Είναι σίγουρα παρήγορο για μια γυναίκα που γράφει από την πρώτη γραμμή της εμπειρίας −πολεμικά βιώματα και τραύματα− να κατακτά την ύψιστη διάκριση ενός Νόμπελ. Ακόμα περισσότερο όταν η γυναίκα αυτή υπηρετεί με συνέπεια, σπουδή και περίσσιο θάρρος την αποστολή της, που είναι η ερευνητική δημοσιογραφία. Για τη Σβετλάνα Αλεξίεβιτς το Νόμπελ δεν μπορεί παρά να επιβραβεύει μια σειρά από εξονυχιστικές έρευνες που, σε πολλές περιπτώσεις, έθεσαν σε κίνδυνο την ίδια της τη ζωή. Επιπλέον, ένα τόσο σημαντικό βραβείο αναγνωρίζει στα βιβλία της την ανίχνευση μιας περίτεχνης γραφής που ξεπερνά τα όρια της τεκμηριωτικής δημοσιογραφίας. Τι σχέση έχουν, όμως, όλα αυτά με τη λογοτεχνία;
Ενδεχομένως καμία. Και σίγουρα καμία απολύτως με το Νόμπελ, που για πρώτη φορά φαίνεται να ακυρώνει την ίδια του την ύπαρξη, καταργώντας οριστικά την οντολογική του ταυτότητα: την ανάδειξη του ύψιστου σκοπού της λογοτεχνίας. Όσο κι αν η γραφή της Αλεξίεβιτς υποδεικνύει μια περιγραφική δεινότητα που ενδεχομένως να ακραγγίζει τα φιλοσοφικά γραπτά του Μπέρτραντ Ράσελ −άλλου κατόχου του Νόμπελ−, σε καμία περίπτωση δεν συνιστά λογοτεχνία. Το παραδέχεται και η ίδια: «Είναι πιθανό, αν ζούσα στον 19ο αιώνα, να είχα γίνει λογοτέχνης, αλλά είναι διαφορετικές οι ανάγκες στον σύγχρονο κόσμο». Τι πιο υποτιμητικό από αυτό; Να θεωρείς, δηλαδή, ότι η λογοτεχνία συνίσταται στην αφήγηση ιστοριών που εξαντλούνται σε αυτό που εσύ εκλαμβάνεις ως ακαδημαϊκό λογοτεχνικό ανάγνωσμα. Προς επίρρωσιν των λεχθέντων της Αλεξίεβιτς ακολούθησε μία σειρά από κείμενα που σκοπό είχαν να εξάρουν τις αρετές του δοκιμιακού λόγου και να τονίσουν τη ρεαλιστική του υπόσταση σε σχέση με τη μυθοπλασία. Τα επιχειρήματα ήταν πολλά, με κορυφαίο το κείμενο στο περίφημο «New Yorker», το οποίο έχει υποστηρίξει σθεναρά την υποψηφιότητα της Αλεξίεβιτς στο παρελθόν . Εκεί ο γνωστός αρθρογράφος Φίλιπ Γκούρεβιτς επεσήμανε ότι «κάθε μορφή έκφρασης έχει τις δικές της υφολογικές απαιτήσεις» και ότι γι' αυτό πρέπει να δούμε τις διαφορετικές δυνατότητες που παρέχει το δοκίμιο (non)fiction. «Εφόσον καταρρίφθηκαν τα στεγανά αναφορικά με το non fiction και το Νόμπελ, κάποια στιγμή θα μας φαίνεται παράλογο ακόμα και το ότι κάποτε υπήρχαν. Η λογοτεχνία δεν είναι παρά μια πιο φαντεζί λέξη για τη γραφή» (!).
Tο Νόμπελ για πρώτη φορά φαίνεται να ακυρώνει την ίδια του την ύπαρξη καταργώντας οριστικά την οντολογική του ταυτότητα: την ανάδειξη του ύψιστου σκοπού της λογοτεχνίας.
