Ο Διονύσιος Σολωμός έγραφε και στα ιταλικά και στα ελληνικά. Οι δύο γλώσσες δούλευαν ταυτόχρονα στο μυαλό του. Μάλιστα, έχουμε παραδείγματα «που ο ίδιος δίνει εκδοχές ιταλικών του στίχων στα ελληνικά». Αλλά δεν ήταν μόνο δίγλωσσος. Επίσης μετέφραζε από διάφορες γλώσσες στα ελληνικά.
Προσωπικά, ως αναγνώστης και θαυμαστής της ποίησής του, θυμάμαι πάντα τους στίχους από τη «Μίμηση του τραγουδιού της Δεσδαιμόνας»: «Η αθλία ψυχή καθήμενη / σε χόρτο, σε λουλούδι,/ με μια φωνή νεκρώσιμη / αρχίναε το τραγούδι».
Διαβάζοντας ως αναγνώστης, ως απλός αναγνώστης ποίησης, χωρίς καμία φιλολογική ιδιότητα, τις μεταφράσεις του Κεντρωτή, νιώθω ότι βρίσκομαι μέσα στο σολωμικό κλίμα (ρυθμός, γλώσσα, ιδέες). Και, το κυριότερο, συγκινούμαι
Τα ιταλικά ποιήματα και πεζά του Σολωμού αποτελούν σημαντικό μέρος του έργου του. Αλλά μέχρι το 1955 δεν είχαμε πλήρη έκδοση των ιταλικών του. Εκείνη τη χρονιά ο Λίνος Πολίτης, από τους κορυφαίους σολωμιστές, εξέδωσε, σε συνεργασία με τον Ιταλό ελληνιστή Φιλίπο Μαρία Ποντάνι, άπαντα τα ιταλικά του Σολωμού στις εκδόσεις Ίκαρος. Πέντε χρόνια μετά, στις ίδιες εκδόσεις, ο Λίνος Πολίτης, σε συνεργασία με τον Γ.Ν. Πολίτη, έβγαλε την πλήρη μετάφραση των ιταλικών, αλλά σε πεζή μορφή.
Τώρα, ο Γιώργος Κεντρωτής προβαίνει σε κάτι πολύ τολμηρό και ταυτόχρονα γοητευτικό. Παρουσιάζει έμμετρη μετάφραση όλων των ιταλικών σε δίγλωσση έκδοση – το μετάφρασμα στη δεξιά σελίδα, αντικριστά από το ιταλικό πρωτότυπο. Πρόκειται για μια έκδοση «αμιγώς ποιητική».
Ο Κεντρωτής, καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, λειτουργεί εδώ περισσότερο ως ποιητής και λογοτέχνης παρά ως φιλόλογος. Αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοεί τη φιλολογία και τη φιλολογική παράδοση περί τον Σολωμό. Άλλωστε, γι’ αυτή την «ενιαία ποιητική επιλογή και πρότασή του» φαίνεται ότι έχει προηγηθεί μεγάλη έρευνα, μετρική, γλωσσολογική, λεξικογραφική. Αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία.
Ο ίδιος ο Κεντρωτής γράφει στα Επιλεγόμενα του τόμου ότι μετέφρασε τον ιταλικό Σολωμό όπως οι σύγχρονοι μουσικοί ερμηνεύουν παλαιά έργα με όργανα εποχής. Δηλαδή το μέσο της ερμηνείας –στη συγκεκριμένη περίπτωση η γλώσσα– μπορεί να είναι παλαιό, αλλά το ήθος της ερμηνείας είναι σύγχρονο.
Ποια είναι, λοιπόν, η «γλώσσα εποχής» με την οποία ο Κεντρωτής μεταφράζει τα ιταλικά έργα του Σολωμού; Η λέξη-κλειδί που δίνει την απάντηση είναι η «μίμηση». Οι μεταφράσεις αυτές έγιναν «κατά μίμηση του Σολωμού», όπως γράφει ο μεταφραστής.
Τη λέξη αυτήν τη χρησιμοποιούσε και ο ίδιος ο Σολωμός. Την είδαμε ήδη στον τίτλο του τραγουδιού της «Δεσδαιμόνας». Αλλά και στο κείμενό του «Η λυρική ποίηση», στο οποίο παραπέμπει ο Κεντρωτής, ο Σολωμός παρουσιάζει τη μίμηση, δηλαδή τη μετάφραση, ως μια διαδικασία που οδηγεί σε ένα νέο κείμενο που έχει την ταυτότητα του μεταφραστή.
Αλλά ας δώσω ένα παράδειγμα της μετάφρασης του Κεντρωτή «κατά μίμηση του Σολωμού». Είναι από το ποίημα «Suon di limpido rivolo che casca» (Ήχος ρυακιού που γαργαροκυλάει), από την ομάδα «Rime improvvisate» (1822).
Ήχος ρυακιού που γαργαροκυλάει
από λόφους με παχιό χώμα αφράτο
του γρασιδιού… το αεράκι που μιλάει
με το κλαδί το μόλις τώρα – να το!–
Κι ακόμη ένα παράδειγμα: Το ποίημα «Il pastorello» (Ο Τσοπανάκος), από την ομάδα «Soneti e poesie del periodo di Zante» (Σονέτα και ποιήματα της εποχής της Ζακύνθου), γραμμένα μεταξύ του 1818 και του 1828.
