Αντλώντας έμπνευση από το σύγχρονο αστικό της περιβάλλον, η Barlow ενέταξε στο γλυπτικό λεξιλόγιό της ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, μη συμβατικά, ευτελή υλικά, όπως χαρτόνι, τσιμέντο, κόντρα πλακέ, γύψο, ύφασμα, τα οποία διατάσσονται σε μεγάλης κλίμακας τρισδιάστατα «γλυπτικά κολάζ» μέσα από πρακτικές συσσώρευσης, σύνδεσης, αντιπαράθεσης, επανάχρησης, καταστροφής. Αυτά τα ετερόκλητα και ανορθόδοξα υλικά -τα οποία συχνά συνδυάζονται με έντονα χρώματα- έχουν εμφανή τα ίχνη της διαδικασίας επεξεργασίας τους. Πρόκειται για υλικά που κόβονται, τρυπιούνται, κάμπτονται, στοιβάζονται, αναρτώνται, διευρύνοντας τους παραδοσιακούς όρους παραγωγής και θέασης της γλυπτικής και της σχέσης της με την αρχιτεκτονική και τον περιβάλλοντα χώρο.
Η Barlow ανήκει σε μια γενιά Βρετανών καλλιτεχνών που διαμορφώθηκε στο μεταπολεμικό ψυχροπολεμικό περιβάλλον της Μεγάλης Βρετανίας -η ίδια ανακαλεί μνήμες από την επίσκεψή της κατά την παιδική ηλικία στα ερείπια της ισοπεδωμένης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο περιοχής του East End στο Λονδίνο. Η γλυπτική πρακτική της αναπτύσσεται σε διάλογο με τον μεταβαλλόμενο αστικό ιστό «μέσα», όπως σημειώνει η ίδια, «από μια ιδιαίτερη αρχαιολογία που απορροφά το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον: ζημιά, επανόρθωση, ανανέωση, αναδόμηση- όλα αυτά βρίσκονται σε έναν συνεχώς εξελισσόμενο κύκλο ζωής που αντανακλά την παρακμή και την ανανέωση του φυσικού περιβάλλοντος». Στην κατεύθυνση αυτή, οι μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεις της με τον αβέβαιο και συχνά ημιτελή χαρακτήρα τους, επιχειρούν μια επαναπραγματευση των ορίων μεταξύ μνημειακότητας και αντι-μνημειακότητας.
Η εγκατάσταση RIG: untitled; blocks (2011), που εκτίθεται στο ΕΜΣΤ ως δάνειο από την Συλλογή Δ.Δασκαλόπουλου, δημιουργήθηκε το 2011 ως μέρος μια ευρύτερης ενότητας έργων με τον γενικό τίτλο RIG, που παρουσιάστηκε στην ομότιτλη έκθεση της καλλιτέχνιδας το ίδιο έτος. Όπως περιγράφει η Barlow, ο αμφίσημος όρος RIG ως ρήμα ή/και ουσιαστικό υποδηλώνει την πράξη ή το αποτέλεσμα μιας προσωρινής χειρονομίας αυτοσχέδιας επιδιόρθωσης: «Το να στήνεις κάτι εμπεριέχει την έννοια μιας προσωρινής χειρονομίας. Νομίζω πως το ρήμα “στήνω” (στα αγγλικά: rigging something up) δηλώνει μια απροσχεδίαστη προσπάθεια να διορθώσεις κάτι, το οποίο μπορεί να είναι και ελαφρώς απατηλό.»
Η εγκατάσταση RIG: untitled; blocks καταλαμβάνει τον μεγαλύτερο σε κλίμακα από τους εκθεσιακούς χώρους του ΕΜΣΤ. Αναπτύσσεται ως ένα επιβλητικό πυκνό σύνολο χρωματιστών γλυπτικών αντικείμενων, που διαταράσσει την κίνηση των θεατών, επανακαθορίζοντας τους όρους θέασης και εμπειρίας του εκθεσιακού χώρου και των παραμέτρων του, όπως το ύψος ή ο όγκος του. Η αμφίσημη (μη)μνημειακότητα της εγκατάστασης έρχεται σε δυναμική αντίστιξη με τον καθημερινό και παιγνιώδη χαρακτήρα των υλικών, τα οποία μέσα από τον συγκερασμό των ελαφρών και στέρεων χαρακτηριστικών τους, τη μετέωρη/αβέβαιη θέση τους και την υπερβολική κλίμακά τους, υπονομεύουν τους συμβατικούς κανόνες της βαρύτητας, της ισορροπίας και της συμμετρίας.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0