O Κρητικός, του Διονύσιου Σολωμού
Επίμετρο-σημειώσεις: Στυλιανός Αλεξίου, εκδόσεις Κίχλη, σελ.: 22, τιμή: €7
Η ζωή και η ποιητική απόδοση του Διονύσιου Σολωμού προφανώς συμπλέκονται με το ζήτημα της υπηκοότητάς του, η οποία τον ήθελε ίσαμε τα δεκαεφτά του Γάλλο υπήκοο και στα υπόλοιπα σαράντα δύο χρόνια Άγγλο. Εξάλλου, σε αντίθεση προς τον Κάλβο που πήγε στο Ναύπλιο με σκοπό να καταταχθεί στις δυνάμεις του νεοπαγούς ελληνικού στρατού, ο Διονύσιος δεν πάτησε καν το πόδι του στο ανεξάρτητο πλέον κρατίδιο. Τα πρώτα του ποιήματα τα έγραψε στην ιταλική, ήταν δε τόσο επιτυχή, ώστε ο ελληνιστής καθηγητής του Τζιοβάνι Πίνι λέγεται ότι του είπε τα ακόλουθα: «Greco, tu farai dimenticare il nostro Monti», όπερ σημαίνει: «Έλληνα, θα κάνεις να ξεχαστεί ο δικός μας Μόντι».
Ο Σολωμός θα γράψει ποικίλα ποιήματα χάριν ασκήσεως και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο πολλά θα παραμείνουν ατελή, επειδή το αίσθημά του μπορεί να φάνταζε ακέραιο, αλλά η σχέση με τη γλώσσα ακολουθούσε ή προηγούνταν του εκάστοτε δημιουργήματος. Ο Κρητικός είναι ασφαλώς από τα ποιήματα που παρέμειναν ανολοκλήρωτα. Μορφικά, πάντως, προέχει ο δεκαπεντασύλλαβος, που θα αποδώσει τα μέγιστα στη μελλοντική δημιουργική εξέλιξη του ποιητή. Είναι χαρακτηριστική η επιστολή που ο ποιητής στέλνει στον Γεώργιο Τερτσέτη: «Χαίρομαι που παίρνονται για ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια, θα ήθελα όμως, όποιος μεταχειρίζεται την κλέφτικη γλώσσα (και μετρική), να τη μεταχειρίζεται δυνητικά (virtualmente) και όχι τυπικά (formalmente). Το έθνος ζητά από μας τον θησαυρό της δικής μας διάνοιας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά».
Σύμφωνα με την κρίση του Στυλιανού Αλεξίου, ο Κρητικός συνδυάζει τρία βασικά στοιχεία της ανθρώπινης ζωής: την αγάπη για τον γενέθλιο τόπο, τη θρησκευτική πίστη και τον έρωτα. Ο σημερινός αναγνώστης θα αισθανθεί φυσικά την πατριωτική πλευρά, τον αγώνα για την ελευθερία, όπως και την προσπάθεια του νέου πολεμιστή να σώσει από τον θάνατο την αγαπημένη του. Δυσκολότερα στις μέρες μας θα κατανοηθεί το τρίτο στοιχείο, το μεταφυσικό, το χριστιανικό όραμα μιας μελλοντικής ανάστασης των νεκρών (...).
«Εκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ' ακρογιάλι·
«αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!».
Πιστέψετε π' ό,τι θα πω είν ακριβή αλήθεια,
Μα τες πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθια,
μα τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας,
μα την ψυχή που έκαψε τον κόσμο απαρατώντας.
«Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει,
Πέστε, να ιδείτε το καλό εσείς κι ό,τι σας μοιάζει.
Καπνός δε μένει από τη γη· νιος ουρανός εγίνη.
Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ' αυτήνη».
Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.
Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν' αναβρύζει
Ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει,
βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,
κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώρα,
γιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου·
έτρεμαν και δε μ' άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου.
To ποιητικό κλίμα του Διονύσιου Σολωμού, το οποίο χρόνο με τον χρόνο εξαϋλώνεται φτάνοντας σε μια εξαΰλωση τόσο στη Γυναίκα της Ζάκυθος όσο και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, φωτίζει το έργο του, που ξεκίνησε με δοκιμές πάνω σε μια γλώσσα ξένη για την ευαισθησία του, για να καταλήξει σιγά σιγά «δική του» γλώσσα και ποιητικό ιδίωμα αυτοδίδακτου δημιουργού.
______________
Τορτίλα Φλατ, του Τζων Στάινμπεκ
Μτφρ.: Άρης Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη, σελ.: 222, τιμή: €10
Για έναν συγγραφέα, και δη πρωτόπειρο, η ανακάλυψη κάποιας λαότητας –όπως της Τορτίλα Φλατ–, λαότητας που απαρτιζόταν από παϊζάνους με ιδιάζοντα ήθη και δική τους ηθική, αποτελεί μεγάλη ανακάλυψη. Διόλου τυχαίο, βέβαια, το γεγονός ότι ο νεαρός Τζων γράφει μέσα στο κλίμα της αμερικανικής Κρίσης, κάνοντας επίσης χειρωνακτικές εργασίες για να επιβιώνει. Η Τορτίλα Φλατ (με άλλα λόγια μια περιοχή όπου επιβιώνουν οι Μεξικανο-αμερικανοί ψαράδες του Μοντερέι) θα είναι η πρώτη μεγάλη λογοτεχνική επιτυχία του Στάινμπεκ. Στην ελληνική το βιβλίο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε το 1952 και σήμερα ανατυπώνεται (πάντα σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου) και παραδίδεται σε ένα κοινό που υποφέρει από την Κρίση και την αντιμετωπίζει με άλλα μέσα.
