Πάνω-κάτω ο Στίβεν Κινγκ μας τρομοκρατεί εδώ και μισό αιώνα. Ξέρει με τι μοιάζει αυτό που κρύβεται κάτω από το κρεβάτι μας, γνωρίζει πώς λέγεται αυτό που ξεπροβάλλει μέσα από τη ντουλάπα μας ενώ κοιμόμαστε, κάνει παρέα μ' εκείνο που γρυλίζει έξω από το παράθυρό μας τις θυελλώδεις νύχτες ‒ όχι, δεν είναι ο άνεμος.
Το όνομά του είναι συνώνυμο του τρόμου – τα κλισέ έχουν το έρεισμά τους στην πραγματικότητα και η πραγματικότητα λέει ότι αν βγεις στον δρόμο και ζητήσεις από εκατό ανθρώπους να σου πουν το όνομα ενός συγγραφέα τρόμου, οι εκατόν ένας θα αποκριθούν «Στίβεν Κινγκ». Διόλου μικρό κατόρθωμα για έναν καθηγητή αγγλικής φιλολογίας σε γυμνάσιο του Χάμπτον της Πολιτείας Μέιν.
Γεννήθηκε σε μια άλλη πόλη της Πολιτείας Μέιν, το Πόρτλαντ, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1947. Ο πατέρας του εγκατέλειψε τη μητέρα του, τον αδερφό του και τον ίδιο όταν ήταν μόλις 2 ετών. Ίσως γι' αυτό τόσο συχνά απαντά στο έργο του το μοτίβο της δυσλειτουργικής οικογένειας, με γονικές φιγούρες απούσες ή παρούσες σε αποπνικτικό βαθμό και καταδυναστευτικές. Το 1966 ξεκινά να σπουδάζει αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Μέιν. Εκεί θα γνωρίσει και την Τάμπιθα, μετέπειτα σύζυγό του και Νο1 θαυμάστριά του, εκείνη που του έσωσε την καριέρα αλλά και τη ζωή με καίριες παρεμβάσεις, όταν οι καταχρήσεις την απείλησαν. Για να επιβιώσουν οι δυο τους έκαναν ένα σωρό δουλειές, ακόμα και μετά την πρόσληψή του σε σχολείο. Ο Κινγκ αντλεί συχνά έμπνευση από αυτή την περίοδο: μια μεγάλη μερίδα των ηρώων του είναι βιοπαλαιστές, καθημερινοί, συνηθισμένοι άνθρωποι του μεροκάματου που έρχονται αντιμέτωποι με κάτι ασυνήθιστο.
Ο Κινγκ, όπως λέει και η αμερικανική έκφραση, «έχει πολλούς σκελετούς κρυμμένους στη ντουλάπα του», ενδεχομένως και κυριολεκτικά, οπότε αργά ή γρήγορα θα επινοήσει και πάλι κάτι που θα συλλάβει το ρεύμα (και το πνεύμα) των καιρών μας.
Διηγήματά του είχαν δημοσιευτεί ήδη σε περιοδικά και εφημερίδες, όταν πάλευε να γράψει ένα βιβλίο που ονομαζόταν «Κάρι». Απογοητευμένος από τις προσπάθειές του, πέταξε το χειρόγραφο στα σκουπίδια. Ήταν η σύζυγός του, η Τάμπιθα, που μάζεψε τις σελίδες από κει, τον έπεισε να του δώσει ακόμα μια ευκαιρία και του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθούσε να αποτυπώσει πειστικότερα τη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Η συνέχεια, γνωστή σε όλους. Η «Κάρι» ήταν το πρώτο του βιβλίο που εκδόθηκε –ο ίδιος δηλώνει ότι είχε γράψει ως τότε άλλα πέντε‒ και σημείωσε επιτυχία αρκετή ώστε να πωληθούν τα δικαιώματα για να μεταφερθεί στο σινεμά. Η κλασική πια δημιουργία του Ντε Πάλμα γνώρισε θετικότατη εμπορική και καλλιτεχνική υποδοχή και εκτόξευσε τις πωλήσεις του βιβλίου στα ύψη. Όπως δήλωσε και ο συγγραφέας, «το βιβλίο έφτιαξε την ταινία και η ταινία έφτιαξε το βιβλίο», αναγνωρίζοντας τη συμβολή της στη συγκρότηση του μύθου του.
