Το αρχέγονο ελληνικό καλοκαίρι χάνεται όλο και περισσότερο κάθε χρόνο, αλλά ενίοτε μπορεί να σου αποκαλυφθεί στα πιο απίθανα μέρη και με τους πιο αλλόκοτους τρόπους.
Η Μάνη, «η μαγική δισύλλαβη λέξη», κατά Πάτρικ Λι Φέρμορ γίνεται για πρώτη φορά απτή όταν φτάνω αργά τη νύχτα στο Καραβοστάσι. Οι σκοτεινοί όγκοι και τα απέναντι φώτα δεν προοιωνίζονται τίποτα ακόμα. Το ιδανικό είναι να φτάνω πάντα νύχτα για να με καλωσορίζουν οι αναγνωριστικοί ήχοι του ξυπνήματος και να βλέπω τα χθεσινά κρυμμένα στο σκοτάδι τοπία σε όλο τους το φανέρωμα το πρωί.
Τα κτίρια από γκρίζα πέτρα της απέναντι ακτής μοιάζουν έρημα και ακατοίκητα αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα ξενοδοχείο. Σε όλη τη διαδρομή συχνά η ίδια οφθαλμαπάτη: αυτό που μοιάζει έρημο κατοικείται και αυτό που νομίζεις ότι κατοικείται είναι τελικά έρημο. Σαν να επιβιώνει αυτό το λάθρα βιώσας από τα χρόνια των κουρσάρων, όταν οι επιδρομές απαιτούσαν κάθε είδους άμυνα.
Η ομορφιά του τοπίου σου επιβάλλεται ομόφωνα, δεν προσπαθεί να σου κλέψει το θαυμασμό με τερτίπια. Σε αφήνει άφωνο σαν κάτι χωριάτισσες εκπάγλου καλλονής που μαγνητίζουν στις φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα και δεν υποψιάζονται την ομορφιά τους, ούτε καν την αθανασία που τους χαρίζει ο φακός.
Ναι, τι το πρωτότυπο, πέτρα κι άλλη πέτρα, λίγοι θάμνοι, καμιά αγριοσυκιά και ξοπίσω θάλασσα αλλά κάτι στο δέσιμο είναι που τα αλλάζει όλα.
Χρειάζεται ακόμα να περάσουν μέρες για ν' αρχίσω να ξεφορτώνομαι τα βαρίδια, που δε μ' αφήνουν να γίνω από τουρίστας ταξιδιώτης. Αν το καταφέρω τελικά, γιατί αυτό προαπαιτεί άλλες υποδοχές και καταφάσεις.
Το σταθερό soundtrack του ταξιδιού τα τζιτζίκια. Που δε σταματούν ποτέ μα ποτέ, λες κι είναι τα τζιτζίκια της «Κίχλης» του Γιώργου Σεφέρη, που απευχόμαστε τη στιγμή που θα πάψουν, γιατί μαζί τους θα σταματήσει κι η ζωή και το καλοκαίρι.
Στο τοπικό βιβλιοπωλείο στην Αρεόπολη, πειρατικές ιστορίες, ένα αστυνομικό με ήρωα ντετέκτιβ στα βουνά της Μάνης, λεξικά της ντοπιολαλιάς, βωμολοχίες και σκώμματα, όπως παντού. Πόσοι ντόπιοι να τα διαβάζουν; Ελάχιστοι, όπως σε κάθε μέρος. Μήπως ασχολήθηκα κι εγώ ποτέ με τα του τόπου μου;
Νομίζω ότι βλέπω ανάγλυφη στα βουνά διάλεξη του Άρη Κωνσταντινίδη για το πως το περιβάλλον σφραγίζει την αρχιτεκτονική ενός τόπου. Η θεωρία του για τον υπαίθριο βίο και για το «δίκιο του τοπίου» εδώ δικαιώνεται. Λες κι ο άνεμος που φυσά υπαγορεύει στους κατοίκους που και πως θα τοποθετήσουν τις πέτρες τους τη μια πάνω στην άλλη.
