Πήρατε πέρσι το Βραβείο Γαλλικής Γλώσσας, ενώ το 2007 είχατε λάβει το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας. Είστε, τελικά, περισσότερο Έλληνας ή Γάλλος συγγραφέας;
Και τα δύο θα έλεγα, εφόσον γράφω αλλά και μεταφράζω τα βιβλία μου και στις δύο γλώσσες! Μάλιστα, δεν είναι καν δεδομένη η γλώσσα που θα ξεκινήσω κάθε φορά. Το μ.Χ. ήταν, ας πούμε, πιο ελληνικό, το τελευταίο μου βιβλίο Ο Μικρός Έλληνας είναι περισσότερο γαλλικό. Αυτή η «διπλή γραφή» είναι, βέβαια, κούραση αλλά και πλεονέκτημα, αφού η μετάφραση είναι, ουσιαστικά, δεύτερη γραφή: παρατηρείς τις αδυναμίες, κόβεις πιθανές επαναλήψεις, διορθώνεις, βελτιώνεις, γίνεσαι πιο αντικειμενικός, πιο ψύχραιμος. Εξάλλου, αριστούργημα με την έννοια του αλάνθαστου δεν υπάρχει. Ακόμα και στα σπουδαιότερα βιβλία βρίσκεις ατέλειες. Τα παραπάνω φυσικά ισχύουν για κείμενα που γράφεις ο ίδιος – ένας κανονικός μεταφραστής ουσιαστικά δεν μπορεί να επέμβει στο κείμενο, γι' αυτό άλλωστε απέφυγα να εργαστώ ως τέτοιος.
Τι πραγματεύεται ο «Μικρός Έλληνας» και πώς συνδυάζονται ο Δον Κιχώτης, ο Ταρζάν, ο Γιώργος Θαλάσσης, ο Γιάννης Αγιάννης και οι Τρεις Σωματοφύλακες;
Ήθελα, ξέρετε, από χρόνια να επαναφέρω στο προσκήνιο τους ήρωες των παιδικών μου αναγνωσμάτων. Τους το χρωστούσα, καθώς χάρη σ' αυτούς αγάπησα τη λογοτεχνία, άσχετα από το αν οι δικές μου περιπέτειες είναι σίγουρα λιγότερο εντυπωσιακές. Όμως, χρειάζονται δύο αφορμές για να στηθεί ένα μυθιστόρημα. Δεν αρκεί να έχεις την ιδέα, χρειάζεται και το «γιατί». Προσωπικά, με παρακίνησε μια σοβαρή εγχείρηση που έκανα στο πόδι προ τριετίας. Μου υπενθύμισε τον φόβο του θανάτου, έναν φόβο που σε στέλνει πίσω στην παιδική ηλικία, όπου η μόνη σου ανησυχία είναι μήπως κινδυνεύουν οι χάρτινοι ήρωές σου. Έπειτα, η κλινική, όπως και το σπίτι μου, βρισκόταν κοντά στους περίφημους Κήπους του Λουξεμβούργου, αγαπημένο σημείο αναφοράς πολλών Γάλλων μυθιστοριογράφων – υπάρχει, μάλιστα, εκεί ένα κουκλοθέατρο που παίζει όλα τα κλασικά έργα της λογοτεχνίας και στην αποθήκη του έχει όλες εκείνες τις μυθιστορηματικές φιγούρες που ήθελα να ζωντανέψω και να τις κάνω να συναντηθούν στις σελίδες μου. Αν θέλω «κάτι να πω»; Όχι, φίλε μου, δεν έχω να πω κάτι χώρια από τις ιστορίες που γράφω, αυτές είναι το νόημα και καθένας το ερμηνεύει όπως θέλει.
Πώς αφοσιωθήκατε στη συγγραφή; Τη θεωρείτε καταφύγιο από την πραγματικότητα, απομίμηση, προέκτασή της;
Είναι μυστήριο η γραφή, κανείς δεν ξέρει αν μπορεί να γίνει συγγραφέας, αν δεν το δοκιμάσει. Εγώ είχα έμμονη ιδέα να γράψω μυθιστορήματα ήδη από την ηλικία των 11. Η πραγματική ζωή μού φαινόταν –και νομίζω είναι– πολύ πιο φτωχή, πολύ πιο πεζή. Η συγγραφή είναι χτίσιμο, περιπέτεια κι επίσης μοναξιά. Απαιτεί όλο σου το είναι. Αλλά και η ίδια η ζωή εμπεριέχει μυθιστορηματικά στοιχεία. Όταν φτιάχνεις ένα σπίτι, όταν φυτεύεις ένα δέντρο, δημιουργείς ουσιαστικά εκ του μηδενός, άρα σκαρώνεις μυθιστορίες.
