ΑΣ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ τις τεχνικές λεπτομέρειες – αυτή τη στιγμή δεν βοηθούν να καταλάβουμε την ουσία του θέματος. Τρεις ιστορικοί κινηματογράφοι στο κέντρο της Αθήνας κινδυνεύουν να κλείσουν. Tο «Ιντεάλ» δρομολογείται να αποτελέσει τμήμα ξενοδοχείου. Tο «Άστορ» στεγάζεται σε κτίριο που θα εκμεταλλευτεί ένας επενδυτής. H «Ίριδα», το υπέροχο κόσμημα, τίθεται στη μέγγενη της «αξιοποίησης» από ιδιώτες.
Η κοινή αγοραία μοίρα των τριών αυτών κινηματογράφων επιταχύνει τις αντιδράσεις στα σχέδια που ξεδιπλώνονται. Γιατί ξαφνικά ο κόσμος αναρτά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το κάλεσμα για στήριξη των τριών κινηματογράφων; Γιατί χιλιάδες «χρήστες» δηλώνουν έτοιμοι και έτοιμες να υπερασπιστούν κάποιες αίθουσες κινηματογράφου;
Η Αθήνα αλλάζει και αλλάζει ραγδαία. Σήμερα το κέντρο είναι έρημο τα βράδια. Επικρατεί στην ατμόσφαιρα ένα περίεργο μίγμα ασφυκτικής ασφάλειας και στυλιζαρισμένου σχεδίου. Η εμπειρία είναι προκατασκευασμένη και πωλείται σε τουριστικά πακέτα.
Όλα ξεκινούν από το βίωμα, την εμπειρία και την ανάμνηση. Στην «Ίριδα» είδα νεαρός φοιτητής το «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ» στο πλαίσιο προβολών που διοργάνωνε ο ΠΟΦΠΑ. «Είδα» μόνο κατ' ευφημισμό, γιατί την περισσότερη ώρα που οι λιγοστοί θεατές πάλευαν να κατανοήσουν τι είναι ρεαλιστικό και τι φανταστικό στο ξενοδοχείο του Ρενέ, εγώ χάζευα το ερειπωμένο κτίριο και αναλογιζόμουν άλλους φοιτητές που μερικές δεκαετίες νωρίτερα έκαναν μάθημα υπό το φόβο την πέσει κανένας σοβάς στο νυσταγμένο κεφάλι τους.
Κάτω από τη μαρμάρινη επένδυση της εισόδου του «Άστορ» θυμάμαι τον αδελφικό μου φίλο να γελά κάπως εκνευρισμένα αλλά τελικά συμπονετικά, επειδή άργησα στο ραντεβού μας, καθώς είχα μπλέξει σε μια δική μου –ιδανικά κινηματογραφική, μα τελικά ανώφελη– αισθηματική περιπέτεια.
Και στο «Ιντεάλ» πιάνω ακόμα τον εαυτό μου να κοιτά με δέος το «Elephant» του Γκας Βαν Σαντ, μην έχοντας μέχρι σήμερα επιλύσει την αιτία του δέους: Έφταιγε η υπνωτική σκηνοθεσία ή η άδολη άγνοια της νιότης;
Η ανάμνηση όμως δεν είναι ατομική. Ο τόπος, το κτίσμα, κάθε μόριο τους, αποτελεί σημείο αναφοράς χιλιάδων άλλων αντίστοιχων αναμνήσεων, πολλαπλάσιων των ανθρώπων που τις βίωσαν. Και έτσι οι μυριάδες εικόνες, συχνά διαστρεβλωμένες ή εξιδανικευμένες, καταλήγουν σε έναν κοινό στόχο: Να μη χαθεί ούτε ένα εκατοστό από τη θαλπωρή εκείνων των στιγμών που καθόρισαν το τι σημαίνει ομορφιά.
Όποια και όποιος θυμάται το κέντρο της πόλης μας πριν από την επέλαση της κρίσης και της έλλειψης εναλλακτικών, έχει στον νου του ένα κέντρο πολύβουο και οργιαστικό. Ένα νυχτερινό χάος που έτεινε, όμως, σε εντροπία. Σινεμά, κάτι να τσιμπήσεις, ύστερα ποτό. Και όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά.
