Σπάνια η μουσική ενός καλλιτέχνη αποτυπώνει με τόσο σαρκικό τρόπο τις απολαύσεις και τις συνέπειες της σεξουαλικής εμπειρίας όσο η ηδονική, ηλεκτρονική disco του Patrick Cowley.
Ο Αμερικανός παραγωγός υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της gay club σκηνής του Σαν Φρανσίσκο στα τέλη των '70s και στις αρχές των '80s, την εποχή δηλαδή που η gay κουλτούρα στην ολοζώντανη πόλη της Δυτικής Ακτής βρισκόταν σε πλήρη άνθηση, με τον Harvey Milk να είναι ο πρώτος ανοιχτά δηλωμένος ομοφυλόφιλος πολιτικός που διεκδικούσε σημαντική θέση στο διοικητικό συμβούλιο της πόλης.
Η μάστιγα του AIDS όμως, που τότε δεν είχε καν όνομα, θέρισε, μαζί με τον Patrick Cowley, ολόκληρη την gay κοινότητα, βάζοντας ουσιαστικά ταφόπλακα στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη σκηνή.
Καθώς τότε δεν γνώριζαν πολλά για τον HIV και το AIDS, οι γιατροί διέγνωσαν τροφική δηλητηρίαση και, ενώ η κατάστασή του χειροτέρευε, τον έστειλαν σπίτι, καθώς δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Τελικά, απεβίωσε στην οικία του τον Νοέμβριο του 1982, μόλις στα 32 του χρόνια.
Ωστόσο, πριν από τον αιφνίδιο θάνατό του το 1982, ο Patrick Cowley είχε προλάβει να κατακτήσει το mainstream χορευτικό τοπίο τόσο ως ο στενός συνεργάτης του LGBT πρωτοπόρου Sylvester, μιας εμβληματικής και larger than life μορφής για την πόλη του Σαν Φρανσίσκο, όσο και αργότερα με τα προσωπικά του χιτάκια «Menergy» και «Right οn target» που έφτασαν στο Νο 1 των αμερικανικών Hot Dance Music Charts το 1981 και το 1982 αντίστοιχα.
Επιπλέον, ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του, που παιζόταν σε όλα τα κλαμπ της πόλης, είναι το 16λεπτο remix του στο «I feel love», το κομμάτι-συνεργασία μεταξύ του Giorgio Moroder και της Donna Summer, με το οποίο κατάφερε να ενώσει περίφημα την ευρωπαϊκή disco με το Hi-NRG χορευτικό είδος, ένα ιδιαίτερα δημοφιλές παρακλάδι της disco εκείνης της περιόδου.
Donna Summer - I Feel Love (Patrick Cowley Remix)
Τα τελευταία χρόνια η gay DJ κολεκτίβα Honey Soundsytem και η περιθωριακή δισκογραφική Dark Entries έχουν φέρει στο φως την πιο αισθησιακή πτυχή της μουσικής του Αμερικανού παραγωγού. Ο Patrick Cowley έγραφε σάουντρακ για gay πορνό ταινίες, τα οποία παρέμεναν στην αφάνεια μέχρι που οι δύο παραπάνω ομάδες πήραν την πρωτοβουλία, έσκαψαν στο αρχείο του μουσικού και βρήκαν άφθονο πολύτιμο υλικό.
Μέσω των συλλογών «School Daze» (2013), «Muscle up» (2015) και «Afternooners» (2017), που ντύνουν ηχητικά τις ομότιτλες ερωτικές ταινίες εκείνης της εποχής, αποκαλύπτεται ένας καλλιτέχνης που θεωρούσε αλληλένδετη τη σεξουαλικότητα με τη μουσική, μέσω της οποίας εξερευνούσε όλο το φάσμα της ομοφυλοφιλικής ερωτικής εμπειρίας.
Τα ρευστά ηλεκτρονικά ηχοτοπία που έπλαθε έλιωναν σαν τα ιδρωμένα σώματα εραστών και το υπομονετικό tempo της μουσικής του ενέτεινε τη σεξουαλική ένταση πριν αυτή εκραγεί, φτάνοντας στην κορύφωσή της.
