Yπήρχαν στιγμές στο βιβλίο που αισθανόμουν πως μέσα από την ηρωίδα γράφατε για προσωπικές στιγμές, σε σχέση με την περιπέτεια υγείας που περάσατε. Σας απασχόλησε η πιθανή αμηχανία του αναγνώστη;
Όταν γράφει ο συγγραφέας δεν σκέφτεται τον αναγνώστη αλλά το κείμενό του, το θέμα του που τον βασανίζει. Είχα πολύ ισχυρό λόγο να γράψω αυτό το βιβλίο, έπρεπε να προηγηθεί από οτιδήποτε άλλο. Με βοήθησε να λυτρωθώ και να προχωρήσω, ήταν ένας τρόπος να ξορκίσω όσα είχα περάσει. Από την άλλη, ο αναγνώστης του βιβλίου παρακολουθεί μια ηρωίδα και νομίζω πως, αν δεν έχει διαβάσει συνεντεύξεις μου ή κάποιο από τα προηγούμενα βιβλία μου, δεν θα με ταυτίσει με την ηρωίδα.
Πώς ήταν η επιστροφή σας στη συγγραφή μετά από ό,τι ζήσατε;
Ήταν αφάνταστα δύσκολο να γράψω, δεν έπαιρνα το κουράγιο για να ξεκινήσω. Όταν ξεκίνησα, δεν έγραφα καλά. Βασανίστηκα πολύ και ομολογώ πως δεν το ευχαριστήθηκα το γράψιμο, παρά μόνο προς το τέλος. Ξέρετε φοβόμουν κιόλας, γιατί όταν γράφω έχω μια ένταση, δεν είμαι καθόλου ψύχραιμη και δεν ήθελα να χάσω τον έλεγχο.
Γιατί επιλέξατε τη μαγειρική και τις τροφές ως μέσο για την επιστροφή της ηρωίδας στη μνήμη;
Διάβασα πολλά θεωρητικά βιβλία και συμπέρανα ότι η γεύση και η όσφρηση είναι αυτές που οδηγούν στη μνήμη πιο αποτελεσματικά από οτιδήποτε άλλο. Προσπάθησα να διαλέξω γεύσεις που δεν είναι εξεζητημένες αλλά καθημερινές και ανθρώπινες. Μόνο αυτές μπορούν να σε οδηγήσουν. Η ηρωίδα μαγειρεύει μηχανικά και βλέπει τους πελάτες στο μαγαζί να έχουν αναμνήσεις και να συγκινούνται με αφορμή ένα πιάτο φαγητό. Κλονίζεται, δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να οδηγηθεί στη μνήμη μέσα από τις γεύσεις.
Η κουζίνα είναι το «συνολικό» δωμάτιο του σπιτιού, εκεί γίνονται και λύνονται σχεδόν όλα. Είναι και η αφετηρία της επιστροφής για την ηρωίδα σας. Ποια είναι η πρώτη κουζίνα που ανακαλείται από την παιδική σας ηλικία;
Δεν ήταν έτσι τα πράγματα για εμένα. Ο πατέρας μου ταξίδευε, η μητέρα μου ήταν νοσοκόμα και βρισκόταν όλη μέρα στους δρόμους. Μαγείρευα από επτά ετών και φρόντιζα την αδελφή μου, με την οποία είχα διαφορά ηλικίας περίπου επτάμισι χρόνια. Στο σπίτι μου η κουζίνα ήταν το κυρίως δωμάτιο εξαιτίας της απουσίας των άλλων.
Πώς φτιάξατε την κουζίνα στο δικό σας σπίτι;
Ακριβώς αντίθετα. Το τραπέζι ήταν στρογγυλό και όχι τετράγωνο, από άποψη, για να καθόμαστε γύρω όλοι μαζί, ο άντρας και τα παιδιά μας και οι φίλοι μας. Μου αρέσει να μαγειρεύω, ακόμη και στις διακοπές. Μαγειρεύω πολύ καλά, μου αρέσει να ταΐζω τους φίλους, τους μαθητές μου, τους ανθρώπους που θέλω να έχω γύρω μου. Το φαγητό είναι μια αφορμή. Μπορεί να έχεις το ωραιότερο φαγητό του κόσμου και να είσαι μόνος, μπορεί να έχεις το πιο ταπεινό και να το μοιραστείς με ανθρώπους που αγαπάς.