Λέγεται ότι μεγάλα μυθιστορήματα του ύψους του Προυστ, του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Τζόις και των άλλων μεγάλων κλασικών δεν πρόκειται πλέον να γραφτούν. Συμφωνείτε;
Όχι βέβαια. Κάθε μυθιστοριογράφος δημιουργεί ένα μοναδικό έργο που δεν ανταγωνίζεται κανένα άλλο. Δεν κάνουμε αγώνες δρόμου οι συγγραφείς, καθένας επινοεί τον δικό του κόσμο. Απλώς, δεν ξέρουμε σήμερα ποιοι θα είναι οι κλασικοί του αύριο, τον τίτλο αυτό τον δίνει ο χρόνος. Η Μαντάμ Μποβαρί, π.χ., έγινε στην πορεία κλασικό έργο κι ας ήταν στην εποχή του αυτό μάλλον παράδοξο, ακόμα και για τον Φλομπέρ που τη συνέγραψε.
«Μικρός Έλληνας» ήσασταν κι εσείς όταν φύγατε στο Παρίσι, πρόσφατα όμως αποφασίσατε να επιστρέψετε μόνιμα στην Ελλάδα. Πώς σας προέκυψε αυτό σε μια εποχή που όποιος μπορεί, μεταναστεύει;
Το αποφάσισα γιατί μετά από σαράντα χρόνια παραμονής εκεί έκλεισα πια, πιστεύω, έναν κύκλο. Στην αρχή ήταν δύσκολα, μελαγχολικά, ένας μικρός θάνατος. Γρήγορα, όμως, με γοήτευσε η ανακάλυψη ενός νέου κόσμου και μιας καινούργιας γλώσσας. Αφήστε τα χρόνια που κέρδισα, δεδομένου ότι η Ελλάδα τότε ήταν ακόμα πολύ πίσω σε όλα. Με το τελευταίο βιβλίο μου, μάλιστα, ευχαριστώ και ταυτόχρονα αποχαιρετίζω τη Γαλλία. Αν είναι κακή η εποχή που επιστρέφω; Μα, ποιος σας είπε ότι σκοπός της ζωής μου είναι να περνάω καλά και να είμαι ευτυχισμένος; Δεν με ευχαριστεί η καθημερινότητα του ασήμαντου. Η σημερινή Αθήνα, με όλα αυτά που γίνονται, είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική, ειδικά για έναν συγγραφέα. Η κρίση δεν με τρομάζει, μη σας πω ότι την «επιδιώκω» κιόλας. Είναι, βέβαια, κρίμα που για άλλη μια φορά πολλοί άξιοι Έλληνες, και μάλιστα νέοι, αναγκάζονται να ξενιτευτούν. Αλλά έχουμε, δυστυχώς, παράδοση σε αυτό – συνέβη μεταπολεμικά, συνέβη με τη χούντα, συνέβαινε ήδη από την αρχαιότητα, ήταν μάλιστα ένα σύνηθες ερώτημα που απηύθυναν στην Πυθία, αν δηλαδή θα έπρεπε να ξενιτευτούν!
Τι λέγεται στη Γαλλία για την ελληνική κρίση; Έχουν αρχίσει πράγματι να αντιμετωπίζουν πρόβλημα και εκεί; Τον Ολάντ πώς τον κρίνετε;
Ναι, και στη Γαλλία έχουν δυσκολέψει πια τα πράγματα, όχι όμως σε τραγικό βαθμό, όπως σε εμάς. Ωστόσο, οι άνεργοι και οι φτωχοί εδώ είναι σε καλύτερη μοίρα, επειδή υπάρχει ακόμα η στήριξη της οικογένειας, που εκεί συνήθως απουσιάζει, ενώ το κοινωνικό κράτος υποχωρεί – ακόμα και τα επιδόματα δίνονται πλέον πολύ δύσκολα. Θεωρώ ότι ο Ολάντ θα γίνει ένας εξαίρετος Πρόεδρος. Είναι ευφυέστατος, οι δημοσκοπήσεις τον αδικούν, ας περιμένουμε όμως να τον κρίνουμε στο τέλος της θητείας του. Είναι επίσης φιλέλληνας – οι Γάλλοι έχουν παράδοση στον φιλελληνισμό ήδη από τον 19ο αιώνα, δική τους είναι και η λέξη που εμείς αντιδανειστήκαμε. Και εξακολουθούν να μας συμπαθούν, ξέρετε, με όλες τις αδεξιότητες, τις υπερβολές και τη μεγαλομανία μας. Γι' αυτό και δεν δεχτήκαμε επιθέσεις από τα ΜΜΕ και τους πολιτικούς τους, σε αντίθεση με τους Γερμανούς π.χ. Η Γαλλία υπήρξε, άλλωστε, ως γνωστόν, καταφύγιο πολλών πνευματικών μας ανθρώπων σε δύσκολους καιρούς, όπως ο Σβορώνος, ο Καστοριάδης, ο Παπαϊωάννου, ο Αξελός... «Όλοι θα πεθάνετε κάποια στιγμή από μια ελληνική αρρώστια!» πειράζω καμιά φορά τους εκεί φίλους μου, εφόσον όλες οι ασθένειες στα γαλλικά έχουν ρίζα ελληνική.
