Αρχές της δεκαετίας του'80. Πίναµε τις λέξεις του, πίνοντας αλλεπάλληλες µπίρες στον αλησμόνητο «Μπερντέ», ένα φιλόξενο στέκι, µαγειρείο και ποτάδικο, τίγκα στον καπνό και στις ωραίες φάτσες, όλοι µια παρέα, οχτάωρα και δεκάωρα, συζητώντας παθιασµένα, γράφοντας, τρώγοντας, καβγαδίζοντας, διακηρύσσοντας µε αγέρωχο θράσος ότι είµαστε παιδιά του Μπάροουζ και του Γκίνσµπεργκ, του Κέρουακ και του Χέµινγουεϊ, του Χάµετ και του Τσάντλερ, του Μπρετόν και του Ντεµπόρ, του Μπακούνιν και του Μπουκόβσκι!
Το πρόσωπό του ήταν ένα ζωντανό γλυπτό. Γεµάτο ουλές. Όπως και η ζωή του ήταν γεµάτη ουλές. Έπαιζε σαν µανιακός στον ιππόδροµο, αλλά αν πόνταρε κάπου τα πάντα, ήταν στην αγάπη, στην κατανόηση και στην ποίηση. Οι εξεγερµένοι νέοι της Αµερικής, αλλά κυρίως της Ευρώπης, τον αγάπησαν, τον αγκάλιασαν, τον αναγόρευσαν σε έναν από τους πιο θρυλικούς ήρωές τους. Ήταν ένας άδολος παρίας κι έγραψε θαυµάσια ποιήµατα και βραχνά πεζογραφήµατα για τους άδολους παρίες. «Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ' την Κόλαση» έλεγε κι αµέσως µετά κατέφευγε στην πρώτη πρόθυµη αγκαλιά. Του άρεσε να πίνει και να αλητεύει, αλλά του άρεσε εξίσου να συναρπάζεται από τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ, και στους ρυθµούς των µεγάλων κλασικών, του Ντοστογιέφσκι και του Ντ. Χ. Λόρενς, του Έρνεστ «Πάπα» Χέµινγουεϊ και του Λουί Φερντινάν Σελίν άγρια τα βράδια να χορεύει. Τον είπαν µισάνθρωπο, αλλά η αλήθεια είναι ότι πάντα βρισκόταν µε φίλους, ότι πάντα χάριζε ένα πλατύ χαµόγελο σε όσους το αποζητούσαν, απλώς ήξερε να εκφράζει µε εκπληκτική διαύγεια τη σκοτεινή πλευρά της ζωής, τους ανήλιαγους χώρους της ανθρώπινης ψυχής. Τον έλεγαν Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι. Πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, στις 9 Μαρτίου του 1994, άφησε για πάντα την αγαπηµένη του Πόλη των Αγγέλων, το Λος Άντζελες, που το τραγούδησε όσο ο Ζακ Πρεβέρ το Παρίσι, και πήγε να σµίξει µε τους αγγέλους τ' ουρανού, που τόσο τους είχε ανάγκη όταν πάλευε µε τις κακουχίες και τα πλήκτρα της παλιάς µαύρης βαριάς του γραφοµηχανής, µιας πάντα κλασικής Ρέµινγκτον.
Στα δεκατρία του γέµισε µε δοθιήνες που πυορροούσαν. Κυκλοφορούσε µε επιδέσµους στο πρόσωπο, θύµιζε τέρας από ταινίες τρόµου. Κλείστηκε στον εαυτό του και αναζήτησε παρηγοριά στο διάβασµα. Καταβρόχθισε µε πάθος τους Ρώσους κλασικούς, τον Τζον Ντος Πάσος, τον Σίνκλαιρ Λιούις και άλλους ανατόµους της ανθρώπινης ψυχής.
