ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΜΕ ΤΟ ΠΩΣ ορίζει κανείς τον όρο «απομνημονεύματα» – πρέπει να έχουν μια συνεκτική αφήγηση ή αρκεί μια συλλογή ημερολογιακών καταχωρίσεων; – υπολογίζουμε ότι γύρω στις δώδεκα πρώτες κυρίες των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν γράψει συνολικά περισσότερες από 20 αφηγήσεις για τη ζωή στον Λευκό Οίκο (μόνο η Χίλαρι Κλίντον είναι υπεύθυνη για τέσσερις από αυτές).
Η «Αυτοβιογραφία της Ελέανορ Ρούσβελτ» ήταν ένα φεμινιστικό έπος που ενίσχυσε την κληρονομιά της ως μηχανής παραγωγής εξαιρετικών παραθεμάτων και ως σημαντικού πολιτικού παράγοντα. «Οι καιροί της ζωής μου» της Μπέτι Φορντ ήταν μια πρωτοποριακή εξομολόγηση που άλλαξε την αντίληψη της χώρας για τον εθισμό. Στην καλύτερη περίπτωση, τα απομνημονεύματα μιας πρώτης κυρίας είναι ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο, το οποίο καταγράφει λεπτομερώς μια θητεία στον Λευκό Οίκο και τον ισχυρό άνδρα που τον διοικεί. Στη χειρότερη έχουμε τη Νάνσι Ρέιγκαν και τις διασκέψεις της με διάφορους αστρολόγους.
Ποτέ δεν απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας με τον τρόπο που τα απολαμβάνει ο σύζυγός της, γράφει, και για το μεγαλύτερο μέρος της τετραετούς θητείας του, προσπάθησε να ζει όσο πιο ιδιωτικά γινόταν.
Ποια είναι η θέση του βιβλίου της Μελάνια Τραμπ ανάμεσα στα παραπάνω; Δύσκολη η απάντηση. Αυτό που διαβάζουμε επανειλημμένα σε όλη τη διάρκεια του «Melania» και μοιάζει να αποτελεί το κυρίαρχο μοτίβο του είναι η επιμονή της πρώην (και ενδεχομένως μέλλουσας) πρώτης κυρίας να κάνει πάντα κάτι «υπέροχο» και «όμορφο» και «τέλειο». Δυστυχώς όμως υπάρχουν εκείνοι που την έχουν βάλει στο μάτι και διαρκώς την εμποδίζουν.
Οι κακοί είναι οι συνήθεις ύποπτοι: τα μέσα ενημέρωσης, η «κουλτούρα του cancel», οι Δημοκρατικοί, η εκλογική διαδικασία. Μερικές φορές είναι η κυβέρνηση Ομπάμα, για την οποία ισχυρίζεται ότι η κωλυσιεργία τους κατά την αποχώρησή τους μετά τις εκλογές του 2016 ήταν αυτή που την εμπόδισε να ξεκινήσει την ανακαίνιση του Λευκού Οίκου και να εγκατασταθεί στην Ουάσινγκτον όσο νωρίτερα ήθελε. Η μονοσήμαντη εστίασή της σε αυτό το θέμα αποκτά κάποιο πλαίσιο όταν παρατηρεί κανείς ότι, μέσα στο μακροσκελές φωτογραφικό ένθετο του βιβλίου, το γεγονός στο οποίο, κατά περίεργο τρόπο, αφιερώνονται οι περισσότερες εικόνες (περισσότερες από τον γάμο της, περισσότερες από την ορκωμοσία του συζύγου της) είναι η ανακαίνιση του περιπτέρου τένις του Λευκού Οίκου. Μερικές φορές η προδοσία προέρχεται εκ των έσω, όταν κατηγορεί την ομάδα που της έγραφε τις ομιλίες για λογοκλοπή τμημάτων μιας ομιλίας της Μισέλ Ομπάμα, την οποία η Μελάνια κατέληξε να απευθύνει στο Εθνικό Συνέδριο των Ρεπουμπλικανών το 2016.