Η μοιρασιά του φαγητού, η συγκέντρωση γύρω από ένα τραπέζι είναι και μια διαδικασία βαθιά ανακουφιστική.
Βέβαια. Αυτό το έχουν ανακαλύψει και οι γιάπηδες και τραπεζώνουν όσους θέλουν να ρίξουν (γελάμε, μου λέει ότι είναι ωραίονα ανακαλύπτει πως δεν έχει χάσει το χιούμορ της μετά από όσα έχουν συμβεί). Το περιγράφει ωραία αυτό το βιβλίο. Πάνω από ένα τραπέζι αναπτύσσονται έρωτες, σχέσεις, σβήνουν τα πικρά πράγματα μαλακώνουν. Είναι μεγάλη ιστορία το φαγητό, καλύπτει βαθύτερες ανάγκες από την πείνα, τη θρέψη.
Στην αρχή η γυναίκα χωρίς μνήμη μαγειρεύει μηχανικά, χωρίς συναίσθημα...
Το είχα και εγώ αυτό. Όντως, δεν ενδιαφερόμουν, δεν είχα όρεξη. Μαγείρευα χωρίς διάθεση.
Δεν το έκανε με αγάπη. «Πρέπει να μαγειρεύεις με αγάπη» της λέει ο Ρούλα, το αφεντικό της.
Έχει πολλά πράγματα δικά μου μέσα το βιβλίο. Τέτοια που δεν τα φαντάζεται κανείς, όπως αυτό το «χωρίς αγάπη». Τι θα πει αυτό; Φυσικά αγαπούσα τους ανθρώπους μου, αλλά πώς να το εκφράσω; Εδώ δεν μπορούσα να αγαπήσω τον εαυτό μου καν... Έτσι έγινε και με τη συγγραφή, με την κουζίνα τη συγγραφική μου. Κλείστηκα με τα υλικά μου και προσπάθησα να φτιάξω κάτι. Να βάλω τον εαυτό μου, την αγάπη μου, το κέφι μου και να φτιάξω κάτι.
Η ηρωίδα «σώζεται» από χαρακτήρες του βιβλίου που θυμίζουν αγγέλους. Πιστεύετε στην παρουσία τους;
Άμα αφεθούμε τους βλέπουμε όλοι τους αγγέλους. Εξαρτάται τι ορίζει κανείς ως άγγελο. Τα παιδιά μπορεί να πιστεύουν στις απεικονίσεις των βιβλίων, οι μεγάλοι όμως μπορούν να έχουν άγγελο ακόμη και έναν άνθρωπο που βρίσκεται δίπλα τους, αλλά δεν το έχουν συνειδητοποιήσει. Τον Ρούλα στο βιβλίο -που έχει κάτι το άφυλο- η ηρωίδα τον βλέπει σαν άγγελο, αλλά θα μπορούσε απλώς να είναι ένας υπέροχος γκέι. Αυτή επέλεξε να τον δει έτσι. Όπως και ο Μιχαήλ, για κάποιον μπορεί να είναι ο αρχάγγελος που βασανίζεται από το έργο που κάνει, για τις ζωές που παίρνει. Για άλλους είναι απλά ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος που περιπλανιέται στην επαρχία και βοηθά ανθρώπους καταδικασμένους. Το βιβλίο έχει διπλή και τριπλή ανάγνωση. Ποτέ δεν είναι απλό. Στο τέλος αναφέρομαι στην Αστραδενή, και κάποιοι μπορεί να μην ξέρουν ποια είναι.
Επιστρέψατε στην Αστραδενή, στο πρώτο σας βιβλίο για να αρχίσετε πάλι να γράφετε...
