― Γιατί όλο αυτό το «θρίλερ» με την παραμονή σας ως επικεφαλής του Φεστιβάλ Αθηνών και πώς θα καλύψετε το χαμένο έδαφος;
Το «θρίλερ» που λέτε δεν το εμπνεύστηκα εγώ, βεβαίως. Η επτάμηνη καθυστέρηση της αναγγελίας οφείλεται στο ΥΠΠΟ. Τους λόγους τους αγνοώ. Υπήρξαν διάφορα σενάρια, που όμως, πιστέψτε με, καθόλου δεν με αφορούν προσωπικά. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα πια αν με ενδιέφερε καν να παραμείνω στη θέση αυτή υπό αυτές τις συνθήκες. Είπα πως έκανα ό,τι έκανα ως εδώ, αρκεί. Με πίεσαν, όμως, άνθρωποι εντός κι εκτός Ελλάδας ότι έπρεπε να συνεχίσω και δεν μπόρεσα να αρνηθώ. Το θέμα είναι ότι με όλες αυτές τις ιστορίες καθυστέρησαν πολλά πράγματα οργανωτικά και, φυσικά, κάποιες παραστάσεις ακυρώθηκαν... Αν θέλεις να είσαι συμπαραγωγός με ξένα φεστιβάλ, όπως αυτά του Εδιμβούργου, της Αβινιόν κ.λπ., θα πρέπει να το έχεις κανονίσει πολλούς μήνες πριν. Παρά τα πολύ στενά όμως χρονικά περιθώρια, πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε και φέτος να βγούμε ασπροπρόσωποι.
― Έπεσε, λέτε, το Φεστιβάλ «θύμα» μικροκομματικών και γενικότερα πολιτικών συμφερόντων και επιδιώξεων;
Προφανώς ναι, γι' αυτό η τόση κωλυσιεργία. Κάτι που δεν είχε, ουσιαστικά, συμβεί τα προηγούμενα χρόνια της θητείας μου, έγινε όμως τώρα που είδαν πόσο καλά πηγαίνει – να σας πω ότι πριν αναλάβω το 2005, το Φεστιβάλ έκοβε 45.000 εισιτήρια και το 2011 έφτασε τους 238.000 θεατές. Ακόμα και πέρσι, μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά οικονομικά, είχαμε 158.000 θεατές.
Οπότε, θέλησαν να προσεταιριστούν την επιτυχία και πρότειναν την καλλιτεχνική διεύθυνση σε άλλους, επιχειρώντας να βολέψουν δικά τους πρόσωπα. Οθωμανικά κατάλοιπα είναι αυτά – στο Φεστιβάλ Χορού στις Κάννες, που διηύθυνα από το 1992, ή στην Όπερα της Λυών, όπου βρίσκομαι επί 29 ολόκληρα χρόνια, δεν υπήρξε η παραμικρή κρατική παρέμβαση, κι ας άλλαξε τόσους Προέδρους η Γαλλία στο μεταξύ.
―Το ζήτημα που προέκυψε με την οικονομική διαχείριση;
Δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα. Υπήρξε μόνο η επερώτηση ενός βουλευτή. Δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε, είμαστε ανοιχτοί σε κάθε έλεγχο.
― Εξαρχής δεν είχατε καθόλου τη λεγόμενη ελληνική νοοτροπία. Σας στοίχισε αυτό και αν ναι, την... αποκτήσατε καθόλου;
Αναφέρεστε στην κακώς εννοούμενη ελληνική νοοτροπία, φαντάζομαι. Γιατί δεν μπορώ να δεχτώ μοιρολατρικά αυτή την έννοια. Πράγματι, δεν την είχα, πόσο μάλλον που ζω κι εργάζομαι δεκαετίες τώρα στο εξωτερικό. Κοιτάξτε, δεν είναι ότι διαθέτω περισσότερες αρετές από άλλους, απλώς δεν ήμουν ο άνθρωπος που θα επιθυμούσε πάση θυσία μια καλή θεσούλα και θα έκανε τα πάντα για να γαντζωθεί σε αυτή, κάτι που ορισμένοι φοβάμαι πως παραβλέπουν.
― Θα καταφέρετε, άραγε, να συνδυάσετε ξανά τον χαμηλό προϋπολογισμό με την ποιότητα;
Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε τα τελευταία χρόνια, με το να ανεβάζουμε πολλές ελληνικές παραστάσεις, έτσι ώστε να περιορίζουμε το κόστος της μετάκλησης ξένων ονομάτων και σχημάτων. Είναι, βέβαια, και πολιτική μας να προβάλλουμε και να βοηθούμε όσο μπορούμε τους νέους Έλληνες καλλιτέχνες, από τους οποίους είχαμε για άλλη μια χρονιά πληθώρα προτάσεων – έφτασαν τις 370, όταν στην Αβινιόν π.χ. είχαν μόλις 49. Το ότι είμαστε μια «χώρα καλλιτεχνών» είναι και καλό και κακό.
― Πολλοί είναι πλέον και οι χώροι όπου διεξάγεται το Φεστιβάλ.