Τι άλλο; Η Μελάνια αποδοκιμάζει τους τρανς αθλητές, εξακολουθεί να «αμφισβητεί» το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020, και αγαπάει την «τεχνολογία block-chain». Δηλώνει ότι αγαπάει τον σύζυγό της. Μέχρι τώρα, αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Ανεξάρτητα από το τι μπορεί να νόμιζαν κάποτε ότι έβλεπαν στο ανεξιχνίαστο πρόσωπο της Μελάνια οι θιασώτες του κινήματος για την «απελευθέρωση» της, το ζευγάρι είναι παντρεμένο εδώ και σχεδόν 20 χρόνια. Πιθανότατα θα μπορούσε να έχει εξαργυρώσει την αποδέσμευσή της εδώ και πολύ καιρό, αν το ήθελε.
Το «Melania» πάντως παρέχει κάποιες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που οι δυο τους λειτουργούν τόσο καλά μαζί. Αμφότεροι εκτιμούν την πολυτέλεια, την υψηλή αισθητική (όπως την αντιλαμβάνονται) και τα «ωραία πράγματα». Εκτιμούν επίσης την ανεξαρτησία μέσα στη σχέση τους και δεν προσπαθούν ποτέ να αλλάξουν ο ένας τον άλλον: Αν η Μελάνια διαφωνεί με τον σύζυγό της, του το λέει ιδιαιτέρως, αλλά δεν το παίρνει προσωπικά, όπως λέει, αν εκείνος αγνοήσει τις συμβουλές της. Εκείνη βλέπει μια πλευρά του συζύγου της που εμείς δεν βλέπουμε, σημειώνει. Κατ΄ιδίαν, είναι «ένας τζέντλεμαν που διακρίνεται από μια στοχαστική τρυφερότητα».
Από την άλλη πλευρά όμως, τα απομνημονεύματα της Μελάνια αποκαλύπτουν εν τέλει μια πλευρά της προσωπικότητάς της που συνήθως δεν βλέπουμε. Ποτέ δεν απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας με τον τρόπο που τα απολαμβάνει ο σύζυγός της, γράφει, και για το μεγαλύτερο μέρος της τετραετούς θητείας του, προσπάθησε να ζει όσο πιο ιδιωτικά γινόταν. Φαίνεται όμως να αναρωτιέται αν αυτή η απόφαση λειτούργησε εις βάρος της, οδηγώντας σε «παραποίηση» της προσωπικότητάς της και σε παρεξηγήσεις για το ποια ακριβώς είναι.
Αυτό που διαπιστώνουμε πάντως διαβάζοντας το βιβλίο είναι ότι και εκείνη μπορεί να τρέφει μνησικακία και να είναι επιρρεπής στην αυτο-μυθοποίηση όσο κι ο σύζυγός της. Χαρακτηριστικό ίσως είναι το απόσπασμα από την επίσκεψη της σε έναν ψηφοφόρο του συζύγου της, ο οποίος νοσηλευόταν ως θύμα των μαζικών πυροβολισμών στο Λας Βέγκας το 2017 – μια αφήγηση που καταφέρνει με κάποιο τρόπο να τη μετατρέψει σε δείγμα του δικού της μεγαλείου.
«Σας παρακαλώ, μην σηκώνεστε», είπε στον άνδρα καθώς εκείνος πάσχιζε να σηκωθεί από το κρεβάτι του νοσοκομείου. «Όχι, θέλω να σηκωθώ, για εσάς και τον πρόεδρο. Είναι τιμή μου», φέρεται να απάντησε το θύμα των πυροβολισμών. Σ’ αυτό το σημείο είναι που συνειδητοποιεί ο αναγνώστης τι είδους απομνημονεύματα πρώτης κυρίας διαβάζει. Όχι μια πραγματεία, όπως της Ελέανορ Ρούσβελτ, όχι μια εξομολόγηση όπως της Μπέτι Φορντ, όχι έναν στοχασμό για τη μετάβαση από την ιδιωτική στη δημόσια ζωή όπως της Λόρα Μπους, όχι έναν οδηγό για εργαζόμενες μητέρες όπως της Μισέλ Ομπάμα. Το «Melania» είναι στην πραγματικότητα μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε δύο φάρους ματαιοδοξίας που πραγματικά συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον.
Με στοιχεία από The Washington Post