Φέτος υπάρχει μόνο ένα νησί. Είναι συνωστισμένο, άγριο, μακρινό, ανοιχτό - είναι κει κι Αυτός. Όλα τα άλλα νησιά είναι δωματιούχα, φοβισμένα, κλειστά.
Φέτος ήθελα να ψήνομαι στην άμμο σαν θαφτό πασχαλινό κατσίκι, να ξυπνάω με αντηλιά, να φορτίζομαι στη μεγάλη μπαταρία της γης. Να βουτάω στη θάλασσα φρη-κωλ (ελευθερόκωλη) όπως λέγαμε στη Δονούσα. Να ξαναδοκιμάσω ελεύθερο για πρώτη φορά μετά την Δονούσα όπου ξενυχτούσα και ο τυροπιτάς με ξυπνούσε χαράματα. Φέτος θα το μπορούσα γιατί Αυτός μου άλλαξε τον ύπνο με υπομονή, κατάφερε να κοιμάμαι βράδυ, να ξυπνάω πρωί. Δεν είμαι πια νυχτοπούλι.
Οραματίσου τον και θα βρεις άλλον, καλύτερο, είπε η ροζ γκουρού γειτόνισσα που έχει μια ροζ απάντηση για όλα. Λες και το να ερωτευτείς είναι σα να χώνεις το χέρι σου και να βγάζεις από τη σακούλα έναν Τζον Τζον. Με τις σωστές προδιαγραφές αυτή τη φορά. Ψυχολογική σταθερότητα, ύψος. Άμα τα παραγγείλεις σωστά στο διαλογισμό, έρχονται. Έλα όμως που έτσι τον διάλεξα. Να φρικάρει όταν είσαι κρύα, να παγώνει όταν είσαι ζεστή, να σε λατρεύει μέρα παρά μέρα – πια θα μου αρκούσε. Έτσι ήταν τα πράγματα, τι να κάνεις, δεν είχαμε όλοι ευτυχισμένα παιδικά χρόνια - ούτε εγώ. Οπότε χωρίσαμε. Έναν μήνα μετά την ισοπεδωτική Αθηναϊκή καραντίνα που τη ζήσαμε σαν πόλεμο.
Ένα μήνα μετά ήταν πάλι ερωτευμένος. «Μη με κοιτάς με τα ματάκια σου. Τα ματάκια σου.» έλεγε στους Αμπελόκηπους. Με κοιτούσε σα να ήθελε να με φάει ζωντανή, να μου χαϊδέψει τα κύτταρα ένα ένα. Μου άγγιζε διαρκώς το μπράτσο, καμιά δεν έχει τέτοιο δέρμα, τέτοιο σχήμα.
Το πρώτο τηλεφώνημα ήταν από την χίπικη παραλία, τον Αη Γιάννη. «Αυτοί οι χίπηδες δεν είναι και πολύ χίπικοι. Είμαι μόνος, εδώ θέλει να 'χεις παρέα, έστησα στου διαόλου τη μάνα, μοναξιά και ομορφιά, εσύ θα τρελαινόσουνα, θα πάθαινες την πλάκα σου, θα ζηλέψεις άμα σου περιγράψω το χρώμα της θάλασσας, την απέραντη άμμο, πω πω, δεν έχω ξαναδεί τόση άμμο στη ζωή μου.»
Εκείνο το βράδυ μετακινήθηκα προς τη δική του μεριά του σύμπαντος, βόρεια της Βασιλίσσης Σοφίας: άρχισα πάλι να τον θέλω. Αλλά την επομένη πήρε να μου πει ότι φεύγει και ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ.
Δεν ήξερα ότι μπορεί δυο λέξεις να πονάνε τόσο πολύ. Καλό Καλοκαίρι. Καλύτερα να με είχε βρίσει. Καλό καλοκαίρι στα μούτρα σου, ήθελα να του πω. Και να πετάξω τα ρούχα του από τον τέταρτο. Δεν ήθελε να τα πάρει όταν συναντηθήκαμε, το μόνο που ήθελε να πάρει ήμουν εγώ αλλά είχα θυμό. Ίσως είναι καλύτερα έτσι, είχε πει. Και με καλοκαλοκαίριασε.
Έπαιξα λάθος: Πήγα στην Χαλκίδα στη μάνα μου, πήγε στο πιο ηδονιστικό νησί του Αιγαίου. Φέτος, που το φρη κάμπινγκ απαγορεύτηκε σχεδόν παντού, λόγω κορόνα, όλη η Ανάφη και η Δονούσα πήγαν στο νησί των τρομοκρατών και των χίπηδων. Στη Γαύδο.