Ο ποιητής, γεννηµένος στις 16 Αυγούστου του 1920 στο Άντερναχ, βορείως της Φρανκφούρτης, ήταν γιος του Χένρι Μπουκόβσκι, ενός Αµερικανού λοχία πολωνικής καταγωγής, και της Κατερίνας Φετ, µιας Γερµανίδας ράπτριας. Μεγάλωσε µες στη δυστυχία, τη βία, την απόσταση ανάµεσα στις φιλοδοξίες του πατέρα του και στη σκληρή πραγµατικότητα. Στα δεκατρία του γέµισε µε δοθιήνες που πυορροούσαν. Κυκλοφορούσε µε επιδέσµους στο πρόσωπο, θύµιζε τέρας από ταινίες τρόµου. Κλείστηκε στον εαυτό του και αναζήτησε παρηγοριά στο διάβασµα. Καταβρόχθισε µε πάθος τους Ρώσους κλασικούς, τον Τζον Ντος Πάσος, τον Σίνκλαιρ Λιούις και άλλους ανατόµους της ανθρώπινης ψυχής. Οι λέξεις, για τον µικρό Τσαρλς, ήσαν ζώντες οργανισµοί που µπορούσαν να ξετρελάνουν το µυαλό του, που όταν τις διάβαζες σ' έκαναν να νιώσεις τη µαγεία τους, σ' έκαναν ανθεκτικό στην οδύνη, σου δώριζαν ελπίδα, σε δυνάµωναν. Οι λέξεις έγιναν το βάλσαµο αλλά και το όπλο του. Οι λέξεις έγιναν η περιουσία του, η πατρίδα του, το κονάκι και το σύµπαν του.
Με τις λέξεις κατάφερε να υπερβεί την ασχήµια, να δελεάσει δεκάδες γυναίκες, να ψάλλει ό,τι αγάπησε.
Ήθελε να νιώθει τον αγέρα της ελευθερίας. Κατέφευγε στη Δηµοτική Βιβλιοθήκη του Λος Άντζελες, στο νέκταρ των λέξεων. Μια µέρα πήρε από το ράφι το µυθιστόρηµα Ρώτα τον Άνεµο του Τζον Φάντε. Και άλλαξε η ζωή του. Τέτοια είναι η δύναµη και η δόξα των λέξεων όταν τις χειρίζονται οι µεγάλοι εραστές τους, οι ποιητές κι οι συγγραφείς.
Το µυθιστόρηµα του Φάντε περιγράφει τη ζωή ενός επίδοξου συγγραφέα, του Αρτούρο Μπαντίνι, που ζει στο Λος Άντζελες αναζητώντας τον πλούτο των εµπειριών. Ο Μπουκόβσκι έκανε δουλειές του ποδαριού, έπινε στα καπηλειά, και άρχισε να γράφει. Και να διαµορφώνει ένα «εγώ» που έµελλε να λάβει µυθικές διαστάσεις. Έκανε παρέα µε πόρνες, µε αλήτες και αποσυνάγωγους, µε χαµένα κορµιά, µε ξοφληµένους. Άκουγε τις ιστορίες τους, µοιραζόταν ό,τι είχε µαζί τους, τους απαθανάτισε στο έργο του.
Το 1955 ο Μπουκόβσκι αρρώστησε άσχηµα, λίγο έλειψε να πεθάνει. Στα 34 του ήταν ένας άνθρωπος άρρωστος, άνεργος και µόνος. Το γράψιµο ήταν η σωσίβια λέµβος.
