«ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ, κυβερνήτης ή πρώην υπουργός», έγραφε ο Τζέι Ντι Βανς στην πρώτη σελίδα του βιβλίου απομνημονευμάτων του Hillbilly Elegy [στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως «Το τραγούδι του χιλμπίλη» (εκδ. Δώμα), όπως και η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου που είναι διαθέσιμη στο Netflix], για να δώσει έμφαση στα ταπεινά του διαπιστευτήρια.
Όλα αυτά ίσχυαν το 2016, όταν ο Βανς ήταν ένας πρώην πεζοναύτης και απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Γέιλ με «μια καλή δουλειά, έναν ευτυχισμένο γάμο, ένα άνετο σπίτι και δύο ζωηρά σκυλιά».
Τα απομνημονεύματά του διαβάζονται κάπως διαφορετικά τώρα και αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι ο Βανς είναι πλέον όχι μόνο γερουσιαστής αλλά και ο υποψήφιος αντιπρόεδρος των Ρεπουμπλικανών. Έχει γίνει πολύς λόγος για την πολιτική του εξέλιξη τα τελευταία οκτώ χρόνια, από συντηρητικός που δήλωνε με έμφαση «Ποτέ με τον Τραμπ» σε πιστό οπαδό του δόγματος MAGA και από αναλυτής του δεξιού λαϊκισμού σε απόλυτη ενσάρκωσή του. Ενώ οι επικριτές του Βανς το θεωρούν αυτό ως ξεδιάντροπο καιροσκοπισμό, ο ίδιος έχει εξηγήσει τις ιδεολογικές του μετατοπίσεις ως αποτέλεσμα μιας διπλής διανοητικής αφύπνισης: Αποδείχθηκε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν τόσο κακός όσο νόμιζε ο Βανς και ότι οι Αμερικανοί φιλελεύθεροι ήταν πολύ χειρότεροι.
Αυτή η μεταστροφή είναι αξιοσημείωτη επειδή μέρος της μυθολογίας του «Τραγουδιού του χιλμπίλη» είναι ότι οι φιλελεύθεροι ήταν τόσο το προοριζόμενο αναγνωστικό κοινό όσο και οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του βιβλίου, το οποίο εκδόθηκε από έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο, σχολιάστηκε με σεβασμό (και σκεπτικισμό ενίοτε) από τα έγκριτα μέσα και συζητήθηκε ευρέως, αποτελώντας ταυτόχρονα ένα μήνυμα προς το κατεστημένο και μια αίτηση για ένταξη σ’ αυτό.
Μέρος του μηνύματος αυτού του είδους απομνημονευμάτων είναι και το εξής: Αν εγώ μπορώ να τα καταφέρω, δηλώνει ο συγγραφέας, ο καθένας μπορεί. Αλλά αυτό το ενθαρρυντικό ηθικό δίδαγμα συνοδεύεται από τη ζοφερή αναγνώριση ότι πολλοί άνθρωποι δεν τα καταφέρνουν και δεν θα τα καταφέρουν ποτέ.
Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία δύο μεταναστεύσεων. Η μία είναι η μεγάλης κλίμακας μετακίνηση φτωχών λευκών, ανάμεσά τους και οι παππούδες της μητέρας του συγγραφέα, από τα αγροτικά Απαλάχια προς τις πόλεις και κωμοπόλεις της λεγόμενης «ζώνης σκουριάς». Η άλλη είναι η πορεία του ίδιου του Βανς από ένα από αυτά τα μέρη –το Middletown του Οχάιο– προς τις γεωγραφικές και δημογραφικές περιφέρειες της άρχουσας τάξης: το Νιού Χέιβεν του Κονέκτικατ (όπου βρίσκεται το Γέιλ), η Silicon Valley, η Ουάσιγκτον.
Στον βαθμό που το «Τραγούδι του χιλμπίλη» αποτελεί το χρονικό της ανέλιξης ενός νέου ανθρώπου μπροστά στις αντιξοότητες, μπορεί να αναγνωστεί ως δικαίωση του status quo. Η παιδική ηλικία του Βανς σκιάστηκε από τον αγώνα της μητέρας του ενάντια στον εθισμό της στα οπιοειδή, η οποία σώθηκε τελικά από τη ζόρικη και επίμονη γιαγιά του, το πορτρέτο της οποίας είναι το πιο αξιομνημόνευτο λογοτεχνικό επίτευγμα του βιβλίου.
Η γιαγιά, το Σώμα των Πεζοναυτών και το Πανεπιστήμιο Ohio State βοήθησαν τον νεαρό Τζέι Ντι να ξεφύγει από το Middletown και να αποκτήσει την αυτοπεποίθηση και τις δεξιότητες για να γράψει το «Hillbilly Elegy» (το Γέιλ έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο προμηθεύοντάς τον με τις απαραίτητες διασυνδέσεις).
Μέρος του μηνύματος αυτού του είδους απομνημονευμάτων είναι και το εξής: Αν εγώ μπορώ να τα καταφέρω, δηλώνει ο συγγραφέας, ο καθένας μπορεί. Αλλά αυτό το ενθαρρυντικό ηθικό δίδαγμα συνοδεύεται από τη ζοφερή αναγνώριση ότι πολλοί άνθρωποι δεν τα καταφέρνουν και δεν θα τα καταφέρουν ποτέ.
