Δεν είναι να απορείς που ο Πλάτωνας πέταξε κλοτσηδόν τον Όμηρο έξω από την «Πολιτεία» του ή που οι ναζί κυνήγησαν με μανία τους εκφραστές της «παρηκμασμένης» τέχνης: οι ήρωες που φτιάχνει το ζωγραφικό πινέλο ή που κατασκευάζει η φαντασία του ποιητή είναι ίσως πιο επικίνδυνοι και πιο αληθινοί από τους ένσαρκους. Σε πείθουν να κρυφτείς μαζί τους στην ασφαλή γωνία του δικού τους χωροχρόνου και στο κατώφλι του ονείρου με την πραγματικότητα. Όταν όλα τελειώνουν και χάνονται, εκείνοι –οι λογοτεχνικοί ήρωες, τα ιδανικά αυτά πρόσωπα ή σύμβολα– παραμένουν εκεί, στον απροσδιόριστο αλλά συνάμα τόσο ιδανικό χώρο, για να σου θυμίζουν όλα αυτά που έγινες και που ακόμη δεν ανακάλυψες ότι είσαι. Η Μαντάμ Μποβαρί επικαλείται τη θλίψη, ο Ρασκόλνικοφ την ενοχή, ο Οθέλλος τη ζήλια και ο Όμηρος το ίδιο το ταξίδι της ζωής σου. «Ακόμη και όταν εγώ θα έχω χαθεί, εκείνη η πόρνη η Μποβαρί θα είναι εκεί» έγραφε με την πιο αδυσώπητη ειλικρίνεια ο Φλομπέρ για τους λογοτεχνικούς ήρωες που μένουνε για πάντα.
Λέει, δηλαδή, πως όσο εσείς επιμένετε ότι οι τέχνες, οι ανθρωπιστικές σπουδές, η λογοτεχνία και τα ποιήματα είναι άχρηστα, τόσο εμείς θα επικαλούμαστε την ανεξάντλητη χρησιμότητά τους. Τόσο θα προσβλέπουμε σε έναν κόσμο όπου το χρήμα δεν είναι αυτοσκοπός – αλλά, το κυριότερο, δεν είναι ούτε καν τρόπος για να είναι χρήσιμος κανείς στην κοινωνία.
Και όλα αυτά ξέρεις καλά ότι δεν μπορείς να τα μετρήσεις με κανένα τίμημα. Το αίσθημα της ταύτισης που μπορεί να ένιωσες μέσα από την ιδανική περιγραφή της απόγνωσης από τη Μαντάμ Μποβαρί, η λεπτομέρεια της σάρκας στους πίνακες του Λούσιαν Φρόιντ, η ομορφιά των φρούτων που ακροβατούν στην άκρη του τραπεζιού στα έργα του Σεζάν, δεν είναι καταγεγραμμένα σε περιχαρακωμένα κιτάπια – και το σημαντικότερο, δεν εξαργυρώνονται. Για τους πολλούς είναι άχρηστα, αλλά για τους διεκδικητές του πολύτιμου ψυχικού πλούτου ανεκτίμητα. «Τα παραμύθια των ποιητών, ανεξάρτητα από την ποσότητα του ψωμιού που μπορεί κανείς να αγοράσει, είναι αναγκαία για να καταλάβει κανείς τα βασικά πράγματα που έχουμε ανάγκη» γράφει σοφά ο Νούτσιο Όρντινε, καθηγητής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας, σε ένα βιβλίο που εγείρει με τρόπο πρωτότυπο –αν όχι ακριβή και ευφάνταστο– το μεγάλο ζήτημα των ημερών. Τι μπορεί να χρειάζεσαι την τέχνη σε μια εποχή οικονομικής ύφεσης; Και πόσο μπορείς να επικαλείσαι τα στιχάκια των ποιητών σε σπουδές που οδηγούν στην ανεργία; Κάνοντας μια παράλληλη καταγραφή της χρησιμότητας του ψυχικού πλούτου