Τι αγαπάτε και τι αντιπαθείτε στους Έλληνες και στην Ελλάδα; Θα τα καταφέρει, τελικά, λέτε;
Κοιτάξτε, εδώ γεννήθηκα, οπότε νιώθω πιο φιλικό, πιο οικογενειακό το κλίμα. Μου ταιριάζει καλύτερα η δική μας ιδιοσυγκρασία. Δεν άλλαξα καν διαβατήριο, ενώ μπορούσα. Για τα αρνητικά του Έλληνα, τώρα, θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες, από το ότι είναι κακομαθημένος μέχρι ότι αργεί στα ραντεβού του! Τον χάλασε πολύ, έπειτα, όλη αυτή η τρέλα των δύο προηγούμενων δεκαετιών της φιγούρας και της υπερκατανάλωσης. Αν θα τα καταφέρουμε; Μα, είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε. Από μας εξαρτάται, και ιδιαίτερα από εκείνα τα νέα παιδιά τα οποία, επειδή ακριβώς δεν περιμένουν τίποτα, είναι αποφασισμένα για όλα. Ας γίνει η απελπισία τους ελπίδα μας.
Με την τεχνολογία πόσο ασχολείστε; Μπαίνετε στο Διαδίκτυο; Διαβάζετε e-books; Θα εκδίδατε κιόλας;
Θα σας απογοητεύσω, αλλά δεν ανακατεύομαι με τίποτε ηλεκτρονικό. Έτσι, από επιλογή. Δεν έχω κινητό, υπολογιστή, προσωπική ιστοσελίδα, ούτε καν e-mail. Γράφω πάντα με μολύβι. Μου λένε πως στον υπολογιστή θα γράφω γρηγορότερα, αλλά δεν θέλω, ούτε νομίζω ότι χρειάζεται. Ποιος ο λόγος; Γιατί να θεοποιούμε την ταχύτητα;
Ποιος ήρωας μυθιστορήματος θα θέλατε να είστε;
Χα! Μου αρέσει πολύ ο Δον Κιχώτης, ας πούμε, όμως δεν με βλέπω να κυνηγώ ανεμόμυλους κι εξάλλου προτιμώ τις πραγματικές γυναίκες από τις Δουλτσινέες... Μάλλον θα με εξέφραζε καλύτερα κάποιος από εκείνους τους ταλαίπωρους ήρωες του Μπέκετ, οι οποίοι περιμένουν διαρκώς κάτι που αποκλείεται να συμβεί. Προτιμώ το σύγχρονο, αντιηρωϊκό μυθιστόρημα αντί για τους κλασικούς ήρωες που θριαμβεύουν, λύνοντας κάθε πρόβλημα, και που σήμερα φαντάζουν κάπως ψεύτικοι.
Κάποιο μάθημα ζωής;
Το να αμφιβάλλω. Να αναρωτιέμαι. Να μη βιάζομαι να κρίνω. Κι ας πληθαίνουν οι απορίες και τα ερωτήματα, κι ας λιγοστεύουν οι απαντήσεις. Όταν ήμουν 20άρης είχα περισσότερες βεβαιότητες, μεγαλώνοντας υπερτερούν οι αμφιβολίες. Γι' αυτό άλλωστε γράφω, για να μπορέσω να τις εκφράσω καλύτερα.
=====
Ο «Μικρός Έλληνας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εξάντας.