Εδώ και χρόνια κυκλοφορούν κάποιοι ανάμεσά μας που φιλοδοξούν να μονοπωλήσουν την κοινωνική ευαισθησία. Κάποτε τοποθετούνταν σχεδόν αποκλειστικά στον χώρο της Αριστεράς. Όμως, από τότε που η Αριστερά, ελλείψει πολιτικού οράματος, έγινε ιδέα γενικής χρήσεως, οι «ευαίσθητοι» δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χώρο της πολιτικής και της διανόησης και καταγγέλλουν καθ' έξιν την αναλγησία όσων δεν σκέφτονται όπως αυτοί.
Τα τελευταία χρόνια σ' αυτούς προστέθηκαν και μερικοί άλλοι, ουκ ολίγοι, οι οποίοι διεκδικούν το μονοπώλιο στο δικαίωμα της αγανάκτησης. Όσοι απ' αυτούς έχουν δημόσιο λόγο ωρύονται πως πρέπει επιτέλους να βρεθούν οι φταίχτες της κατάντιας μας, ζητούν να φέρουν πίσω τα κλεμμένα και γενικώς κακοποιούν τη νοημοσύνη μας και τη διάθεσή μας, αναλαμβάνοντας τον ρόλο των εισαγγελέων, αγαπημένο ρόλο του καρατερίστα Έλληνα που είναι ατίθασος, αδούλωτος και, πάνω απ' όλα, έχει τα χέρια του καθαρά. Όσοι δεν έχουν δημόσιο λόγο απλώς τα σπάνε. Σπάνε υαλοπίνακες, κεφάλια και μερικοί απ' αυτούς, οι πιο αγανακτισμένοι υποθέτω, παίζουν με εκρηκτικά.
Κάπου ανάμεσα στο μονοπώλιο της ευαισθησίας και της αγανάκτησης παραπαίει η ψυχική κατάσταση των υπολοίπων. Αυτοί συνήθως αισθάνονται περισσότερο ένοχοι, κι ας είναι οι λιγότερο ένοχοι. Αυτοί υφίστανται την αγανάκτηση των αγανακτισμένων και είναι αναγκασμένοι να καταπιούν τη δική τους αγανάκτηση. Αυτοί δεν ωρύονται «φέρτε πίσω τα κλεμμένα», είτε γιατί ξέρουν ότι αυτό ποτέ δεν πρόκειται να γίνει, είτε γιατί δεν καταδέχονται να παριστάνουν τους αθώους, είτε γιατί δεν τους αρέσει γενικώς να ωρύονται.
Αυτοί περίμεναν εδώ και χρόνια την κατάρρευση του οικοδομήματος. Δεν ήταν οι μόνοι, σίγουρα. Κι αν κάτι τους κάνει να διαφέρουν από όσους την περίμεναν αλλά την απεύχονταν, γιατί είχαν βρει τον τρόπο να αξιοποιούν το οικοδόμημα, είναι ότι αυτοί την εύχονταν κιόλας.
Ανάμεσά τους συγκαταλέγομαι κι εγώ. Εξηγούμαι αμέσως, για να μην παρεξηγηθώ. Δεν είμαι ούτε χαιρέκακος, ούτε μαζοχιστής, ούτε σαδιστής. Υφίσταμαι τις συνέπειες της κρίσης με τον χειρότερο δυνατό τρόπο: τα εισοδήματά μου τον τελευταίο χρόνο έχουν μειωθεί δραματικά, τα χρήματα που έχω είναι πολύ λιγότερα απ' αυτά που δεν έχω και χρειάζομαι. Κι όσο κι αν πιστεύω ότι κανένας πολιτικός δεν είναι σε θέση να διορθώσει τη μηχανή που αυτός ο ίδιος ξεχαρβάλωσε, κάπου στο βάθος αισιοδοξώ.