που επιφέρει η επαφή με τα γράμματα και τις τέχνες, ο Όρντινε αντιστρέφει τα ερωτήματα και χαρίζει στο πρωτότυπο μανιφέστο του τον τίτλο Η χρησιμότητα του άχρηστου (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα). Λέει, δηλαδή, πως όσο εσείς επιμένετε ότι οι τέχνες, οι ανθρωπιστικές σπουδές, η λογοτεχνία και τα ποιήματα είναι άχρηστα, τόσο εμείς θα επικαλούμαστε την ανεξάντλητη χρησιμότητά τους. Τόσο θα προσβλέπουμε σε έναν κόσμο όπου το χρήμα δεν είναι αυτοσκοπός – αλλά, το κυριότερο, δεν είναι ούτε καν τρόπος για να είναι χρήσιμος κανείς στην κοινωνία. Και το αίτημα αυτό της ανθρωπιστικής εξέγερσης κατά του ωφελιμισμού δεν είναι τωρινό, υπήρχε πάντα. Από την εποχή του Πλάτωνα το κέρδος δεν είχε κεντρική σημασία κατά τη συγκρότηση της ιδανικής Πολιτείας, ενώ ακόμη και ο Αρχιμήδης ένιωθε βαθιά περιφρόνηση για την «εφαρμοσμένη μηχανική», αποσκοπώντας σε κάτι πιο βαθύ και φιλοσοφημένο. Πόσο, επίσης όμορφα και παραστατικά, έδινε έμφαση ο Βοκάκιος, αρκετούς αιώνες αργότερα, στον ζωτικό ρόλο που διαδραμάτιζε η τέχνη για την επιβίωση, ακόμη και όταν ενέσκηπτε απειλητικά ο θάνατος. «Και τι να πω σ' εκείνους που με οικτίρουν για την πείνα μου και με συμβουλεύουν να κοιτάξω για ψωμί; Και εγώ δεν ξέρω – αν και είμαι περίεργος να 'βλεπα την απάντησή τους, αν τύχαινε, από ανάγκη, ν' αποταθώ σ' αυτούς. Φαντάζομαι πως θ' απαντούσαν: "Πήγαινε από δω! Ζήτησέ το από τα παραμύθια σου". Και ασφαλώς οι ποιητές βρήκαν περισσότερο ψωμί στα παραμύθια τους, απ' ό,τι πολλοί πλούσιοι στους θησαυρούς τους. Κι ακόμα, πόσοι ποιητές, κυνηγώντας τα παραμύθια τους, έφτασαν στην ακμή της ηλικίας τους, ενώ, αντίθετα, πολλοί που επιζητούσαν ν' αποκτήσουν περισσότερο ψωμί απ' όσο χρειάζονταν, βρήκαν πρόωρο θάνατο!» γράφει ο Βοκάκιος στο περίφημο Δεκαήμερό του. Ποτέ, άλλωστε, η τέχνη δεν λειτούργησε έξω από τη ζωή και ποτέ καμία δημιουργική φαντασία δεν κατανόησε το υβριδικό νόημα της ζωής έξω από την πραγματικότητα. Κατά τον Όρντινε, οι τέχνες, η λογοτεχνία, και κατ' επέκταση οι ανθρωπιστικές σπουδές, δεν είναι άχρηστες, όπως πολλοί ενδεχομένως νομίζουν, αλλά ανέκαθεν χρησίμευαν στην ίδια τη ζωή, αποτελώντας το ύψιστο και ιδανικότερο συμπλήρωμά της. Επικαλούμενος τον Οβίδιο, ο συγγραφέας επιμένει πως γράφοντας ποίηση «παραμένει κανείς προσκολλημένος σε μια άχρηστη μελέτη», όπως ακριβώς συμβαίνει «με έναν μονομάχο που, παρά τα τραύματά του, επιστρέφει να αγωνιστεί, ή στον ναύτη που, παρότι γλίτωσε από ένα ναυάγιο, δεν μπορεί να επιστρέψει στη θάλασσα».