Θαρρώ πως αυτή και μόνο η παράγραφος αρκεί για να εξοργιστεί και ο πιο απλός αναγνώστης: όχι μόνο υποτιμά κατάφορα τις αρχές της λογοτεχνίας και της ποίησης αλλά με έναν έμμεσο τρόπο επικυρώνει την προϊούσα πορεία ενός ολόκληρου συστήματος προώθησης των τάσεων που τείνουν να εκλαμβάνονται ως λογοτεχνικές, χωρίς να είναι. Η καταγραφή αμέτρητων λιστών μπεστ σέλερ, οι νέες κατηγοριοποιήσεις αναφορικά με τα λογοτεχνικά είδη και οι συγγραφείς-αστέρες του ενός βιβλίου προφανώς έχουν ελάχιστη σχέση με τη φλέβα που χτυπάει δυνατά στο λογοτεχνικό corpus. Αν το λογοτεχνικό υφάδι έμπλεξε τον μύθο ενός Ντοστογιέφσκι κι ενός Μέλβιλ, είναι γιατί αμφότεροι ανέδειξαν μια γραφή που ξεπερνά την όμορφη αφήγηση ιστοριών. Αντίθετα, είναι αυτοί που αναζήτησαν την ελάχιστη, ευφάνταστη λεπτομέρεια που μόνο ένας διακεκριμένος τεχνίτης της λογοτεχνίας, όπως ο Μέλβιλ, ξέρει να εντοπίζει. Αρκεί να σκεφτούμε τον Πάουντ, που, σε μία από τις συνεντεύξεις που είχε επιμεληθεί ο Γκούρεβιτς για το «Paris Review of Books» (ναι, ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε το κείμενο στο «New Yorker»!) εξηγώντας τη λειτουργία του ποιητή, επεσήμανε ότι αυτός δεν θα πάψει ποτέ να αναζητά έναν βολικό, μικρό, οδικό χάρτη, όπως αυτός του Παραδείσου που είχαν στο Μεσαίωνα! Και αντίστοιχη αγωνία είχε κατά την εξεύρεση του υλικού: «Αν η πέτρα δεν είναι αρκετά σκληρή ώστε να διατηρήσει τη μορφή, τότε πρέπει να φύγει». Τόσο απλά. Το λογοτεχνικό ταξίδι και οι αμέτρητες περιπέτειες της ανεύρεσης της mot juste είναι που δίνουν την απόλαυση και όχι ο προορισμός − που ενδεχομένως να συνίσταται στην καταγραφή μιας ακόμα συναρπαστικής ιστορίας, όπως αυτές που τόσο καλά ξέρει να πλέκει η Αλεξίεβιτς.
Αντίστοιχα, πάλι, ένας άνθρωπος που έζησε βαθιά τη δίωξη, τον εξευτελισμό και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Ρωσία, ο Βαρλαάμ Τίχονοβιτς Σαλάμοφ, είχε κάποτε καταδείξει τι σημαίνει να μετατρέπει κανείς τα τραυματικά υλικά της εμπειρίας του σε ένα αριστουργηματικό λογοτεχνικό ανάγνωσμα. Δεν έμεινε στα τεκμήρια, δεν προσπέρασε ως τραυματική εμπειρία τα τεκταινόμενα αλλά τα μετουσίωσε σε ύψιστη δημιουργία με τις «Ιστορίες από την Κολιμά». Αυτό ίσως, και τίποτε άλλο, είναι ο ύψιστος σκοπός της λογοτεχνίας: «Τα γραπτά μου αφορούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όσο αυτά του Εξιπερί τον ουρανό ή του Μέλβιλ τη θάλασσα. Βασικά, οι ιστορίες μου συνιστούν οδηγίες για το πώς πρέπει να δρα κανείς μέσα στο πλήθος. Να είναι όχι απλώς λιγάκι αριστερότερα απ' τα αριστερά, μα ακόμα περισσότερο αληθινός απ' την αλήθεια την ίδια. Για το αίμα που είναι αληθές κι ανώνυμο». Αυτή την ύψιστη και απόλυτη αλήθεια μπορεί κανείς να τη βρει μόνο στη μυθοπλασία. Όλα τα άλλα είναι απλώς (non-fiction) λόγια − πόσο μάλλον όταν έχουν συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση και χρωματισμό και σίγουρα ελάχιστη σχέση έχουν με τη λογοτεχνία.
σχόλια