Ο Κινγκ ανατράφηκε ως μεθοδιστής, αλλά ήδη από τα εφηβικά του χρόνια απομακρύνθηκε την Εκκλησία. Σε συνεντεύξεις του δηλώνει ότι η οργανωμένη θρησκεία είναι ένα επικίνδυνο εργαλείο, αντίληψη που θα βρεις και στην «Κάρι» – η θρησκοληψία της μάνας και οι ενοχές για τα πάθη του σώματος πυροδοτούν την έντονη αντίδραση της Κάρι. Οι χριστιανικές διδαχές, πάντως, έχουν σταθεί βασική επιρροή για τη φαντασία του. Η ηθική είναι πανταχού παρούσα στο έργο του, πιστεύει στην ύπαρξη του Καλού και του Κακού (και του εξωτερικού και του ενδογενούς), που βρίσκονται σε αιώνια διαμάχη, με τους ανθρώπους να καλούνται να επιλέξουν ανάμεσά τους και τη μεν σωτηρία τους να εξαρτάται από την αποδοχή του Καλού μέσα από ενάρετες πράξεις, τη δε τιμωρία τους να βρίσκει την αιτία της στην επιλογή του άλλου δρόμου. Εξακολουθεί, επίσης, να πιστεύει τόσο στην ύπαρξη του Θεού όσο και σε αυτήν μιας σκοτεινής δύναμης που θέλει να εδραιώσει το Κακό στον κόσμο μας, διόλου παράξενο για έναν άνθρωπο του οποίου η λογοτεχνική παραγωγή ασχολείται με το μεταφυσικό σε συντριπτικό ποσοστό.
Μέσα στα έξι χρόνια που ακολούθησαν την έκδοση της «Κάρι», ο Κινγκ εξέδωσε έξι μυθιστορήματα. Αυτή του η παραγωγικότητα στάθηκε αιχμή του δόρατος για τις δυσμενείς κριτικές, καθώς την ταύτισαν με εκπτώσεις στην ποιότητα της παραγωγής – εντελώς άδικο δεν τις λες, θα βρεις και επαναλήψεις και «μισοψημένες» ιδέες στο έργο του. Μαζί με την επιτυχία, διογκώθηκε και η εξάρτησή του από το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και τα παυσίπονα. Μέσα από τα βιβλία του θα μιλήσει συχνά για τις καταχρήσεις του. Στη «Λάμψη», για παράδειγμα, ουσιαστικά μετέτρεψε σε μυθοπλασία τον φόβο πως οι εξαρτήσεις του θα τον καταστήσουν κακό πατέρα για τα παιδιά του.
Ίσως αυτή η προσωπική διάσταση της ιστορίας να είναι ένας λόγος που όπου σταθεί κι όπου βρεθεί μιλά με άσχημα λόγια για τη διασκευή του βιβλίου του από τον Στάνλεϊ Κιουμπρικ – ένας άλλος μπορεί να είναι και ότι ζηλεύει λίγο που ο Αμερικανός σκηνοθέτης έδωσε στην ηθική ιστορία αλκοολισμού του διαστάσεις και προεκτάσεις που αυτός ούτε είχε διανοηθεί. «Είναι σαν μια Κάντιλακ χωρίς μηχανή, όλο στυλ και καθόλου ουσία» δήλωσε για την εμβληματική δημιουργία του Κιούμπρικ. Ο Κινγκ έχει άποψη και, όπως έχει αποδείξει μέσα στα χρόνια, δεν την κρατά για τον εαυτό του, όσο αιρετική κι αν είναι. «Ο Χέμινγουεϊ είναι χάλια» δήλωσε σε συνέντευξη του στο «Rolling Stone». «Εάν έγραφα σαν αυτόν, το αποτέλεσμα θα ήταν επιφανειακό και άψυχο». Αν ζούσε ο Χέμινγουεϊ και το μάθαινε θα τον προκαλούσε να λύσουν τις διαφορές τους με γροθιές – και θα κέρδιζε.