Ο Στάινμπεκ γοητευόταν πάντα από μικρές κοινότητες που υποφέρουν και παραταύτα διασώζονται χάρη στο εσωτερικό τους πιστεύω, από κοινότητες (όπως στο Άνθρωποι και Ποντίκια, στα Σταφύλια της Οργής) όπου το λαϊκό στοιχείο διαπρέπει, παρά το γεγονός ότι διαπραγματεύεται πάντα με δικό του τρόπο με το κακό. Γι' αυτό ο αφηγητής δηλώνει ορθά κοφτά ότι το βιβλίο είναι η ιστορία του Ντάνι, των φίλων του και του σπιτιού του. Όσο για την ιδιότητα του παϊζάνο, ήτοι του Ντάνι και της συντροφιάς του, μιλάμε για ένα κράμα από σπανιόλικο, ινδιάνικο, μεξικάνικο και λογής λογής ευρωπαϊκό αίμα. Μιλούν εγγλέζικα με προφορά παϊζάνο και σπανιόλικα με προφορά πάλι παϊζάνο.
Ο αφηγητής ξετυλίγει την καλούμπα των γεγονότων ζωγραφίζοντας σελίδα τη σελίδα τον Ντάνι αλλά και τον Πιλόν. Τόσο ο Ντάνι όσο και ο Πιλόν είναι τίμιοι άνδρες, πλην όμως αυτό δεν εμποδίζει τους δύο φίλους να έρχονται αντιμέτωποι για ψύλλου πήδημα. Ήδη στη σελίδα 33 μαθαίνουμε με αιφνίδιο τρόπο ότι ο Πιλόν αρεσκόταν «να τα κάνει πλακάκια με τον εαυτό του», άλλωστε ήταν εραστής του ωραίου και μυστικιστής, επίσης μπαμπέσης και καβγατζής. Επιπλέον, πρωτόπειρος γραφιάς ο Στάινμπεκ, αρέσκεται σε πρωτάκουστες μεταφορές που υπερβάλλουν και σκέψεις που δεν συνηθίζονται. Παράδειγμα: «Το απομεσήμερο κατέβηκε στη γης τόσο αδιόρατα όσο φτάνουνε τα γερατειά στη ζωή ενός ευτυχισμένου ανθρώπου». Επίσης: «Ο Πιλόν και ο Πάμπλο κάθονταν στην αυλή του Τορέλι και πίνανε με ρέγουλα, αφήνοντας το απόγεμα να περνάει από πάνω τους τόσο αργά όσο αργά μεγαλώνουν τα μαλλιά».
Το πνεύμα της μικρής κοινότητας, το αίμα της οικογένειας και του λαού, αποτελούν για τον Στάινμπεκ εγγυήσεις που δεν ορρωδούν προ ουδεμιάς δυσκολίας. Γι' αυτόν το λόγο το χωριό –όσο φτωχό κι αν είναι– λειτουργεί περίπου σαν εκκλησία, όπου η παρουσία του οιουδήποτε ισοδυναμεί με ένα είδος λαϊκής προσευχής. Τυχαία μήπως ο Ζεζού Μαρία Κορκοράν είναι ένα μονοπάτι φιλανθρωπίας; Τα βάσανα – πάσκιζε και τα ανακούφιζε. Τη λύπη – πάσκιζε και της έριχνε βάλσαμο. Την ευτυχία – τη μοιραζόταν. Δεν υπήρχε μήτε σκληρόκαρδος, μήτε πρόστυχος Ζεζού Μαρία, η καρδιά του ήταν στη διάθεση του καθενός, μάλιστα αντλούσε ασταμάτητα καλοσύνη από κάποια βαθιά πτυχή της ψυχής που ξαναγέμιζε διαρκώς. Τελικά, η κοινότητα θα καταλήξει σε ένα άγριο πατιρντί όπου οι άντρες δεν έρχονταν στα χέρια δυο δυο, διότι γίνονταν μάχες τρομερές όπου μπλέκανε ολάκερα μπουλούκια κι όπου ο καθένας μαχόταν για λογαριασμό του και μόνο.
Περιττό να τονίσουμε ότι η εποχή του πολέμου του Βιετνάμ αποτελεί μία μαύρη σελίδα του Στάινμπεκ. Πιστεύοντας ότι ο αμερικανικός στρατός έχει το δίκιο με το μέρος του, ο συγγραφέας του Ανατολικά της Εδέμ έφτασε να γράφει ότι κάθε Αμερικανός έχει χρέος να σκοτώνει όσους Βιετκόγκ μπορεί, διότι αυτό επιτάσσει ο δίκαιος πόλεμος...
σχόλια