Τα φώτα στα σπίτια των άλλων
ΤΗΣ ΚΙΑΡΑ ΓΚΑΜΠΕΡΑΛΕ
ΜΤΦΡ.: ΡΟΥΛΑ ΚΑΡΑΠΑΝΝΑΚΗ,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΛΑΝΙ, ΣΕΛ.: 502, ΤΙΜΗ: €16,50
Σε κάθε αφήγηση είναι προφανές ότι πάντα κάποιος «ηγείται», κάποιος παριστάνει τον αφηγητή, οπότε διαμέσου της δικής του παρουσίας ή απουσίας το κείμενο αποκτά σάρκα και οστά. Το αλλόκοτο σε κάθε λογοτέχνημα αυτού του είδους είναι ότι ο αφηγητικός χαρακτήρας είναι πανίσχυρος: δεν ορρωδεί ενώπιον ευνόητων εμποδίων, δεν ζητάει δανεικά κι αγύριστα από οιαδήποτε εξωτερική πηγή, απλούστατα επινοεί διαρκώς τον εαυτό του, κινούμενος μέσα σε ένα σύμπαν όπου τα αναμενόμενα υπερτερούν φανερά έναντι των ήδη αφηγηθέντων. Προφανώς, η αφήγηση δεν απευθύνεται στον εαυτό της, όπως και ο καθρέφτης δεν έχει είδωλο τον εαυτό του, κατά συνέπεια επιβάλλεται ένας άλλος όρος, ο αναγνώστης ασφαλώς, ένα πλάσμα δύστροπο, ταλαιπωρημένο και ασυνείδητο, που εισέρχεται στον ρου της διήγησης, κρατώντας κάποιες αποστάσεις, με αποτέλεσμα η εμπλοκή με το αφηγημένο δράμα να περιπλέκει τα πράγματα με εκπληκτικά τεχνάσματα.
Αυτό που σπάζει σαν ρόδι μέσα στο βιβλίο είναι βέβαια ο θάνατος της Μαρίας, που αφήνει τη θυγατέρα της Μάντορλα (και την πολυκατοικία όπου ήταν διαχειρίστρια) ορφανή, υπό τον όρο να μην υποβληθούν οι νοικάρηδες άνδρες σε τεστ DNA και να αναστήσουν όλοι μαζί το ορφανό κοράσιο. Έτσι, η Κιάρα Γκαμπεράλε, όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης, μετατρέπει την πολυκατοικία σε περίτεχνο σύμπλεγμα προσώπων, εξομολογήσεων, παρεξηγήσεων και συμβάντων που μπορούν κάλλιστα να καλύψουν πάνω από πεντακόσιες σελίδες. Η Μάντορλα θα υποκαταστήσει τη θανούσα διαχειρίστρια και θα γίνει διαχειρίστρια όλων των ορόφων, όπου κάθε όροφος και κεφάλαιο.
«Πότε νιώθουν ικανοποιημένοι οι άντρες; Όταν πιάνουν δεκατριάρι στο Προ-Πο, παίρνουν προαγωγή, φτάνουν μέσα στους χίλιους πρώτους στον Μαραθώνιο της Νέας Υόρκης, όταν πετάνε κανένα αστείο και οι άλλοι γελάνε, όταν έχουν αίσιο τέλος οι διαπραγματεύσεις τους για την αγορά ενός σπιτιού ή ενός ζευγαριού παπούτσια, όταν μπαίνουν στο μπαρ και αρκεί να πιουν το "συνηθισμένο" για να τους σερβίρουν, όταν συναντούν τυχαία μια πρώην τους γκόμενα που έχουν να τη δουν πάνω από είκοσι χρόνια κι αυτή τους εξομολογείται: Δεν με έχει γαμήσει κανείς τόσο καλά από τότε. Οπότε νιώθουν την υποχρέωση να το ξανακάνουν τουλάχιστον άλλη μια φορά μαζί, μόνο και μόνο από ευγένεια, όχι πως γουστάρουν ιδιαίτερα, γιατί η κωλαρού με το μάλλινο ταγέρ που στέκεται μπροστά τους δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την πεταχτή μελαχρινούλα που ήξεραν -με τα στενά τζιν και τα μεγάλα βυζιά-, όμως πρέπει. Και τότε, λοιπόν, η στύση σπεύδει προς βοήθειά τους» (σ. 49).