Tα τέλη των '70s τον βρίσκουν στο απόγειο της επιτυχίας του, το όνομά του έχει καταστεί πια σημείο της ποπ κουλτούρας. Για να διερευνήσει κατά πόσο το brand name είναι εκείνο που οδηγεί το κοινό στα βιβλία του αντί για το περιεχόμενό τους, θα υπογράψει πέντε βιβλία με το ψευδώνυμο Ρίτσαρντ Μπάκμαν, ξεκινώντας από την «Οργή» το 1977 και καταλήγοντας στον «Αδύνατο» το 1984. Για την ιστορία, τα βιβλία σημείωσαν σχετική επιτυχία, με τη γνωστοποίηση της πραγματικής ταυτότητας του συγγραφέα τους όμως οι πωλήσεις αυξήθηκαν δραματικά.
Στο μεταξύ, οι μεταφορές βιβλίων του στο σινεμά ολοένα και αυξάνονται, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Ο ίδιος, υπερεκτιμώντας τις δυνατότητές του και για να προστατέψει τα βιβλία του από τους Κιούμπρικ αυτού του κόσμου(!), οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται το όραμά του(!), θα γράψει και θα σκηνοθετήσει το «Maximum Overdrive», βασισμένος σε διήγημά του από τη «Νυχτερινή Βάρδια». Ευτυχώς για όλους μας, οι σκηνοθετικές του περιπέτειες θα σταματήσουν εκεί.
Οι λογοτεχνικές, αντιθέτως, συνεχίζονται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Στην προσπάθειά του να εντοπίσει τι είναι εκείνο που μας τρομάζει, θα στραφεί σε κάθε πιθανή και απίθανη πηγή τρόμου. Από βρικόλακες, νεκροζώντανους και λυκανθρώπους μέχρι αυτοκίνητα, κινητά, πρέσες σιδερώματος –το τεχνολογικό επίτευγμα στο έργο του Κινγκ είναι περισσότερο πηγή κινδύνου παρά μέσο διευκόλυνσης– ή ακόμα και σε ένα ποδήλατο γυμναστικής που σε οδηγεί μέσα στους πίνακες ζωγραφικής σου, όπως στο «Στατικό Ποδήλατο», την καλύτερη ιστορία της συλλογής διηγημάτων «Ιστορίες του λυκόφωτος» ‒ είναι δεδομένη η αγάπη του Κινγκ για τη φόρμα του διηγήματος, άλλωστε από μια συλλογή διηγημάτων του Λάβκραφτ ξεκίνησε η αγάπη του για το είδος του τρόμου. Πάνω απ' όλα, ο Κινγκ επιχειρεί να μας τρομάξει μέσα από την πιο φοβερή και ανατριχιαστική πηγή τρόμου στον κόσμο, το ανθρώπινο μυαλό.
Ένα μεγάλο (έως συντριπτικό ποσοστό) κάθε ιστορίας του περιλαμβάνει εσωτερική δράση. Περιγράφει διεξοδικά τον εσωτερικό κόσμο του χαρακτήρα, αφήνει τον τρόμο να προκύψει μέσα από τη φαντασία του και τις προσωπικές του φοβίες και όταν (και αν) έρθει η στιγμή της συνάντησής του με μια εξωγενή πηγή τρόμου, αυτή, ως αναγνώστες, τις περισσότερες φορές τη βιώνουμε μέσα από το βλέμμα του χαρακτήρα. Έτσι, ο τρόμος γίνεται αποτελεσματικότερος, επειδή, με την εισροή του υποκειμενικού στοιχείου στην αφήγηση, αποκτά την αίσθηση ενός βιωμένου γεγονότος.
