1.Η μνήμη του χθες. Ο μακαρίτης φίλος μου Alan Ansen, ο απόλυτος διανοούμενος της Beat Generation, λάτρης της Ελλάδας, όπου έζησε τέσσερις δεκαετίες, μας έλεγε συχνά-πυκνά ότι το μεγαλύτερο προσόν ενός συγγραφέα είναι το να ξέρει να θυμάται. Όχι να θυμάται γενικώς, αυτό είχε πάθει ο περιλάλητος Ειρηναίος Φούνες του Χόρχε Λούις Μπόρχες. Αλλά να θυμάσαι δημιουργικά. Να ξέρεις να οργανώσεις τις αναμνήσεις σου, να τις πλέκεις με τις αναμνήσεις των άλλων, να τις εντάσσεις σε ένα γενικότερο σχέδιο, να τις μπάζεις με την τέχνη σου στο Μεγάλο Κόλπο της Ιστορίας, εκεί όπου τωόντι τίποτα δεν πάει χαμένο. Ο λίαν εκλεκτός Δημήτρης Πετσετίδης (Σπάρτη, 1940) ξέρει να θυμάται, ξέρει να ελίσσεται στο αχανές δάσος των γεγονότων, ένα δάσος συχνά πυρπολημένο, γεμάτο δόκανα και λάκκους και επικίνδυνα περάσματα. Αλλά, χρόνια τώρα, ο συγγραφέας έχει εκπαιδευτεί και ξέρει να είναι ιχνηλάτης, οδοιπόρος, ταξινομητής, γραφέας, σκακιστής στη σκακιέρα της Μνήμης και της Λήθης.

3.Επί τέσσερα. Στο βιβλίο Επί τέσσερα (εκδ. Εστία) στεγάζονται είκοσι πέντε σύμπαντα, είκοσι πέντε κόσμοι, φαινομενικά ασήμαντα στιγμιότυπα που, επιμένω, είναι σύμπαντα. Από αυτά συντίθεται η ιστορία μας, το άλλοτε λαμπρό και άλλοτε επαίσχυντο κουλουβάχατό μας. Με λέξεις απλές, με φτωχά υλικά, ένας Γιάννης Κουνέλλης της μικρής/σφιχτής/ασπρόμαυρης πρόζας, ο δεξιοτέχνης Πετσετίδης θυμάται για να μας θυμίσει, συνθέτει ξανά το παρελθόν για να μας βοηθήσει να χάσουμε λυτρωτικά τις ψευδαισθήσεις μας και να στοχαστούμε τι μπορούμε να δούμε με τα μάτια ανοιχτά και τι μπορούμε να κάνουμε με τα γυμνά μας χέρια.

5.Κατακρύψεις. Ιδιαίτερα με θέλγει ο τρόπος του να κρύβει τις ραφές, να προβαίνει σε κατακρύψεις σαν αυτές που δεκαετίες τώρα επιχειρεί ο σπουδαίος εικαστικός Δημήτρης Αληθεινός, να χώνει θραύσματα από διαβάσματα μέσα στο ωμό και τραχύ υλικό των ιστοριών του/μας. Και ξαφνικά, απροσδόκητα, αναπάντεχα, ο συγγραφέας αποφασίζει να απογειωθεί και να μας απογειώσει. «Τούλα», έτσι, απλά, λιτά, τιτλοφορεί το συστηματοποιημένο παραλήρημα που μας ωθεί στους λαβυρίνθους του χρόνου, του έρωτα, του πάθους, της ανάγκης του ανθρώπου να ξεγελάει τη φθορά και να υπερπηδάει, έστω και με τη δύναμη της φαντασίας, όλα τα εμπόδια. «Να σε κοιτάζω και να μην ξανανοίξω το στόμα μου», γράφει/λέει ο Πετσετίδης/Αφηγητής, «να εφαρμόσω την αισθητική της σιωπής». Και απογειώνεται. «Σου ζήτησα τον αριθμό του κινητού σου για να σου στέλνω μηνύματα, να σου γράφω από το πρωί ίσαμε το βράδυ ιστορίες αγάπης, να σου πω για τον κόσμο που είναι απέραντος κι εμείς ούτε σταγόνες στον ωκεανό, για τα τρισεκατομμύρια αστέρια του σύμπαντος, για τις φοβερές χρονικές αποστάσεις και τι είναι τα λίγα χρόνια που είσαι μεγαλύτερή μου ή τι μετράει η διαφορά της ηλικίας μου από αυτήν του Αχιλλέα, μπροστά στο φοβερό χάος του σύμπαντος».
6.Αισθητική. Ευτυχώς, για μας που ανασκαλεύουμε για να οραματιζόμαστε και που ψαχνόμαστε για να επιμείνουμε στη δημιουργικότητα, ο Πετσετίδης δεν ενδίδει στην «αισθητική της σιωπής», όπως έλεγε η λαμπρή Σούζαν Σόνταγκ, αλλά στην «αισθητική της αντίστασης» όπως το θέλει, και το θέλουμε κι εμείς, ο βαθύς/βαρύς τόμος, 1.200 σελίδες θυμάμαι, τότε που ήμουν στη Γερμανία (!), ο τόμος με το μυθιστόρημα Ästhetik des Widerstands του Πέτερ Βάις.
σχόλια