Ο θαρραλέος πρωταγωνιστής αποτελεί ταυτόχρονα αντιπροσωπευτικό δείγμα και εξαίρεση, μια παραδοξότητα που δίνει στον προσωπικό προβληματισμό το βάρος της κοινωνικής κριτικής. Τι εμποδίζει όλους τους άλλους να κάνουν την ίδια υπέρβαση; Γιατί τόσοι πολλοί από τους συνομηλίκους και συνοδοιπόρους του Βανς μοιάζουν μοιρολατρικά προορισμένοι για την ανεργία και την υποαπασχόληση, την κατάχρηση ουσιών, το οικογενειακό χάος, τη φτώχεια και την απόγνωση;
Συχνά, στο αυτοβιογραφικό είδος στο οποίο ανήκει το «Hillbilly Elegy» –ένα είδος του οποίου τα ράφια είναι γεμάτα βιβλία από μαύρους, αυτόχθονες και μετανάστες συγγραφείς– η απάντηση στο ερώτημα είναι μία: Το σύστημα. Ο συγγραφέας αγωνίζεται να υπερβεί μια συστημική προκατάληψη και μια θεμελιώδη αδικία στον τρόπο οργάνωσης του κόσμου. Η πολιτική αξίωση είναι συνήθως περισσότερο μεταρρυθμιστική παρά ριζοσπαστική: Πρέπει να διορθώσουμε τα πράγματα ώστε περισσότερα παιδιά να καταφέρουν να κάνουν την υπέρβαση, καταργώντας τα εμπόδια και διευρύνοντας τις ευκαιρίες.
Το επιχείρημα του Βανς όμως δεν είναι αυτό. Αν οι Αμερικανοί τους οποίους αποκαλεί hillbillies –μια κάπως ελαστική κατηγορία που μπορεί να είναι περιφερειακή (όσοι μένουν στα Απαλάχια), εθνοφυλετική (άτομα με σκωτσέζικες ή ιρλανδικές ρίζες) ή κοινωνιολογική (λευκή εργατική τάξη)– μένουν πίσω, δεν φταίει το σύστημα, αλλά σε μεγάλο βαθμό οι ίδιοι, μοιάζει να λέει.
Τα ίδια πολιτισμικά χαρακτηριστικά που κάνουν τη Γιαγιά (στην ταινία την υποδύθηκε η Γκλεν Κλόουζ) και τους συγγενείς της να αποτελούν τόσο ζωντανές παρουσίες στις σελίδες του βιβλίου αλλά και στη ζωή του Βανς –αγάπη για τον αγώνα, κοινοτισμός, μίσος για την εξουσία– είναι αυτά που τους έχουν παγιδεύσει στη φτώχεια και τη δυσλειτουργία.
Ο όρος «εργατική τάξη» μπορεί να είναι λανθασμένος, σύμφωνα με τον συγγραφέα: «Οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια για σκληρή δουλειά σε μέρη όπως το Middletown», γράφει ο Βανς. «Μπορείτε να περπατήσετε σε μια πόλη όπου το 30% των νέων εργάζονται λιγότερο από 20 ώρες την εβδομάδα και να μη βρείτε ούτε ένα άτομο που να έχει επίγνωση της τεμπελιάς του».
Η σκληρότητα αυτής της κρίσης –και ο πολιτισμικός ντετερμινισμός που τη διέπει– προκάλεσε αρκετές επικρίσεις, μεταξύ άλλων και από συγγραφείς με υπόβαθρο όπως αυτό του Βανς. Ταυτόχρονα, η ιδέα ότι τα μέλη μιας περιθωριακής ή μειονεκτικής ομάδας έχουν τα ίδια προκαλέσει τη δυστυχία τους ακούγεται μουσική στα αυτιά των απανταχού εξουσιαστών. Αν αυτοί οι άνθρωποι είναι έτσι όπως περιγράφονται –τεμπέληδες, μη συνεργάσιμοι, σεξουαλικά ασύδοτοι–, τότε κάθε πολιτική που έχει σχεδιαστεί για να τους βοηθήσει είναι άχρηστη.
Υπάρχει μια ένταση στο «Τραγούδι του χιλμπίλη», μια παραφωνία ανάμεσα στον τρόπο που ο Βανς εξυμνεί την οικογένειά του και στον τρόπο που την «ξεπουλάει», αποξενώνοντάς την στην υπηρεσία ενός αμφιλεγόμενου επιχειρήματος. Αμφιλεγόμενου, επειδή είναι σαφές ότι αμφιβάλλει πλέον για τη θέση του ότι η αμερικανική εργατική τάξη φταίει η ίδια για τα προβλήματά της, ή τουλάχιστον αμφιβάλλει για την πολιτική χρησιμότητα αυτής της θέσης.
Είναι πλέον πιο πιθανό να κατηγορήσει την Κίνα, τη NAFTA (τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής), το Μεξικό, καθώς και το πολιτικό και πολιτιστικό κατεστημένο στο οποίο κάποτε ήταν αποφασισμένος να ενταχθεί. Με άλλα λόγια: Έχει στραφεί εναντίον των πιο αφοσιωμένων αναγνωστών του βιβλίου του.
Με στοιχεία από The New York Times