Θα αντλήσει, επίσης, έμπνευση από τις φοβίες του ως δημιουργού. Το writer's block, η ευθύνη του συγγραφέα απέναντι στους χαρακτήρες του ως Θεού στον κόσμο που δημιουργεί, η λογοδοσία του απέναντι στο κοινό και οι προσδοκίες του τελευταίου από αυτόν έχουν τροφοδοτήσει δεκάδες ιστορίες του. Η «Μίζερι», για παράδειγμα, από τα διασημότερα βιβλία του και από τις ευτυχέστερες κινηματογραφικές μεταφορές, προέκυψε από την εχθρική υποδοχή που επιφύλαξαν κοινό και κριτικοί στο βιβλίο του «The eye of the dragon», κυρίως επειδή δεν ήταν μια ιστορία τρόμου αλλά επικής φαντασίας.
Λίγο καιρό μετά, βέβαια, θα πάρει το αίμα του πίσω με την επική φαντασία του «Μαύρου Πύργου». To πρώτο βιβλίο κυκλοφόρησε το '82 και κινήθηκε μέτρια σε πωλήσεις, ο Κινγκ όμως, θεωρώντας ότι υπάρχει πολύ ψωμί στις περιπέτειες του πιστολέρο Ρολαντ Ντεσέιν της Γαλαάδ, επέστρεψε το 1987 στο σύμπαν με ένα δεύτερο μέρος. Το κοινό αγκάλιασε το πόνημά του αυτήν τη φορά κι έτσι προέκυψε μια σειρά από βιβλία, κόμικ, memorabilia, καθώς και μια μετριότατη κινηματογραφική ταινία με τον Άιντρις Έλμπα και τον Μάθιου ΜακΚόναχι. Για πολλούς, η σειρά «Μαύρος Πύργος» θεωρείται το magnum opus του.
Σήμερα, χάρη στην επιτυχία των δύο κινηματογραφικών κεφαλαίων του «It», τα οποία, μετά από μια δεκαετία ξηρασίας, επανέφεραν στα κινηματογραφικά πράγματα το έργο του συγγραφέα, ο Στίβεν Κινγκ γνωρίζει και πάλι μέρες δόξας, με νέους φαν να επιστρέφουν σε παλιότερα έργα του και να ξαγρυπνούν εξαιτίας τους. Λογοτεχνικά, βέβαια, πάνε έξι χρόνια από την τελευταία φορά που νέο βιβλίο του σηματοδότησε πολιτιστικό γεγονός. Αυτό ήταν το «Doctor Sleep» ‒η κινηματογραφική του μεταφορά διά χειρός Μάικ Φλάναγκαν προβάλλεται στις αίθουσες ήδη‒, το οποίο το 2013 αποτέλεσε talk of the town, όχι τόσο λόγω της ποιότητάς του αλλά επειδή ήταν η λογοτεχνική συνέχεια της «Λάμψης».
Ουδείς λόγος ανησυχίας όμως, ο Κινγκ, όπως λέει και η αμερικανική έκφραση, «έχει πολλούς σκελετούς κρυμμένους στη ντουλάπα του», ενδεχομένως και κυριολεκτικά, οπότε αργά ή γρήγορα θα επινοήσει και πάλι κάτι που θα συλλάβει το ρεύμα (και το πνεύμα) των καιρών μας.
Ο φόβος, άλλωστε, είναι διαχρονικός και ο Κινγκ αυτόν πραγματεύεται.
Δόκτωρ Ύπνος
Info
Τα βιβλία του Στίβεν Κινγκ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος και Bell.