Οι τέχνες μάς κάνουν εν ολίγοις ταυτόχρονα δυνατούς και ατελείς, ανθρώπους που ξέρουν ότι το δικό τους μερτικό στην αθανασία είναι η αδιανόητη θνητότητα. Η αγωνία μπροστά στον θάνατο είναι που σε ωθεί στη γραφή, άρα και η πιο ρεαλιστική συνειδητοποίηση της πιο αδιανόητης οδύνης. Με άλλα λόγια, δημιουργός ή μελετητής δεν γίνεται κανείς επειδή ονειροβατεί αλλά επειδή έχει επίγνωση ότι μόνο έτσι το άγος του θανάτου μπορεί να ποτιστεί με στάλες της αθανασίας. Στο κάτω-κάτω, πώς μπορείς να υποστηρίξεις ότι είσαι πραγματικός δημιουργός, αν προηγουμένως δεν νιώσεις τη ζωή στα περιθώριά της; Κανείς δεν ξεκίνησε να γράψει επειδή θέλησε να κερδίσει δόξα ή λεφτά ή επειδή αυτό του ήταν χρήσιμο για κάτι έξω από την ίδια του τη ζωή. Ο Πολ Όστερ, που πέρασε πρόσφατα από τη χώρα μας, επέμενε πως αυτό το χαρακτηριστικό της αχρηστίας της τέχνης είναι που την κάνει ανώτερη και που «μας κάνει να διαφέρουμε από όλα τα υπόλοιπα πλάσματα που κατοικούν στον πλανήτη κι αυτό είναι που ουσιαστικά μας προσδιορίζει ως ανθρώπινα όντα». Αυτός είναι, επίσης, ο λόγος που κατέληξε ο ίδιος να γίνει συγγραφέας – «ακριβώς επειδή δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν ξέρω γιατί. Αν ήξερα, ίσως να μην ήμουν καλός συγγραφέας». Πρόκειται ακριβώς για το επίπεδο αχρηστίας που πρέπει να κατακτήσει κάθε γραφιάς, επιμένει στο βιβλίο του ο Όρντινε, ακολουθώντας το παράδειγμα του Σιοράν, αν θέλει να εξυψωθεί στα ίδια του τα μάτια. Το ίδιον και συγκεκριμένο όφελος δεν θα τον έκανε ποτέ κανέναν καλό συγγραφέα.
Όμως –παρότι έχουμε συνείδηση ότι καμία λογοτεχνική ή καλλιτεχνική δημιουργία δεν συνδέεται με κάποιο όφελος– δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, στον χειμώνα της συνείδησης που ζούμε, στις ουμανιστικές γνώσεις και στην ελεύθερη από κάθε ωφελιμισμό επιστημονική έρευνα, σε όλα εκείνα τα λούσα που θεωρούνται άχρηστα χρεώνουμε το καθήκον να τροφοδοτούν την ελπίδα, να μετασχηματίζουν την αχρηστία τους σε ένα χρησιμότατο εργαλείο αντίστασης κατά της βαρβαρότητας του παρόντος, σε μια τεράστια σιταποθήκη όπου θα διασωθεί η μνήμη και εκείνα τα γεγονότα που αδίκως προορίζονται για τη λήθη» επισημαίνει με συγκινητική ακρίβεια ο Όρντινε. Η χρησιμότητα των αποκαλούμενων «άχρηστων» ανθρωπιστικών σπουδών έγκειται στο ότι μετασχηματίζουν αρμονικά την κοινωνία στο βαθύτερο είναι της, καθιστώντας τους πολίτες της αν όχι καλύτερους, τουλάχιστον διαφορετικούς και περισσότερο ελεύθερους. Ένας πραγματικός πολίτης, με άλλα λόγια ένας αληθινός δημοκράτης, δεν μπορεί να σκέφτεται το δικό του όφελος αλλά την πανανθρώπινη αξία των αγαθών της ηθικής, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας, όλα αυτά που τελικά μπορούν να τα δώσουν μόνο τα κλασικά αναγνώσματα και η επαφή με τις τέχνες. «Η συνάντηση με έναν κλασικό μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή» επιμένει ο Όρντινε με τον κατηγορηματικό τρόπο του ποδηγέτη και την αγωνία του ανθρώπου που γράφει ένα μανιφέστο αποσκοπώντας στην ανθρωπιστική επανάσταση της γνώσης. Δεν επεξηγεί, ξεσηκώνει. Γι' αυτό και στο βιβλίο του δεν παρατίθενται επιχειρήματα που προσπαθούν να πείσουν για το καλό των κλασικών σπουδών αλλά αποσπάσματα που καταυγάζουν έμπνευση και γνώση. Αν η τέχνη ενοχλεί και ταυτόχρονα φαιδρύνει, είναι ακριβώς γιατί εγείρει αισθήματα μακριά από το όφελος και στοχεύει άμεσα στην ίδια τη ζωή. Το φανταστικό και το πραγματικό πλάθονται στα ίχνη που αφήνει η τέχνη και μέσα από αυτά βρίσκει η ανθρωπότητα τις χαμένες της διαστάσεις. Ή, αλλιώς, «και τι ζωή χωρίς αυτά να κάμεις;», που θα έλεγε ο ποιητής. Τόσο απλά και τόσο ξάστερα, σε ένα βιβλίο-θησαυρό για τον πιο πολύτιμο πλούτο που μπορεί να αποκτήσεις σε αυτήν τη ζωή: την ίδια τη Γνώση.
σχόλια