Δεν ήταν τερτίπι αυτό, ήταν αναγκαίο για μένα να κάνω μερικά βήματα πίσω. Ξαναδιάβασα όλα τα βιβλία μου και έλεγα, «εγώ τα έχω γράψει αυτά;». Είναι απελπιστική αίσθηση για ένα συγγραφέα. Πώς όταν σηκώνεσαι από μια ασθένεια και πιάνεσαι από όπου μπορείς για να προχωρήσεις; Έτσι και εγώ πιάστηκα από τις παλιές μου ηρωίδες και από ιστορικά και λογοτεχνικά πρόσωπα που με είχαν στηρίξει στο παρελθόν σε στιγμές που τα χρειαζόμουν. Άμα θες βρίσκεις από πού να κρατηθείς για να προχωρήσεις. Θα μπορούσα να έχω βυθιστεί στην κατάθλιψη. Όχι ότι δεν έφτασα ως εκεί. Έφτασα, αλλά το πάλεψα. Αυτό κάνει τη διαφορά. Να μην αφήνεσαι στα πράγματα, να αγωνίζεσαι.
Η ηρωίδα φοράει μπλε γυαλιά για να μη βλέπει την αθλιότητα γύρω. Ποιο είναι το δικό σας φίλτρο;
Για τους συγγραφείς αυτό το φίλτρο είναι η παιδική ματιά, η ματιά του ανθρώπου που διαρκώς ξαφνιάζεται. Κάτι που για έναν άλλο είναι τετριμμένο ή δεν του προκαλεί εντύπωση, για ένα συγγραφέα μπορεί να είναι αφορμή για να γράψει ένα βιβλίο.
Εσάς τι σας ξάφνιασε στο βιβλίο και στη διαδικασία της συγγραφής του;
Υπήρχαν σελίδες που τις χαιρόμουν πάρα πολύ. Αν και είχα ξεκινήσει άγουρη, σιγά σιγά γλύκαινε το πράγμα. Μέσα στα βιβλία υπάρχουν σημεία που οι συγγραφείς τα αγαπάνε περισσότερο. Είναι εκεί που είπαν «σήμερα πλησίασα κατά πολύ το όραμά μου», γιατί ποτέ δεν το φτάνεις απόλυτα.
Ποια σημεία αγαπήσατε περισσότερο στο Για να δει τη θάλασσα;
Είναι το πρώτο κομμάτι της περιπλάνησης στην πόλη, σε αυτό το άθλιο τοπίο που η ηρωίδα το βλέπει όμως αλλιώς. Μου άρεσαν πολύ και οι μάστορες, κυρίως ο Νικήτας, που πίσω από το σκληρό προσωπείο τους βρίσκονται ωραίες ευαισθησίες. Αδυναμία μου όμως είναι ο Αλέξης Γκόλφης, ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον Χριστό στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Αλλά και ο Γιώργος Κυρήκου, ο αγωνιστής του Πολυτεχνείου. Και φυσικά ο Θεόφιλος, στον οποίο είχα αδυναμία από τότε που σπούδαζα γραφικές τέχνες. Αγαπούσα πάντα την αθωότητά του, το γεγονός ότι δεν μεγάλωσε ποτέ.
Η ηρωίδα στις δύσκολες ώρες επικαλείται τα θεία, ζητά τη βοήθεια του Θεού...
Και αισθάνεται μετά χρεωμένη. Πιστεύω ότι αν επικαλεστείς κάτι σε μια ώρα ανάγκης και αυτό το κάτι σου σταθεί, μετά έχεις χρέος απέναντί του.
Εσείς το νιώσατε αυτό;
Ασφαλώς το αισθάνθηκα. Το θέμα είναι πώς το ξεχρεώνεις μετά. Άλλη θα μπορούσε να είναι γονυπετής όλη μέρα στις εκκλησίες. Εγώ επέλεξα να βελτιωθώ ως άτομο και να είμαι καλύτερη με τους δικούς μου. Όχι ότι δεν ήμουν, αλλά πάντα μπορούμε καλύτερα.
Ποια είναι τα πλάσματα που βλέπει η ηρωίδα ως πνεύματα στον χώρο;
Όλα είναι τόσο απλά. Το κορίτσι στο παράθυρο είναι η Αρέθα, η ηρωίδα είναι η Αρέθα από τη Μεθοδο της Ορλεάνης. Το κορίτσι στο φανοστάτη είναι η μάνα μου από τοΈρως Θέρος Πόλεμος που ταυτίζεται με την Αστραδενή που είναι στο μουσείο. Αυτά είναι τα πλάσματα του βιβλίου μου.
σχόλια