Το πρώτο τηλεφώνημα ήταν από την χίπικη παραλία, τον ΑηΓιάννη. «Αυτοί οι χίπηδες δεν είναι και πολύ χίπικοι. Είμαι μόνος, εδώ θέλει να ‘χεις παρέα, έστησα στου διαόλου τη μάνα, μοναξιά και ομορφιά, εσύ θα τρελαινόσουνα, θα πάθαινες την πλάκα σου, θα ζηλέψεις άμα σου περιγράψω το χρώμα της θάλασσας, την απέραντη άμμο, πω πω, δεν έχω ξαναδεί τόση άμμο στη ζωή μου.»
Μιλούσε σα να ήθελε να πάω αλλά δεν το διατύπωσε. Μπήκα στο ίντερνετ: ο Αηγιάννης ήταν σταρ, στις δύο τοπ παραλίες του κόσμου μαζί με μια παραλία στη Χαβάη! Ήτανε στη Χαβάη, ήμουνα στη μάνα μου που ρωτούσε κάθε τόσο, εκνευριστικά, αν θέλω λαυράκι ή μπάμιες. Θέλω άμμο, της είπα.
Η ΓΑΥΔΟΣ φάνταζε πια όπως το διαφημιστικό της Ευρώπης στα μάτια των Αφγανών: παράδεισος. Ήμουνα έτοιμη να ξεκινήσω ένα μακρύ ταξίδι με λαθρέμπορους, πλοία και δύσκολες διανυκτερεύσεις για να την αντικρίσω.
Στο επόμενο τηλεφώνημα είπε ότι πήρε μέρος στα καλλιστεία αντρικής αντικειμενοποίησης και βγήκε δέκατος έκτος. Οι άντρες περπατούσαν γυμνοί μπροστά από καμιά τριανταριά γυναίκες. Αυτός περνούσε καταλάθος γυρνώντας από τους αμμόλοφους, αλλά τον φώναξαν πριν προλάβει να εξαφανιστεί. Οι γυναίκες σχολίαζαν τα ψωμάκια στη μέση του. Κάποιοι είχαν κώλους πιο πεταχτούς. Έχει κάτι ντούκια εικοσάχρονους εδώ πέρα, είπε. Αυτός ήταν τριανταοχτώ. Υπήρχε κατά τη γνώμη του κάποιο ageism στα καλλιστεία. «Αgeism στα καλλιστεία! Πού ακούστηκε.» είπα.
Μια μέρα έφαγε μόνο σκόνη φρουτόκρεμα σε νερό και Μιράντα Παπαδοπούλου, αλλά αφότου γράφτηκε σε ένα γκρουπ για Τάντρα Γιόγκα Άμμου ξεσκιζόταν στις ταβέρνες. Οι γιόγκηδες έτρωγαν όλοι μαζί, κολυμπούσαν όλοι μαζί. Δεν ένιωθε μόνος πια. “Υπάρχει ένα κλίμα αγάπης εδώ, είμαι πάρα πολύ χαρούμενος”, είπε. Πάρα. Πολύ. Χαρούμενος σημαίνει τάντρα (δηλαδή σεξ) στην άμμο; Σ’ ένα γκρουπ όλο γυναίκες;
Στο επόμενο τηλεφώνημα είπε ότι πήρε μέρος στα καλλιστεία αντρικής αντικειμενοποίησης και βγήκε δέκατος έκτος. Οι άντρες περπατούσαν γυμνοί μπροστά από καμιά τριανταριά γυναίκες. Οι γυναίκες σχολίαζαν τα ψωμάκια στη μέση του. Κάποιοι είχαν κώλους πιο πεταχτούς. Έχει κάτι ντούκια εικοσάχρονους εδώ πέρα, είπε. Αυτός ήταν τριανταοχτώ. Υπήρχε κατά τη γνώμη του κάποιο ageism στα καλλιστεία.
Το τηλεφώνημα κράτησε μια ώρα: έμαθα τα πάντα για την Τάντρα γιόγκα άμμου, τις παραλίες και τους Ρώσους: οι Ρώσοι που έχτισαν σπίτι εκεί, έχουν μια επιστημονική πατέντα για ζεστό νερό, ο ΑηΓιάννης ταβέρνες, το Σαρακήνικο φασαρία και βλέπεις συχνά να περπατούν άνθρωποι τσίτσιδοι από τη μια παραλία στην άλλη. Τον φαντάστηκα ζωώδη, αδιάντροπο με το μαλλί του χύμα μέχρι το πηγούνι, σπαστό, ηλιόλουστο, μεταξύ Αηγιάννη και Σαρακήνας, το πουλί βυσσινί, να φορτίζεται στον απογευματινό ήλιο.
Στη γιόγκα όμως, κάνανε ασκήσεις σε ζευγάρια εκπνέοντας ο ένας στα μούτρα του άλλου.
Με μάσκα; ρώτησα και γέλασε δυνατά.