Έρχεται όμως η άγρια πραγματικότητα να ανατρέψει τα πάντα. Η Αθήνα αλλάζει και αλλάζει ραγδαία. Σήμερα το κέντρο είναι έρημο τα βράδια. Επικρατεί στην ατμόσφαιρα ένα περίεργο μίγμα ασφυκτικής ασφάλειας και στυλιζαρισμένου σχεδίου. Η εμπειρία είναι προκατασκευασμένη και πωλείται σε τουριστικά πακέτα. Λίγοι και λίγες απέμειναν να θέλγονται πια από τη ζάλη που προκαλεί η μεγάλη αίθουσα όταν ανοίγει η πόρτα, τα μάτια που σε κοιτούν εξεταστικά όσο ψάχνεις για μια θέση, τα κακά αστεία που λένε οι πίσω ή τα γελοία φιλιά των μπροστινών.
Η συνήθεια πια περιλαμβάνει απομόνωση στο σπίτι, με το τηλεκοντρόλ σε απόλυτη ηγεμονία και τον αλγόριθμο της πλατφόρμας να έχει αποφασίσει τι σου ταιριάζει. Και το θέαμα να κινείται στα ασφυκτικά όρια μεταξύ της αναλογίας 16:9 και του κουρασμένου ύπνου.
Το κέντρο της Αθήνας είναι πια ένα theme park με σουβλάκια, μάρμαρα και μαύρα βαν. Και κάποια θερινά σινεμά να συμπληρώνουν τη γραφικότητα. Και χωρίς το παραμικρό σχέδιο. Απροσπέλαστη πια η Μητροπόλεως ακόμα και τον Δεκαπενταύγουστο. Και η Πανεπιστημίου έχει μια λωρίδα συνήθως κλειστή – είναι παρκαρισμένα τουριστικά λεωφορεία.
Οι κάτοικοι και οι επισκέπτες που ζηλεύουν τους κατοίκους λιγόστεψαν. Τη θέση τους πήραν τουρίστες που τα θέλουν και τα έχουν όλα έτοιμα. Που δεν βλέπουν την Αθήνα, αλλά μια βιτρίνα της. Ή πιο σωστά, ένα φάντασμα που εμφανίστηκε τους δρόμους της μετά το 2009 και αποφάσισε να μη φύγει όταν έσκασε η πανδημία της κοινωνικής απομόνωσης.
Κάποιοι είδαν τότε μια μεγάλη ευκαιρία για αρπακολλατζίδικο πλουτισμό και ξέπλυμα χρήματος από άγνωστες πηγές και εξωχώριες εκβολές. Αλήθεια, πόσο τιμητικό είναι τρία ολόκληρα υπουργεία, το Πολιτισμού, το Περιβάλλοντος και Ενέργειας και το Εργασίας, να ρίχνουν το μπαλάκι το ένα στο άλλο, με τις ηγεσίες τους να αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη του σχεδίου που εξυπηρετούν; Η ανάληψη ευθύνης, ακόμα και για ένα έγκλημα της ιστορίας, θα ήταν μια πράξη ειλικρινής, γιατί όχι και γενναία. Ούτε αυτό, όμως.
Οι αντιδράσεις στο σχέδιο οι τρεις ιστορικοί κινηματογράφοι να αφαιρεθούν από τη συλλογική μνήμη της Αθήνας δεν εκκινούν πάντως μόνο από τη νοσταλγία. Το παρελθόν είναι χρήσιμο, αλλά όσες και όσοι βρεθούν την Κυριακή στους τρεις κινηματογράφους θα έχουν το μέλλον στο μυαλό τους, εκεί είναι το ζητούμενο. Στο μέλλον που προδιαγράφεται να έχει τρεις ακόμα λιγότερους τόπους επαφής, συνάντησης, συλλογικής μνήμης.
Τρεις λιγότερες αφορμές να αισθανθείς τη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας και της μεγάλης οθόνης. Τρεις λιγότερες ευκαιρίες να προσμένεις η ζεστασιά να μην τελειώσει ποτέ. Τρεις λιγότερες ευκαιρίες να αντιληφθείς πως δεν σε καθορίζει η μοίρα, πως είσαι και εσύ πρωταγωνιστής της δικής σου ζωής.