Η ελπίδα γίνεται πράξη. Η Μπάρµπαρα Φράι, εκδότρια του λογοτεχνικού περιοδικού «Harlequin», όχι µόνο δέχτηκε να δηµοσιεύσει ποίηση του Μπουκόβσκι αλλά του έστειλε µια ενθουσιώδη επιστολή όπου του έλεγε ότι ήταν ποιητής µεγάλος όσο ο Ουίλιαµ Μπλέικ. Ακολούθησε αλληλογραφία. Η Μπάρµπαρα εκµυστηρεύτηκε στον Τσαρλς ότι της έλειπαν δύο αυχενικοί σπόνδυλοι κι ότι φοβόταν πως κανείς δεν θα θελήσει ποτέ να την παντρευτεί. Ο ποιητής απάντησε ότι ευχαρίστως την παντρευόταν ο ίδιος. Στις 29 Οκτωβρίου του 1955 τελέστηκαν οι γάµοι τους. Ύστερα από δεκαπέντε µήνες ανώφελων προσπαθειών συγυρίσµατος και νοικοκυρέµατος, ο γάµος τινάχτηκε στον αέρα.
Ο Μπουκόβσκι έκανε δουλειές του ποδαριού, έπινε στα καπηλειά, και άρχισε να γράφει. Και να διαµορφώνει ένα «εγώ» που έµελλε να λάβει µυθικές διαστάσεις. Έκανε παρέα µε πόρνες, µε αλήτες και αποσυνάγωγους, µε χαµένα κορµιά, µε ξοφληµένους. Άκουγε τις ιστορίες τους, µοιραζόταν ό,τι είχε µαζί τους, τους απαθανάτισε στο έργο του.
Ο Μπουκόβσκι ζει φτωχικά, αλλά µες στην υπέρτατη χλιδή της απόλυτης ελευθερίας. Γράφει το πρώτο του µυθιστόρηµα, το Ταχυδροµείο. Γράφει το δεύτερο µυθιστόρηµά του, το Άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Γράφει τις περίφηµες Ιστορίες Καθηµερινής Τρέλας. Συνάπτει µια σχέση παραφοράς µε τη γλύπτρια Λίντα Κινγκ και την απαθανατίζει στο τρίτο του µυθιστόρηµα, τις Γυναίκες. Τον ανακαλύπτουν στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερµανία. Ο Μπουκόβσκι κοντεύει τα 60, ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ευρώπη, θριαµβεύει. Απαγγέλλει σε κατάµεστες αίθουσες. Πηγαίνει στο Παρίσι. Εµφανίζεται στη φηµισµένη εκποµπή «Apostrophes». Καβγαδίζει µε τον οικοδεσπότη, σηκώνεται και φεύγει στα µισά της απευθείας µετάδοσης. Η απόφασή του να παραµείνει πάντα ελεύθερος δεν είναι σόου µήτε τρικ. Είναι γνήσια ως το κόκαλο.
Επιστρέφει στην Αµερική, παντρεύεται τη Λίντα Λη Μπέιλ, µια πετυχηµένη εστιάτορα, είκοσι τρία χρόνια νεότερή του. Γράφει το τέταρτο µυθιστόρηµά του, το Τοστ Ζαµπόν, µε θέµα τα δεινά των παιδικών του χρόνων. Απολαµβάνει την παρέα τύπων όπως ο Ντένις Χόπερ, ο Χάρι Ντιν Στάντον, και κυρίως ο Σον Πεν. Ο Μπουκόβσκι, µάλιστα, θα αφιερώσει στον Πεν το βιβλίο του Στη σκιά του ρόδου, το 1991, και ο Πεν θα ανταποδώσει, αφιερώνοντας στον ποιητή την ταινία του The Crossing Guard. Μέχρι τη στιγµή τού θανάτου του ο Τσαρλς Μπουκόβσκι θα κοπανάει µε πάθος τα πλήκτρα και θα µας δωρίζει τον πλούτο των εµπειριών και των σκέψεων, τη µουσική των λέξεών του. Και είναι προσωπικός του θρίαµβος το ότι ολοένα και πιο πολλοί ευαίσθητοι αναγνώστες ανακαλύπτουν και πάλι το αναρχικό, βαθιά τρυφερό χιούµορ του Τσαρλς Μπουκόβσκι!
σχόλια