Η μούσα του βιβλίου είναι, βέβαια, η καθημερινή ζωή, με τη διαφορά ότι η τρέχουσα φλυαρία των προσώπων οικονομείται εσωτερικά από όροφο σε όροφο σε τρόπο που τα διαμερίσματα να επαναλαμβάνονται αλλά να μην παλιώνουν. Η φράση «ζούμε όλοι μας εν αγνοία κάποιου πράγματος που μας αφορά» (σ. 201) είναι κάτι σαν κερί σε σκοτεινό υπόγειο, και βέβαια η Γκαμπεράλε του κάνει συχνή χρήση. Μέσα κι έξω από τα –άλλοτε θαμπά, άλλοτε κατάφωτα– τζάμια της πολυκατοικίας διαβαίνουν πολυάριθμα πρόσωπα, όπως ο Κερατακόσμε, για παράδειγμα, που είναι μάλλον πνεύμα του κακού παρά ζωντανό πρόσωπο. Άλλωστε «η ζωή δεν έχει νόημα, αυτό είναι αποδεδειγμένο. Αλλά ορισμένοι δεν το παίρνουν απόφαση...».
Η σημαία της αφήγησης άλλοτε γίνεται πολυκατοικία, άλλοτε ειδύλλια στη σειρά, άλλοτε θυμοσοφία και απόγνωση, πάντως ουδέποτε στερεύει. Η Μάντορλα θα βρει εν τέλει τον πατέρα της; Πιθανώς ναι, αλλά άνευ DNA.
Σε κάθε μυθιστόρημα, σε μικρό ή μεγάλο βάθος, λειτουργεί ακατάπαυστα ένας θυμικός μηχανισμός που υπαγορεύει στα πρόσωπα τις κινήσεις τους, τον χαρακτήρα τους, τις μάσκες τους, τις λογικές ή απονενοημένες πράξεις τους. Η Κιάρα Γκαμπεράλε, αν μη τι άλλο, γνωρίζει εξ ενστίκτου την τέχνη της συμπλοκής των προσώπων.
Αίσθημα ιλίγγου
ΤΟΥ W.G. SEBALD
ΜΤΦΡ.: ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ, ΣΕΛ.: 221, ΤΙΜΗ: €16,23
Η μοντέρνα λογοτεχνία, αυτή που έχει καταδυθεί στους μυστικούς δρόμους του κλασικού μυθιστορήματος πασχίζοντας να οικονομήσει τη μυχιότητα των αφηγήσεων και να την υπερβεί πάση θυσία, αναγνωρίζει στην περίπτωση του Ζέμπαλντ έναν οσιομάρτυρα που γράφει με δυο κεφάλια και πολλά χέρια. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο Γερμανός που γεννήθηκε στη Βαυαρία το 1944 και ο πατέρας του υπηρέτησε στον χιτλερικό στρατό είχε ξεχωριστή μοίρα. Σπούδασε γερμανική φιλολογία, συνέχισε στη γαλλόφωνη Ελβετία και στο Μάντσεστερ, ενώ δίδαξε στο Νόριτς της Ανατολικής Αγγλίας γερμανική λογοτεχνία και το 1988 ανέλαβε την έδρα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας, ιδρύοντας συνάμα το Βρετανικό Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης. Με έναν λόγο, ήταν άνθρωπος των γραμμάτων με τη βαθύτατη έννοια του όρου, για να αναδειχτεί τελικά σε μείζονα συγγραφέα.
Η τεχνική του, όσο και αν τον αδικεί η λέξη, αφορά το διπλό κείμενο, τον συγγραφέα που γεννιέται από τον συγγραφέα, τον κριτικό αναγνώστη που εξερευνά το κλασικό κείμενο αλλά και την αχλύ του κειμένου. Με μια φτηνή μεταφορά θα λέγαμε ότι μοιάζει με τον κούκο που αφήνει τους νεοσσούς σε ξένες φωλιές. Ωστόσο, η δυναμική των αφηγήσεών του ακολουθεί εντελώς διαφορετικούς δρόμους. Μπορούμε να φανταστούμε μια γυναίκα που πλάθει το πρόσωπό της από τα πρόσωπα άλλων γυναικών; Έναν ταξιδιώτη που ταξιδεύει μέσα σε ξένα ταξίδια; Δράματα εντός δραμάτων και όνειρα εντός αλλότριων ονείρων; Χωρίς καμία υπερβολή, ο Γερμανο-εγγλέζος και, πιο σωστά, ο άνθρωπος της λογοτεχνίας που διαβάζει κάθε κίνησή του ως κείμενο που μεταφυτεύεται στον ψυχισμό του, αναλαμβάνει μια συναίρεση αλλότριων ιδιοφυών καταστάσεων και προσωπικών βιωμάτων.