Πως ακριβώς εγγράφεται στον σκληρό σου δίσκο το να βλέπεις μόνο βράχους, ξερολιθιές, γαϊδουράγκαθα και να σε χτυπάει το ξεροβόρι; Τι το διαφορετικό για εμένα που από τα γεννοφάσκια μου το μόνο που αντίκριζα ήταν μια πράσινη θάλασσα;
Κοίτα να δεις πάλι που όποια πέτρα και να σηκώσω από παιδί βρίσκω από κάτω τον Ιούλιο Βερν και την φαντασία του. Στο «L' archipel en feu» κρυβόταν ο Νικόλαος Στάρκος, ορμώμενος από το Οίτυλο, για να καταλήξει σε μια διαβολική μεταμόρφωση ο πειρατής Σακρατίφ και να περιζώσει «το Αιγαίο στις φλόγες».
Τώρα το μόνο που βάφει κόκκινο τον όρμο του Οίτυλου είναι ο δίσκος που πέφτει στη θάλασσα και ροδίζει τα πάντα σε ένα από τα πιο –ατυχώς;– εγγράμματα ηλιοβασιλέματα που έχω δει ποτέ.
Και νιώθω κι εγώ σαν τον 15ετή πλοίαρχο του Βερν. Έχω ξωκείλει στα παράλια –Λιμένι, Γερολιμένας, Πόρτο Κάγιο, Μαρμάρι, Κάβο Γκρόσο- κι αναρωτιέμαι τι εκπλήξεις να κρύβονται στο εσωτερικό αυτής της άγνωστης ηπείρου. Κάπως έτσι θα ένιωθε και όποιος την επισκεπτόταν πριν το '50, όταν ελάχιστοι έλληνες και ακόμα πιο λίγοι ξένοι είχαν περάσει τα απόρθητα σύνορά της.
Πρέπει βέβαια να μπεις βαθιά στη Μανιάτικη ενδοχώρα για να σου φανερωθούν οι λίγοι εναπομείναντες γηγενείς, όσους δεν σάρωσε η λαίλαπα της αστικοποίησης, ο κακώς εννοούμενος εξευρωπαϊσμός και η στρεβλωμένη παράδοση. Ανακαλύπτω ίχνη τους στο καθάριο βλέμμα της γυναίκας που νοικιάζει τα δωμάτια, στη λακωνική και στακάτη ομιλία της φουρνάρισσας, στο συρτό κελάηδισμα του παιδιού, στην αψιά όψη του περιπτερά, στο στιβαρό χέρι και λόγο του βαρκάρη στο σπήλαιο του Διρού που σε ξεναγεί στο «κόκκινο σαλόνι», λες και δεν του κάνει καμία εντύπωση για τα 2.000.000 χρόνια του σπηλαίου, λες και ζούσε ανέκαθεν εδώ.
Στο ερειπωμένο χωριό της Βάθειας η αποκάλυψη. Στις αυλές με τα πυργόσπιτα η ησυχία έχει κάτι το μεταφυσικό. Δεν είναι απλώς ησυχία, είναι α-χρονία, σαν να μην υπάρχει πια χρόνος. Ζωντανεύουν σκηνές μέσα απ' τις πολεμίστρες και βλέπω επιτέλους το παλίμψηστο. Νεολιθική περίοδος, Ομηρικά χρόνια, αρχαία Σπάρτη, Βυζάντιο, Φράγκοι, Οθωμανοί, Επανάσταση, έως και λίγα χρόνια πριν. Σε αλλεπάλληλα στρώματα οι εποχές, οι άνθρωποι, οι κατακτητές. Ο χώρος ένας σταθερός άξονας, οι εποχές σε γαϊτανάκι. Μια γέρικη φιγούρα σε ένα μακρινό παράθυρο προβάλλει σαν φάντασμα– και είναι ήδη φάντασμα– έτσι που κανείς δεν είναι σίγουρος αν την είδε στ' αλήθεια.