Θυμάμαι αυτό που έλεγε εκείνος ο ρήτορας τον 4ο αιώνα π.Χ. στους συμπολίτες του Αθηναίους. Δύστροπος, χολερικός, μάλλον αποτυχημένος πολιτικός, καθότι ειλικρινής, άκουγε στο όνομα Δημοσθένης και πρόσθεσε στο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας τον όρο «φιλιππικός», συνώνυμο του «λίβελλος». Στον πρώτο του φιλιππικό, λοιπόν, αφού τα σέρνει στους Αθηναίους ότι δεν κάνουν τίποτε για να αντιμετωπίσουν τη λαίλαπα του Μακεδόνα που θα τους στερήσει την ελευθερία τους, τους παρομοιάζει με αράχνες. Η αράχνη, λέει, καταβροχθίζει ό,τι μικρό κι ασήμαντο πέφτει στον ιστό της, μυγάκια, λοιπά έντομα και ζωύφια, φτάνει όμως ένα χέρι για να τη σαρώσει.
Ας αφήσουμε κατά μέρος τις αναλογίες με τον μύθο της θωρακισμένης ελληνικής οικονομίας που διαπρέπει στη ζώνη του ευρώ και είναι έτοιμη να κατακτήσει τα Βαλκάνια με πρωθυπουργό τον Ομπλόμοφ, τον ήρωα του Γκοντζάροφ που πίστευε ότι η φυσιολογική στάση του ανθρωπίνου σώματος είναι η ύπτια, επί του καναπέ. Κι ας πάμε παρακάτω, στο σημείο όπου ο Δημοσθένης καταλήγει ότι, παρ' όλα αυτά, ο ίδιος είναι αισιόδοξος. Και όπως εξηγεί, αντλεί την αισιοδοξία του από το ότι στην κατάντια τους Αθηναίους του καιρού εκείνου τους οδήγησε το γεγονός ότι δεν έκαναν όλα αυτά που έπρεπε να έχουν κάνει. Άρα, έχουν μια ακόμη ευκαιρία, την τελευταία ίσως, να τη διορθώσουν.
Κι αν λέω πως την ευχόμουν αυτή την κρίση, και δεν είμαι ο μόνος, είναι γιατί αυτή μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως τόσα χρόνια, πάνε δεκαετίες τώρα, βαδίζαμε στους δρόμους της αράχνης. Κατασκευάσαμε τον μύθο μιας ευρωπαϊκής Ελλάδας, ενώ, στην πραγματικότητα, ζούσαμε σ' ένα απέραντο σκυλάδικο διαρκείας. Τα κοινωνικά πρότυπα που ακολουθούσαμε ήταν τα πρότυπα της νύχτας, οι περιουσίες της «μαγκιάς», η επιτυχία του «πρώτο τραπέζι πίστα». Η Ελλάδα δεν έχει το αποκλειστικό προνόμιο της διαφθοράς. Διαφθορά υπάρχει παντού όπου υπάρχει πολιτικό χρήμα, με μία μόνη διαφορά. Εδώ αναγάγαμε τη διαφθορά σε κοινωνικό πρότυπο. Κι αν αλλού φροντίζουν να κρύψουν καλά τα προϊόντα της, εδώ τα επιδεικνύαμε για να δείξουμε σε όλους τους υπόλοιπους πόσο χαζοί ήταν που δεν τα κατάφεραν. Όταν ο Γάλλος υπουργός αγόραζε καφεδοφυτείες στην κεντρική Αφρική για να μην τον πάρουν είδηση, ο δικός μας αγόραζε σπίτι στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου για να καταλάβουμε όλοι πως αυτός πέτυχε εκεί που όλοι εμείς, οι υπόλοιποι, αποτύχαμε.
Οι σοφολογιότατοι αναλυτές λένε πως η ελληνική κρίση είναι η κρίση του φιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης. Παραλείπουν, βέβαια, να επισημάνουν πως ο φιλελευθερισμός ποτέ δεν πέρασε τα σύνορά μας, πως οι μεγάλες περιουσίες έγιναν με κρατικά χρήματα κι αν καταρρέει κάτι τώρα, είναι ένα σύστημα υπαρκτού σοσιαλισμού, το οποίο οικοδόμησε η μετεμφυλιακή Δεξιά και το βρήκε κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της η πολιτική τάξη της ευρωπαϊκής Ελλάδας, ασχέτως πολιτικής τοποθέτησης.