Πρότεινα μετονομασία του γκρουπ σε Τάντρα Κορόνα και γέλασε πάλι.
Τι άλλο κάνετε;
Κοιταζόμαστε δέκα λεπτά στα μάτια.
Και μετά κυλιέστε στην άμμο; ρώτησα όλο ψυχραιμία.
Ο στόχος είναι κάποια άνοδος της ενέργειας προς τα πάνω, μια κορύφωση δίχως επαφή, είπε δίχως ειρωνείας. Ανειρωνικά.
Κορύφωση; Έτσι μιλάς τώρα; Έλα να κορυφώσουμε; αστειεύτηκα αλλά δεν απάντησε.
Και με ποια εξασκείσαι; ρώτησα.
Τυχαίο άτομο.
Άντρας; Γυναίκα, παιδί;
Είπε ότι θα με ξαναπάρει σύντομα.
Κάποιο ακορντεόν στο δρόμο έπαιζε, «Σ’ αγαπώ γιατί ‘σαι συ». Ή μήπως, Σ’ αγαπώ γιατί ‘σαι εκεί. Στο νησί. Σκέφτηκα χαιρέκακα ότι όποια κι αν γνωρίσει τώρα θα τη γαμήσει ψυχολογικά. Αφού τη γαμήσει πρώτα σε σπηλιές, στην ωραιότερη παραλία του κόσμου - έχει η Γαύδος σπηλιές;
Εννιά μέρες μετά, από τη Γαύδο έφταναν μόνο κάτι λάικ που μάζευα σαν κοχύλια. Το ένα εδώ, το άλλο τρεις μέρες παραπέρα. Κανένα τηλεφώνημα.
Τα πράγματα γύρω μου άρχισαν να διαλύονται, οι άνθρωποι να ξεθωριάζουν, η άμμος του Ευβοικού να φαίνεται λίγη, όχι πια αρκετή. Η τηλεόραση μιλούσε για τον κορονοιό που αφήνει κουσούρια στην καρδιά.
Τον φαντάστηκα με μαλλιαρές φουντωτές σαν εμένα, να περπατάνε γυμνοί στην Αφρικάνικη σαβάνα. Κι έκλαιγα μέσα στη θάλασσα καθώς κολυμπούσα, στο μίλι που κάνω καθημερινά μέχρι τα βράχια. Τα δάκρυα έτρεχαν στο νερό σαν πυκνές ψιχάλες που δεν επηρέαζαν την στάθμη της θάλασσας ή των υπόγειων ρευμάτων του. Έκανα κάθετες παύσεις μέχρι να περάσουν οι λυγμοί και συνέχιζα το οριζόντιο κλάμα. Φαίνεσαι χάλια σήμερα, είπε η Αμαλία η ψαράς. «Κολυμπάω και κλαίω», είπα. «Κολυμπάω και κλαίω/ έφταιξα σου λέω,» γινόταν καλό σκυλάδικο.
Το Σεπτέμβρη δε θα την αγαπάει. Το Σεπτέμβρη δε θα τον αγαπάω, σκέφτηκα πριν κοιμηθώ και ηρέμησα κάπως.
Μπορούσα να πάω στη Νίσυρο, στην Αμοργό- αλλά δεν είχε απέραντη άμμο. Υπήρχε μόνο ένα νησί.
Το βράδυ στην ταβέρνα ήταν και ο Β. που ζει στη Θεσσαλονίκη. Μου έφερνε μπύρες, προσοχή, ατάκες. Με ακολούθησε έξω στο δρομάκι.
Γουσταριζόμασταν χρόνια, ήταν γοητευτικός, κινηματικός, γκομενιάρης, διεθνής, αποφευκτικός: τον φοβόμουνα λίγο. Μ’ έστησε στον τοίχο. Έχωσε τη γλώσσα στο λαιμό μου, ενόσω χάιδευε τα μάγουλά μου.
«Κοίτα, αν δεν κατάλαβε τι είχε δίπλα του, δηλαδή τη Νέα Υόρκη των γυναικών, είναι ηλίθιος.» είπε.
Κοιταχτήκαμε στα μάτια για δέκα λεπτά. (Τάντρα στην ταβέρνα). Ένιωσα μια ενέργεια ζεστή από την ηβική περιοχή προς στο στέρνο. Μια διάθεση κορύφωσης.
Πάμε στη Σαμοθράκη; είπα.
Υπάρχει και η Σαμοθράκη.
_______________
Απόσπασμα από το επερχόμενο βιβλίο της Εύης Λαμπροπούλου, που μόλις ολοκληρώθηκε, με πιθανό τίτλο «Υποθετικόνια».
Η Εύη Λαμπροπούλου έχει δημοσιεύσει τα βιβλία «Χάπι Λου», «Σχεδόν Σούπερ», «Όλα τα μήλα».
σχόλια