Το υπόβαθρο της ζωής του οραματιστή μουσικού είναι εξίσου ενδιαφέρον. Ο Patrick Joseph Cowley, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε το 1950 στο Buffalo της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε στο συντηρητικό περιβάλλον μιας τυπικής αμερικανικής οικογένειας. Γρήγορα όμως εξερεύνησε την ομοφυλοφιλική του ταυτότητα και τα μουσικά του ερεθίσματα, πειραματιζόμενος και στα δύο μέτωπα: είχε πολλούς εραστές και έπαιζε ντραμς σε διάφορες ερασιτεχνικές μπάντες ήδη από τα εφηβικά του χρόνια.
Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο της πόλης και στα 21 του έφυγε για να μελετήσει μουσική στο κολέγιο του Σαν Φρανσίσκο, με ειδίκευση στο συνθεσάιζερ. Εκεί ζωγράφιζε αντρικά γεννητικά όργανα και τα έστελνε ταχυδρομικώς στους γονείς του για να αποδεχτούν τη φύση του με τον πιο επώδυνο τρόπο, ενώ παράλληλα ηχογραφούσε τις πρώτες του εντελώς πειραματικές και αβανγκάρντ δουλειές, βασισμένες στη χρήση καινοτόμου ηχητικής τεχνολογίας.
Ο ρετροφουτουριστικός synth κόσμος του, φτιαγμένος από ονειρώξεις και ερωτικές φαντασιώσεις, γοήτευσε τις ριζοσπαστικές περσόνες της πόλης και κατέκτησε τις χορευτικές πίστες. Ο ίδιος έπαιρνε έμπνευση από τα λουτρά και τις σάουνες του Σαν Φρανσίσκο όπου περνούσε έντονες στιγμές με τους προσεχτικά επιλεγμένους παρτενέρ του, ενώ απέφευγε την έξαλλη νυχτερινή ζωή στα κλαμπ της εποχής, όπως το θρυλικό Trocadero Transfer.
Παρ' όλα αυτά, τόσο με τα πρώιμα χιτάκια του στο πλευρό του Sylvester όσο και με αυτά που έβγαλε μέσα από τις τρεις επίσημες κυκλοφορίες του στις αρχές των '80s κατάφερε να αναγκάσει τους πάντες να χορεύουν στον ρυθμό της εκστατικής, οργασμικής disco του.
Ήταν κάποια στιγμή εκείνη την περίοδο που ο John Coletti, ιδιοκτήτης της εταιρείας gay πορνό ταινιών Fox, του πέταξε την ιδέα να γράψει score για μερικές παραγωγές του. Μπορεί να μοιάζει αλλόκοτο, αλλά είναι αυτές που έδωσαν την cult διάσταση στη μυστήρια ύπαρξη του Patrick Cowley, οδηγώντας το κοινό της ψηφιακής εποχής στην ανακάλυψη του σεξουαλικά φορτισμένου σύμπαντός του.
Λίγο πριν από την ολοκλήρωση του τελευταίου του άλμπουμ με τίτλο «Mind Wrap» (1982), ο Patrick Cowley άρχισε να νιώθει πάρα πολύ άρρωστος και σωματικά αδύναμος. Η χαρακτηριστική του φιγούρα με το λεπτό μουστάκι και τα ίσια καστανά μαλλιά άρχισε να δίνει τη θέση της σε έναν ταλαιπωρημένο, χλωμό άνθρωπο, λίγο πριν από την κατάρρευση.
Καθώς τότε δεν γνώριζαν πολλά για τον HIV και το AIDS, οι γιατροί διέγνωσαν τροφική δηλητηρίαση και, ενώ η κατάστασή του χειροτέρευε, τον έστειλαν σπίτι, καθώς δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Τελικά, απεβίωσε στην οικία του τον Νοέμβριο του 1982, μόλις στα 32 του χρόνια, και έχει μείνει στην ιστορία ως ένα από τα πρώτα γνωστά θύματα του άγνωστου ακόμα τότε θανατηφόρου ιού.
Με τη δολοφονία του Harvey Milk και τον θάνατο του Patrick Cowley άρχισε να διαλύεται σταδιακά η gay σκηνή του Σαν Φρανσίσκο. Το έργο του πρωτοπόρου Αμερικανού, όμως, παραμένει σπουδαίο όχι μόνο γιατί πυροδότησε τη γέννηση σημαντικών, electro-pop/new wave συγκροτημάτων, όπως οι Pet Shop Boys και οι New Order, αλλά κυρίως γιατί αποτέλεσε το ιδανικό σάουντρακ της σεξουαλικής απελευθέρωσης μιας ολόκληρης γενιάς ομοφυλόφιλων ατόμων.
σχόλια