κόσμο-κυκεώνα αλλά και να εναντιωθεί στα δεινά και στις οδύνες, χώνεται/χάνεται/χύνεται στον λαβύρινθο του χρόνου, ανακατεύει όσα μας ανακατεύουν, εμπλέκει τα όσα μας έχουν εμπλέξει, συνομιλεί με τους μάστορες που ήξεραν να κρύβουν για να φανερώσουν, να ψιθυρίσουν για να ουρλιάξουν, να καμώνονται τους γκαβούς για να διαφυλάξουν την όραση. Γλώσσα που κλείνει το μάτι στον Σελίν και στον Ντεμπόρ, στον Τζόυς και στον Νέγκρι, στα γεωπολιτικά θρίλερ και στα κυβερνοπάνκ έπη. «Είμαστε όλοι εκτός Ιστορίας, και μ' αρέσει. Ο μοχλός της παντοδυναμίας μας δεν είναι η πολιορκητική μηχανή, ούτε καν το δολάριο, αλλά η άυλη πληροφορία. Μας πληροφορεί ότι είμαστε εκτός ιστορίας. Αυτός είναι ο πολιορκητικός κριός». Και: «Τέρμα τα σκάνδαλα, η μετά θάνατον ζωή, η φιλοσοφία... Τέρμα όλα. Σπατσάραμε...». Ο Βέλτσος ψαύει την κατακερματισμένη σημασία, παλιός κατακερματιστής, δολιοφθορέας ο ίδιος. Αποκαθιστά. Σώζει ό,τι μπορεί να σώσει: λέξεις, έννοιες, στιγμές. Περιπολεί και ψαχουλεύει στις «αποθήκες της Ιστορίας», πού αλλού;
3 Γκόζης: Μη μου μιλάς όταν σε διακόπτω, λέγαμε άλλοτε για να κοροϊδέψουμε την κακοφωνία του εγωιστικού πανζουρλισμού. Ο Γιώργος Γκόζης (Θεσσαλονίκη, 1970) επιχειρεί επιτυχώς, αν όχι να χαρτογραφήσει το χάος της τρελαμένης πραγματικότητας, όπως κάνουν με τον τρόπο τους οι Αρανίτσης και Βέλτσος, τουλάχιστον να ηχογραφήσει τον ακατάσχετο θόρυβο του πολυχώρου που έχει καταλήξει να είναι η σημερινή κοινωνία. Μοντάρει μετά τις ηχογραφήσεις, παίζει με τις μπομπίνες ενός αρχαίου αλλά σθεναρού Grundig και μας καλεί να ακροαστούμε τα γεγονότα, έτσι ώστε να τα κατανοήσουμε, όσο γίνεται, και να τα συζητήσουμε επειγόντως, προτού επιδεινωθούν τα πάντα ερήμην μας. Ας αφεθούμε για λίγο και ας τραγουδήσουμε το «Let the music play» του αλησμόνητου «καρεκλά» Μπάρι Γουάιτ σ' ένα επιλοχάδικο, στο Έκτο Σύνταγμα Πεζικού στην Κόρινθο, όπως μας καλεί να κάνουμε ο Γκόζης, ή ας φαλτσάρουμε κι εμείς σε greeklish το αδιανόητο εκείνο σουξέ «Play Bouzouki» (Θυμάστε; Play bouzouki / play bouzouki / play bouzouki gia mena) κι ας ταξιδέψουμε στην απόλυτη καταστασιακή/situationniste πόλη που ήταν η Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ογδόντα. Συνοψίζει σούπερ ο Γκόζης: «Τα μάτια ανοίγουν, κι αυτή η βόλτα έχει τελειώσει. Εκείνο το συγκεχυμένο που αναζητούσαμε ήταν να δούμε όσο πιο πολλά, να ρωτήσουμε ακόμα περισσότερα, να μάθουμε όλο και πιο γρήγορα, να συγκρίνουμε, να ακούσουμε, να γνωρίσουμε, να απορρίψουμε, να επιδοκιμάσουμε». Το στοίχημα που έβαλε ο εκδότης Νίκος Γκιώνης, ποντάροντας σε μια πλειάδα νέων, ανήσυχων λογοτεχνών (Λευτέρης Καλοσπύρος, Βασιλική Πέτσα, Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Ελεάννα Βλαστού), είναι για τα καλά κερδισμένο!
σχόλια