ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΕΙΝΑΙ λίγο-πολύ γνωστά. Στη ναζιστική Γερμανία ομάδες ανθρώπων στοχοποιήθηκαν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι. Θύματα της μισαλλοδοξίας ήταν κυρίως οι Εβραίοι –αδιάκριτα, και οι ήρωες πολέμου και όσοι είχαν προχωρήσει σε μεικτούς γάμους και όσοι δεν τηρούσαν τις ιουδαϊκές παραδόσεις.
Επιλέον, θύματα ήταν οι ομοφυλόφιλοι, οι Ρομά και άτομα με ψυχασθένειες ή νοητικά προβλήματα. Οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες που ξέφευγαν από τις άριες νόρμες θεωρούνταν εκφυλισμένοι και επικίνδυνοι. Τα πανεπιστήμια αλώθηκαν από τη χιτλερική νεολαία, που κατέδιδε καθηγητές και φοιτητές.
Η ναζιστική προπαγάνδα μπορούσε να χρησιμοποιήσει δυο σχετικά νέα μέσα μαζικής (παρα)πληροφόρησης: το ραδιόφωνο και τα «επίκαιρα» στον κινηματογράφο. Μεγάλες ομάδες του πληθυσμού απορροφούσαν άκριτα μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Μέχρι λίγο πριν από την ήττα, η πλειοψηφία των Γερμανών, και η εργατική τάξη των πόλεων, υποστήριζε τον Χίτλερ.
Σύμφωνα με το ποίημα του Καβάφη «Σοφοί δε προσιόντων», τη βοή των «πλησιαζόντων γεγονότων», την ακούν όσοι έχουν κάποια γνώση των περασμένων εμπειριών· χωρίς ιστορική γνώση «ουδέν ακούουν» ούτε οι πολιτικοί ηγέτες ούτε οι λαοί.
Οι προνομιούχοι (βιομήχανοι, επιχειρηματίες και η παλιά αριστοκρατία των ανατολικών, κυρίως αγροτικών, περιοχών), αλλά και τα πιο συνειδητοποιημένα μέλη της μεσαίας και ανώτερης τάξης, περιφρονούσαν τους ναζί και παρακολουθούσαν με ανησυχία και ίσως συμπόνοια τα πάθη των άλλων, ζώντας ωστόσο στην ψευδαίσθηση της δικής τους ασφάλειας.
Ο εφησυχασμός τους δεν κράτησε για πολύ, καθώς σύντομα άρχισαν να βλέπουν συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα να είναι τα επόμενα θύματα πρώτα της αυθαιρεσίας και μετά της ωμής βίας. Για να διαφυλάξουν τα προνόμιά τους συνεργάστηκαν πρόθυμα με το καθεστώς. Αυτό το κλίμα αποδίδει εξαιρετικά η ταινία του Βισκόντι «Οι καταραμένοι» (1969), εμπνευσμένη από τον ρόλο της οικογένειας Κρουπ. Και η δική τους σειρά ήρθε, με την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο –αν και τουλάχιστον οι παραδοσιακές οικογένειες βιομηχάνων κατόρθωσαν να ορθοποδήσουν με το μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα» της Γερμανίας.
Κι ενώ ο Χίτλερ διεκδικούσε «ζωτικό χώρο» για τη Γερμανία σε βάρος των γειτόνων του κατά παράβαση της βούλησης των πληθυσμών των διεκδικούμενων εδαφών, ήταν διαδεδομένη η αντίληψη ότι μπορεί κανείς να τα βρει με έναν ηγέτη που περιφρονεί το διεθνές δίκαιο.
Το 1938 ο Κάρολος, 7ος Μαρκήσιος του Λόντοντερι, πρώην υπουργός Αεροπορίας της Μεγάλης Βρετανίας (1931-35), δημοσίευσε το βιβλίο «Εμείς και η Γερμανία». Στο εξώφυλλο διαβάζουμε: «Οφείλει η Βρετανία να θεωρεί τη Γερμανία ως ενδεχόμενο εχθρό ή να επιδιώξει τη φιλία της; Ο Λόρδος Λόντοντερι πιστεύει ότι πρέπει να υιοθετήσουμε μια πολιτική φιλίας με τον Χίτλερ και καλύτερη κατανόηση των στόχων της Γερμανίας». Ένα χρόνο αργότερα η ανθρωπότητα είχε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Το 1915 στο ποίημα «Σοφοί δε προσιόντων» ο Καβάφης έγραφε: «Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα / αντιλαμβάνονται. Η ακοή / αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών / ταράττεται. Η μυστική βοή / τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων. / Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν / έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί».
Τη βοή των «πλησιαζόντων γεγονότων» την ακούν όσοι έχουν κάποια γνώση των περασμένων εμπειριών· χωρίς ιστορική γνώση «ουδέν ακούουν» ούτε οι πολιτικοί ηγέτες ούτε οι λαοί. Οι όποιες ομοιότητες της Γερμανίας της δεκαετίας του ᾿30 με σύγχρονες καταστάσεις δεν τεκμηριώνουν σίγουρες προβλέψεις για το μέλλον. Όμως δίνουν ερεθίσματα για προβληματισμό.