Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ τώρα από το πώς ήταν όταν ο Thorstein Veblen έγραψε τη «Θεωρία της Αργόσχολης Τάξης» το 1899, και σίγουρα ακόμα πιο διαφορετικός από την εποχή που ο Vance Packard έγραψε το «The Status Seekers» το 1959. Η ανισότητα του πλούτου και η ταξική διαστρωμάτωση δεν έχουν εξαφανιστεί από τότε, αλλά οι συγκεκριμένοι τρόποι με τους οποίους σηματοδοτούνται δημοσίως από τους πλούσιους και διάσημους έχουν αλλάξει λίγο. Όλα τα είδη των ανθρώπων μπορούν να αγοράζουν αγαθά από κορυφαίες μάρκες, ή τουλάχιστον απομιμήσεις τους.
Μάλιστα, σε ορισμένους κοινωνικούς κύκλους θεωρείται ακόμα και δείγμα κομψότητας
Σε ορισμένους κύκλους, θεωρείται ακόμη και μορφή στυλ του να εργάζεσαι πολύ σκληρά.
Ο Chuck Thompson φαίνεται να θεωρεί αυτές τις αλλαγές ως κάτι κακό.
«Αν σχεδόν κανείς δεν έχει πλέον ιδέα για το τι ακριβώς είναι το στάτους και τι το κύρος, τότε ένα πράγμα είναι σίγουρο: η τάξη στην οποία παραδοσιακά σε κατέτασσαν αυτά τα δύο διαταράσσεται. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που η χώρα έχει γίνει τόσο δυσλειτουργική», γράφει ο Thompson στο νέο του βιβλίο, «Η επανάσταση του στάτους» και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο: «Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη για την ανθρωπότητα: Δεν ξέρουμε πλέον πώς να μετρήσουμε την αξία και τη θέση μας ανάμεσα στους συμπολίτες μας». (Πες μου ότι δεν ανήκεις σε μια υποτελή ομάδα χωρίς να μου πεις ότι δεν ανήκεις σε μια υποτελή ομάδα, που θα έλεγαν εν είδει trend και στο Tik Tok).
Aυτό που συμπεραίνει ο Τόμσον από τη σκόρπια έρευνά του είναι ότι «το στάτους, η πολυτέλεια, ακόμα και το κύρος, είναι πλέον εμπορεύματα που είναι προσιτά σε όλους» (είδηση που σίγουρα θα χαρούν να ακούσουν τα 37,9 εκατομμύρια Αμερικανοί που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας) και ότι οι πλούσιοι «ντύνονται όπως όλοι οι άλλοι, κάνουν διακοπές στα ίδια μέρη, ξοδεύουν υπερβολικά χρήματα για κρασί και τρώνε (και) στο Taco Bell».
Τι είναι λοιπόν η θέση και το κύρος, ακριβώς; Ο Τόμσον εξηγεί ότι από εδώ και στο εξής θα χρησιμοποιεί αυτές τις λέξεις λίγο πιο... «εναλλακτικά», ακριβώς δηλαδή με τον τρόπο που χρησιμοποιούν τις λέξεις «πολυτέλεια» και «ελίτ» όσοι βρίσκονται σε έναν κάποιο εργασιακό παλμό.
Ωστόσο, δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας «πολυτέλεια: αν το καλοσκεφτείτε λίγο, σημαίνει απλώς ότι κάτι κοστίζει περισσότερο απ’ όσο μπορείτε γενικά να αντέξετε οικονομικά, εκτός κι αν είστε πλούσιος. Η "ελίτ", πάλι, υποδηλώνει ότι ο αριθμός των ανθρώπων που μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε κάτι είναι μικρός. Και το "κύρος" και το "status" ορίστηκαν εύστοχα από τον Alain de Botton στο "Status Anxiety" ως "αγάπη από τον κόσμο". Τα κολέγια Ivy League είναι ελίτ, αλλά όχι πολυτελή. Οι υποτροφίες MacArthur είναι υψηλού κύρους αλλά όχι πολυτελείς, αφού δεν μπορείς να αγοράσεις μία. Το παλτό από γούνα σκυλιών Δαλματίας που ονειρευόταν η Κρουέλα Ντε Βιλ είναι πολυτελές, αλλά δεν προσδίδει κύρος ούτε σε κατατάσσει σε κάποια ελίτ».