Αναρωτιέμαι αν αυτοί που μένουν σε πύργους και ξενώνες τεσσάρων αστέρων –τι ειρωνεία–, βγαίνουν με σκάφη ως την ακτή μόνο για να φάνε ψάρι ή να κολυμπήσουν σε νερά κρύσταλλα, καταστρώνουν εκδρομές στα μοναστήρια και στα ερείπια, υποψιάζονται τι βαθιά κρυμμένο μέσα τους απαιτεί το μέρος να βγει. Αν τους περνάει καθόλου απ' το μυαλό πως αυτοί που κατοικούν στα σκαρφαλωμένα χωριά του Ταΰγετου μπορεί να είναι και πιο αυθεντικοί Έλληνες από τους ίδιους, γιατί απλώς και ανεπιτήδευτα «είναι». Δεν προσπαθούν ν' αποδείξουν τίποτα.
Ίσως οι Γάλλοι που σκάνε από παντού να διαισθάνονται κάτι πέρα απ' το φολκλόρ. Ίσως κι εμείς στα μεσαιωνικά χωριά της Προβηγκίας να καταλαβαίναμε καλύτερα, λόγω της σωτήριας διαφωτιστικής απόστασης. Που σ' αφήνει να δεις καμιά φορά κάτω από άπειρες επιστρώσεις αυτή την άλλη Ελλάδα, που υπάρχει κάπου στο Κάστρο της Σκιάθου, στον Όλυμπο της Καρπάθου, στην Απείρανθο της Νάξου. Όπου δεν έχουν λειανθεί οι τρόποι, οι γραμμές, το ύφος.
Όλο αυτό το σκηνικό σε κάθε βήμα μου φέρνει στο νου ένα άλλο πιο αδρό, χειμωνιάτικο. Και συνειδητοποιώ πως ούτε το 1/10 απ' ότι θα μπορούσα ακόμα δεν προσέγγισα, μια γεύση μόνο μου χαρίστηκε.
Τώρα καταλαβαίνω τον έρωτα του Φέρμορ για τον τόπο και τους ανθρώπους –που τους αγάπησε και τον αγάπησαν. Πως είναι να έρχεται ο ξένος στην αυλή σου και να σου δείχνει ό,τι βρίσκεται σιμά στο δάχτυλό σου;
Ή τον Λακαριέρ που σαν ξένος εννόησε καλύτερα το «Ελληνικό καλοκαίρι» : «Στην Ελλάδα η ομορφιά δεν μαθαίνεται ποτέ, είναι αυθόρμητη, αυτόχθονη... Διότι η ομορφιά είναι μία μάχη, είναι η νίκη του φωτός πάνω στη σκιά».
Ο χάρτης ειρωνεύεται και τον Λακαριέρ κι εμένα: πηγαινοερχόμαστε ανάμεσα Αποσκιερή (Δυτική) και Προσηλιακή (Ανατολική) Μάνη, με σύνορο τον Ταΰγετο. Μήπως είναι αυτή η άλλη προσηλιακή Ελλάδα που μου διαφεύγει;
Φτάνουμε στο Ακρωτήριο Ταίναρον. Εδώ με βρίσκουν γεωγραφικές και μουσικές αστοχίες: η Πύλη του Άδη τελικά νοτιότερα απ' ότι την υπολόγιζα και το «Ταίναρον» του Ξυδάκη εγγύτερα απ' ότι φανταζόμουν.
Νομίζω πως έφτασα στην άκρη του κόσμου. Μα δεν είναι παρά η εσχατιά της ηπειρωτικής Ευρώπης. Αλλά για όσους έχουν γεννηθεί εδώ ή δεν εγκατέλειψαν ποτέ αυτό τον τόπο είναι όντως η άκρη του κόσμου...
σχόλια