Το πρώτο διήγημα του τόμου συμπλέκεται αγαλλιαστικά με τον Χένρι Μπελ (ήτοι τον Σταντάλ) και αφορά το πέρασμα του ναπολεόντειου στρατού από τον Αυχένα του Αγίου Βερνάρδου, στον οποίο μετείχε ο συγγραφέας. Στην πόλη Ιβρέα θα παιζόταν το «Matrimonio Segreto» του Τσιμαρόζα. Ο Μπελ παρακολούθησε δακρυσμένος τις κολορατούρες της ηθοποιού που έπαιζε την Καρολίνα, διότι αίφνης ήξερε πού να αναζητήσει την ευτυχία. Μετά από έντεκα χρόνια ο Μπελ επισκέπτεται ξανά το Μιλάνο και την Άντζελα, στην οποία θα εκφράσει τα αισθήματά του, παρότι η ίδια δεν τον θυμάται. Εν τέλει, η γυναίκα θα του δοθεί υπό τον όρο ότι θα αποχωρήσει αμέσως από την πόλη.
Ο Σταντάλ, όπως ξέρουμε, δεν είχε μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες. Οι κατακτήσεις του ήταν λίγες και μετρημένες. Πλην όμως, τα αισθήματα ενοχής και κατωτερότητας τον ταλαιπωρούσαν ισοβίως. Ο Μπελ έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα: τι καταστρέφει έναν συγγραφέα; Η κρυστάλλωση των αισθημάτων θύμιζε την αγάπη που αναπτύσσεται αλληγορικά στα αλατωρυχεία της ψυχής μας. Καθώς ο Μπελ έτρεμε από τον φόβο μην πεθάνει καταμεσής του δρόμου, τελικά βρέθηκε νεκρός στο πεζοδρόμιο της οδού Νεβ-ντε-Καπυσίν από μια κρίση αποπληξίας. Ο αναγνώστης καλείται να εντοπίσει τις ψιθυριστές παρεμβάσεις του Ζέμπαλντ σε αυτό το αυθεντικό στανταλικό διήγημα.
Στο δεύτερο διήγημα διαβάζουμε με απόλαυση: «Ακόμα και στο χωριό Β., όπου πέρασα τα πρώτα εννέα χρόνια της ζωής μου, οι Ημέρες των Ψυχών και των Αγίων Πάντων ήταν τυλιγμένες πάντοτε σε πυκνότατη ομίχλη. Όλοι οι κάτοικοι ανεξαιρέτως φορούσαν τα μαύρα τους και πήγαιναν έξω στα μνήματα, που τα είχαν φροντίσει από την προηγούμενη, είχαν βγάλει τα καλοκαιρινά λουλούδια, είχαν ξεριζώσει τα αγριόχορτα, είχαν τσουγκρανίσει τα δρομάκια και είχαν ανακατέψει το χώμα με τριμμένα κάρβουνα. Ως παιδί τίποτα δεν μου φαινόταν πιο εύλογο από αυτές τις δυο ημέρες μνήμης για τις έρμες ψυχές και για τα πάθη των οσίων μαρτύρων, κατά τις οποίες οι σκοτεινές μορφές των χωριανών περιφέρονταν παράξενα σκυφτές μες στην ομίχλη, λες και τους είχαν κάνει έξωση από τα σπίτια τους. Πιο πολύ με συγκινούσε όμως κάθε χρόνο το "ψωμάκι των ψυχών" που έφτιαχνε ο Μάυρμπεκ ειδικά γι' αυτήν τη μέρα, και μάλιστα ούτε λίγο ούτε πολύ ένα για κάθε άντρα, κάθε γυναίκα και κάθε παιδί».
«Λόγου χάρη, μέσα στο πρωί ο δρ. Κ. πείθεται από τον Όττο Πικ να πάει μαζί του στο Όττακρινγκ και να επισκεφτεί τον Άλμπερτ Ερενστάιν, με τους στίχους του οποίου αυτός, ο δρ. Κ., παρά τις καλύτερες προθέσεις, δεν βρίσκει σημείο επαφής. Γιατί το καράβι κάνει τέτοια χαρά; Λεκιάζει τη θάλασσα με το πανί του. Εγώ σε βαθύτερο θέλω βυθό. Να γίνω λάσπη, κομμάτια, αόμματο χιόνι. Στο τραμ ο δρ. Κ. νιώθει ξαφνικά μια έντονη απέχθεια για τον Πικ, διότι έχει ένα μικρό, δυσάρεστο κενό στην ύπαρξή του, από το οποίο, όπως διαπιστώνει τώρα ο δρ. Κ., καμιά φορά σέρνεται και βγαίνει ολόκληρος έξω».
«Δεν πρέπει να είχε πάνω από πέντε ή έξι βαθμούς, και τα σύννεφα κρέμονταν τόσο χαμηλά, ώστε τα σπίτια χάνονταν μέσα τους και το χάραμα δεν μπορούσε να φέξει».
«... σκέφτηκα για πρώτη φορά ότι τα άλογα έχουν πολύ συχνά κάτι το τρελό στην έκφρασή τους».
Και οι συγγραφείς επίσης...
σχόλια