Επί της ουσίας, το παράδειγμα με τους σκύλους, είναι το πρώτο ουσιαστικό παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να περιγράψει αυτή την αλλαγή στη... μέτρηση του κύρους ή του status, στη ζωή των ανθρώπων.
Παρακολουθεί την άνοδο των σκύλων διάσωσης στη λαϊκή συνείδηση και ταυτόχρονα την πτώση της απόκτησης καθαρόαιμων σκύλων κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Ωστόσο, δεν στηρίζει αυτό το παράδειγμα με στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το ποσοστό των ανθρώπων που αποκτούν κάθε είδος σκύλου έχει αλλάξει, ή με οποιονδήποτε συγκριτικό αριθμό. Η εννοιολογική ασάφεια του «The Status Revolution» δεν τελειώνει εκεί. Πρόκειται για ένα βιβλίο τόσο ασαφές ως προς τα ίδια του τα επιχειρήματα, ώστε οι λέξεις "lowbrow" και "highbrow" (σ.σ.: χαμηλής και υψηλής αισθητικής ή καλλιέργειας, θα μεταφράζαμε εδώ) που εμφανίζονται στον υπότιτλο του βιβλίου, δεν εμφανίζονται ή έστω δεν εξηγούνται πουθενά στο κείμενό του.
«Αρκετές γενιές πριν», ισχυρίζεται ο Τόμσον σε ένα άλλο παράδειγμα, «ένας κλασικός δείκτης πλούτου ήταν μια υπηρέτρια ή ένας προσωπικός υπηρέτης. Τώρα πολύ περισσότεροι από τους μισούς Αμερικανούς απολαμβάνουν τέτοιου είδους υπηρεσίες», χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην πλούσιοι ή επιφανείς, υπονοεί ο συγγραφέας.
Βέβαια, αυτό που πραγματικά εννοεί είναι ότι πολλοί άνθρωποι μπορούν να καλέσουν ένα ταξί από την Uber για να πάνε στον προορισμό τους ή να απολαύσουν υπηρεσίες delivery τροφίμων, κάτι, όμως που δεν φαίνεται να διαφέρει και πολύ από το να καλούσες ένα επιβατικό αμάξι στο Λονδίνο του 19ου αιώνα ή να αγοράζεις ψωμί από το κατάστημα ενός αρτοποιού της Αρχαίας Ρώμης...
Ο Thompson έχει δίκιο ότι ορισμένα είδη εξεζητημένων αγορών ή επιδεικτικού καταναλωτισμού –ειδικά όταν υποδηλώνουν σνομπισμό ή ακόμα και κυνισμό- δεν προσδίδουν πλέον κύρος με την έννοια της «αγάπης του κόσμου». Μάλιστα, ξεθάβει και μία διαφωτιστική πληροφορία, συγκεκριμένα μια μελέτη, στην οποία όσοι συμμετείχαν εμφάνιζαν έκρηξη ντοπαμίνης, κάθε φορά που τους έλεγαν ότι το κρασί που καταναλώνουν είναι εξαιρετικά ακριβό.
Βάσει αυτής της μελέτης, ο Τόμσον καταλήγει σε ένα κάπως αυθαίρετο συμπέρασμα ότι «η κατανάλωση αγαθών πολυτελείας είναι ένας από τους ταχύτερους τρόπους για να ικανοποιηθεί η ανθρώπινη ανάγκη για κύρος». (Βέβαια, το να μπερδεύεις την ντοπαμίνη με την εξωτερική επικύρωση φαίνεται κάπως επικίνδυνο, αλλά είναι η γνώμη του...).