Εγώ, ο μικρούλης και φτωχός τσοπάνος
σαν τι μπορώ, καλή, να σου χαρίσω;
Μονάχα μια καρδιά έχω – αυτήν ορίζω
σ’ τη δίνω – τίποτα μην πάρω πίσω!
Κι αν χάρισμα φτωχό η καρδιά σου μοιάζει
και δώρα θέλεις να ’χεις πιο μεγάλα,
σ’ εμένα εσύ να δώσεις την καρδιά σου,
και κράτησε δικά σου όλα τ’ άλλα.
Αλλά τι οδηγεί τον Κεντρωτή σε αυτόν τον δρόμο της «μίμησης»; Πριν απ’ όλα, η ελληνόγλωσση ποίηση του Σολωμού. Δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίον ο Σολωμός μεταφράζει στα ελληνικά δικούς του ιταλικούς στίχους. Για παράδειγμα, ο στίχος από την «Ελληνίδα μάνα»: «Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει τον γίγαντά μου». «Τέλειος στίχος», σχολιάζει ο Κεντρωτής. «Με άφατη ποιητική τόλμη αρθρωμένος, που λίγο-πολύ υποβάλλει στον μεταφραστή τον τρόπο με τον οποίο αυτός καλείται να διαχειριστεί τους στίχους Εκείνου». Τρίτον, ο τρόπος με τον οποίον ο Σολωμός μεταφράζει άλλους, «με τόλμη ενδεικτική και απαράμιλλη».
Μέσα στα σολωμικά μεταφράσματα βρίσκουμε Όμηρο, βρίσκουμε Σαίξπηρ, βρίσκουμε Σίλερ, Μεταστάσιο, Πετράρχη. Στις μεταφράσεις του Μεταστάσιου ο Κεντρωτής εντοπίζει λέξεις και εκφράσεις όπως «αποκριέται ερωτικά», «ανθοδροσοστολίζει», «τα καρπόφορα νερά», «με τα κέρατα αντιβάρει / εις τα δέντρα δυνατά». Στις μεταφράσεις του Πετράρχη, εκφράσεις όπως «η ωραιότης η άσπλαχνη», «νερά καθαροφλοίσβιστα / γλυκύτατα και κρύα». Στον Σίλερ, «εις το θερμό σου στήθος», «δεν είναι παρά λίθος». Τελικά, η μετάφραση προϋποθέτει όλο τον Σολωμό, όπως λέει ο Γιώργος Κεντρωτής. Προϋποθέτει τους τρόπους και τη λέξη.
Έτσι, η γλώσσα της μετάφρασης μοιάζει με μείγμα. «Μιχτή αλλά νόμιμη» για να παραφράσουμε τον Ιάκωβο Πολυλά. Μείγμα συγχρονίας και διαχρονίας, δημοτικών και λόγιων τύπων, καθιερωμένου γλωσσικού υλικού και διαλέκτων, ζακυνθισμών, κερκυραϊσμών και ιταλισμών.
Γράφει ο Κεντρωτής: «Ευτυχώς, η γλώσσα παραμένει, με την εγγενή της αυθαιρεσία, επικράτεια ελευθερίας και δημιουργικότητας, όπου τα πάντα –και όχι μόνο το “παρωχημένο” και το “νυν ισχύον” αλλά και το “νεολογικό”, το “πεποιημένο”, το “σοφιστευμένο”, το “πειραγμένο” και το “επίτηδες χαλασμένο”– παύουν να αποτελούν επιλεκτικά αντίπαλα δέη και λειτουργούν συνεργατικά».
Ένας γενικός κανόνας που χρησιμοποιείται στην κρίση μιας μετάφρασης είναι αν αυτή αποδίδει πιστά το πρωτότυπο, τον ρυθμό του, το ύφος του συγγραφέα (που είναι και γλωσσικό ήθος). Διαβάζοντας ως αναγνώστης, ως απλός αναγνώστης ποίησης, χωρίς καμία φιλολογική ιδιότητα, τις μεταφράσεις του Κεντρωτή, νιώθω ότι βρίσκομαι μέσα στο σολωμικό κλίμα (ρυθμός, γλώσσα, ιδέες). Και, το κυριότερο, συγκινούμαι. «Ωραία τα μεσημέρια / που αποσβολώνει ο ζόφος / και ωραία στο σεληνόφως,/ στον όρθρο το βαθιό».
ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η έκδοση συμπληρώνεται με έξι κείμενα που έχουν απόλυτη σχέση με το ιταλικό έργο του Σολωμού. Είναι τα σονέτα του ποιητή Ονόφριο Μιντσόνι (1734-1817) και του Άντζελο Μάτσα (1741-1817), που πάνω στις ρίμες τους έγραψε ποιήματα ο Σολωμός. Είναι το ποίημα του Σίλερ «Der Graf von Habsburg» (Ο κόμης του Αψβούργου), για το οποίο ο ποιητής είχε αρχίσει να γράφει ένα δοκίμιο στα ιταλικά. Και, τέλος, είναι δύο κείμενα του Σπυρίδωνος Δε Βιάζη και ένα του Γεωργίου Καλοσγούρου για τα ιταλικά ποιήματα του Σολωμού.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.