Αυτό που καταρρέει σήμερα είναι ο τρόπος ζωής του σκυλάδικου - έστω νυχτερινού κέντρου επί το ευγενέστερον. Όχι μόνον γιατί ξημέρωσε και ήρθε η ώρα να πληρώσουμε τον λογαριασμό. Αλλά γιατί ψυχολογικά δεν το αντέχαμε άλλο. Δεν αντέχαμε άλλο την κακοφωνία της κραιπάλης, τον καταναγκασμό της σπατάλης, τους υστερικούς σπασμούς που τους βαφτίσαμε διασκέδαση. Απ' αυτή την άποψη, η κρίση ήρθε σαν λύτρωση. Αν μη τι άλλο, η πραγματικότητα μάς χτύπησε την πόρτα και μας υποχρεώνει να αντιδράσουμε.
Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 έδειξαν πως η ελληνική κοινωνία διαθέτει μεγάλα αποθέματα βίας, όπως ακριβώς η ζωή στο σκυλάδικο. Μια βία που τη ζούμε καθημερινά, με τον αχρείο που καβαλάει το πεζοδρόμιο με το μηχανάκι του, με τον άθλιο αρχισυνδικαλιστή που μας απειλεί πως θα ματώσουμε, με τον γιατρό που ζητάει φακελάκι, με τον γονιό που απειλεί τον δάσκαλο που έβαλε κακό βαθμό στον γιο του. Τον προτιμάει στουρνάρι για να τον διαδεχθεί στην οικογενειακή επιχείρηση το συντομότερο.
Τόσα χρόνια, ζαλισμένοι από τις μπόμπες που μας σέρβιραν, τη βία την αντιμετωπίζαμε ως χαριτωμένη ιδιαιτερότητα. Φτάσαμε να αποκαλούμε την εφαρμογή του νόμου καταστολή. Δόξα τω Θεώ, ξέρουμε να υποκρινόμαστε όταν πρόκειται να αποδείξουμε στους εαυτούς μας πως είμαστε μοναδικοί. Υποκρινόμαστε τους ευαίσθητους, τους αγανακτισμένους, τους αθώους, και καταγγέλλουμε.
Αν μη τι άλλο, η λέξη κρίση στη γλώσσα μας έχει και τη σημασία της συνείδησης. Ποιος θα είναι ο καταλύτης της; Σίγουρα όχι ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων», ακήρυχτος, σερνάμενος ανάμεσά μας, σίγουρα όχι οι ατάλαντοι πολιτικοί μας που, ελλείψει έμπνευσης, παριστάνουν τους τεχνοκράτες, σίγουρα όχι οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, αυτοί που πρώτοι απαξίωσαν το έργο τους καταδικάζοντας το πανεπιστήμιο σε πληθωριστική παραγωγή ημιμαθών -στην καλύτερη περίπτωση- που συνωστίζονται για μια θέση στο πουθενά. Κι αυτό το πράγμα το λένε παιδεία.
Σας ακούγομαι θυμωμένος; Όχι. Αισιόδοξος είμαι. Γιατί ξέρω, όπως κατά βάθος όλοι μας ξέρουμε, πως ζούμε τους τελευταίους σπασμούς αυτής της «σχεδόν πραγματικότητας», όπως είχε χαρακτηρίσει ο Αξελός την Ελλάδα, ήδη από το 1954. Γιατί ξέρω, όπως όλοι ξέρουμε, πως δεν μας παίρνει άλλο. Γιατί ξέρω, όπως μας διδάσκει η Ιστορία, πως οι κοινωνίες δεν αυτοκτονούν. Όσο κι αν μερικοί προσπαθούν ακόμη να μας πείσουν πως ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις τον νόμο της βαρύτητας είναι να πέσεις από το παράθυρο του πέμπτου ορόφου.
Αισιοδοξώ γιατί ανοίγουν τα κλειστά επαγγέλματα, ανάμεσά τους και το επάγγελμα του «ευαίσθητου» και του «αγανακτισμένου», άκρως προσοδοφόρα ως μονοπώλια, πλην όμως απαράσκευα για να αντέξουν τις συνθήκες ανταγωνισμού που έφερε η κρίση.
σχόλια