Ωστόσο, αυτή δεν είναι η μόνη φορά που το βιβλίο «Η επανάσταση του στάτους» εκτροχιάζεται σε ό,τι αφορά τα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, το πράγμα ξεφεύγει τελείως όταν ο Thompson επιχειρεί να διεξάγει μια ακαδημαϊκή μελέτη για τη σχέση μεταξύ του μεγέθους του πέους και του ενδιαφέροντος για σπορ αυτοκίνητα.
Μια συνέντευξη με τον ροκά της δεκαετίας του '80 Rick Springfield εμφανίζεται σε δύο κατά τα άλλα άσχετα κεφάλαια- σε ένα κεφάλαιο για την τρέχουσα κατάσταση της φιλανθρωπίας, ο Thompson αφιερώνει ενθουσιώδη προσοχή στο πρόσωπο που (όπως σημειώνει) εξέδωσε δύο από τα προηγούμενα βιβλία του. Κάθε φορά που του τελειώνουν τα πράγματα που έχει να πει, ο Τόμσον καταφεύγει σε ατάκες τύπου «Οι άνθρωποι έχουν μια μετρήσιμη προδιάθεση για συμμόρφωση. Αυτό ρίχνει φως σε όλα τα είδη ανεξήγητων πολιτισμικών φαινομένων, συμπεριλαμβανομένων όλων των Kardashian, των ρεπουμπλικανικών ιστοσελίδων γνωριμιών, εκείνων των μικρών δαχτυλιδιών στη μύτη που μοιάζουν με κρεμαστές μύξες, του αρωματικού ατμίσματος και του "Bohemian Rhapsody", το οποίο, συγγνώμη, ήταν αγγαρεία όταν βγήκε και είναι ακόμη μεγαλύτερο βάρος στην εκατομμυριοστή προβολή»...
Το πιο συναρπαστικό κεφάλαιο του "The Status Revolution" επικεντρώνεται στον Roy Vickers, έναν καλλιτέχνη στη Βρετανική Κολομβία, και το έργο του για τη δημιουργία αντιγράφου ενός ιστορικά σημαντικού τοτέμ. Το κεφάλαιο είναι γεμάτο από προσεκτικές παρατηρήσεις και ανθυπολεπτομέρειες που πρακτικά δεν έχουν καμία σχέση με το περιεχόμενο του υπόλοιπου βιβλίου. «Πολυτέλεια στην άκρη του κόσμου: Το στάτους ως αυθεντία» είναι ο τίτλος του κεφαλαίου σε μία προσπάθεια αυτό να εναρμονιστεί με το υπόλοιπο περιεχόμενο.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που συμπεραίνει ο Τόμσον από τη σκόρπια έρευνά του είναι ότι «το στάτους, η πολυτέλεια, ακόμα και το κύρος, είναι πλέον εμπορεύματα που είναι προσιτά σε όλους» (είδηση που σίγουρα θα χαρούν να ακούσουν τα 37,9 εκατομμύρια Αμερικανοί που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας) και ότι οι πλούσιοι «ντύνονται όπως όλοι οι άλλοι, κάνουν διακοπές στα ίδια μέρη, ξοδεύουν υπερβολικά χρήματα για κρασί και τρώνε (και) στο Taco Bell».
Ναι, η μαύρη αλήθεια είναι ότι ορισμένες από τις μεγάλες πολυτέλειες του παρελθόντος (το κινητό τηλέφωνο, η ηλεκτρική ενέργεια, κ.α) σήμερα θεωρούνται αυτονόητα για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού των σύγχρονων μεγαλουπόλεων τουλάχιστον. Αλλά, μην τρελαθούμε: η πρόσβαση στα πραγματικά απλησίαστα αγαθά αυτής της ζωής δεν μεταβλήθηκε. Εξακολουθούν να παραμένουν απλησίαστα και να συμβολίζουν την κραυγαλέα ανισότητα και της αγοραστικής δύναμης και της ταξικής κατάταξης.
Με στοιχεία από New York Times