Βεβαίως, εκεί άλλωστε οφείλεται εν μέρει και η αυξημένη προσέλευση του κοινού. Και δεν μιλάμε μόνο για τους συνήθεις κοσμικούς ή τους ανθρώπους της κουλτούρας, αλλά και για πολλά νέα παιδιά που, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που διαθέτουμε, αποτελούν το 70% των θεατών. Εξάλλου, έπρεπε κάποτε το Φεστιβάλ να «απογαλακτιστεί» από τους εμβληματικούς του χώρους –δίχως φυσικά να τους εγκαταλείψει–, αναζητώντας νέες σκηνές, νέα σημεία αναφοράς. Αυτό το πετύχαμε σε μεγάλο βαθμό με το κτίριο της Πειραιώς π.χ., ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας, το οποίο με την τόση απήχηση που έχει θα έπρεπε να είχε ήδη αγοραστεί από το ΥΠΠΟ, φαίνεται όμως πως μερικές προσπάθειες δεν εκτιμώνται όσο πρέπει στη χώρα μας και πράγματα αυτονόητα αλλού, εδώ δεν ισχύουν.
― Θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη βοήθεια από ιδιώτες χορηγούς, δίχως αυτό να είναι σε βάρος του καλλιτεχνικού προγράμματος;
Θα ήταν ευχής έργον. Κάποιοι ήδη το πράττουν, όπως το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος». Το κράτος είναι που παρεμβαίνει στην Ελλάδα, όχι οι ιδιώτες. Αυτό συμβαίνει επειδή έτσι έχουν μάθει να λειτουργούν οι πολιτικοί μας. Και υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να βοηθήσουν δίχως καμία προϋπόθεση, Έλληνες αλλά κι ομογενείς. Θα μπορούσε π.χ. να υπάρχει και στη Νέα Υόρκη ένας «Σύλλογος Φίλων του Φεστιβάλ Αθηνών», όπως συμβαίνει με την παρισινή Όπερα. Αν δουν ότι πιάνει τόπο η βοήθεια, θα συνδράμουν ακόμα περισσότερο.
― Σας καταλογίζουν, διάβασα, ότι «παραμελήσατε» κάποιους εμβληματικούς χώρους, όπως η Επίδαυρος.
Η κριτική στην οποία αναφέρεστε συνίστατο στο ότι η Επίδαυρος έχασε τάχα το εθνικό προφίλ της. Βρίσκω αυτές τις αντιλήψεις στενόμυαλες. Λες και οι Ευτυχισμένες Μέρες του Μπέκετ με την Ντέμπορα Γουόρνερ, ο Ορφέας και Ευρυδίκη της Πίνα Μπάους ή ο Οθέλλος του Σαίξπηρ από τον Τόμας Όστερμαϊερ δεν είναι η φυσική συνέχεια του Αισχύλου και των άλλων μεγάλων αρχαίων συγγραφέων!
― Η καλλιτεχνική εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας στο εξωτερικό ποια είναι;
Σε γενικές γραμμές αρκετά ικανοποιητική, θα έλεγα. Ειδικά για ορισμένες τέχνες, σινεμά, μουσική αλλά και θέατρο, η ανταπόκριση είναι πολύ θετική. Υπάρχουν ονόματα τόσο «γηγενών» Ελλήνων όσο και της διασποράς που έχουν κάνει αίσθηση, όπως ο Λεωνίδας Καβάκος, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Πέτρου, ο Θόδωρος Κουρεντζής, ο Κωνσταντίνος Καρύδης και άλλοι. Θα ήταν, εκτιμώ, ακόμα περισσότεροι, αν υπήρχε μια συνεπής σχετική πολιτική και προωθούνταν περισσότερο οι πολιτιστικές ανταλλαγές. Υπάρχουν, επίσης, τομείς με τεράστιο πλούτο που ελάχιστα έχουμε αξιοποιήσει, όπως είναι η ελληνική μουσική. Εδώ έχουμε να επιδείξουμε μεγάλη παραγωγή με αληθινό ενδιαφέρον κι ενθουσιασμό σε μια διεθνή γλώσσα – ας το εκμεταλλευτούμε. Μα, είναι δυνατόν η τελευταία γνωστή στο εξωτερικό Ελληνίδα τραγουδίστρια να είναι η Νάνα Μούσχουρη; Ή μήπως τα fado είναι καλύτερα από τα ρεμπέτικα;
― Ποια ήταν η δυσκολότερη και ποια η ευτυχέστερη στιγμή σας στην ως τώρα θητεία σας στο Φεστιβάλ Αθηνών;
Δεν θυμάμαι ποια ήταν η δυσκολότερη – δεν ήταν μόνο μία βλέπετε, ήταν πολλές! Η ευτυχέστερη και ταυτόχρονα παράξενη ήταν όταν έψαχνα νέους χώρους για το Φεστιβάλ, οπότε με τη συνδρομή του Δημήτρη Παπαϊωάννου και του Λευτέρη Βογιατζή ανακάλυψα τον χώρο της Πειραιώς 260. Έναν χώρο που υποδέχτηκε πολύ καλά ο κόσμος και που είναι κάθε φορά γεμάτος. Θεωρώ την επιλογή αυτή ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της θητείας μου.
― Όταν δεν ασχολείστε με τα των φεστιβάλ, τι κάνετε;
Όπως στη δουλειά μου, αγαπητέ, έτσι και στην προσωπική μου ζωή αναζητώ διαρκώς καινούργια πράγματα. Να, τις προάλλες ανακάλυψα ένα καταπληκτικό εστιατόριο, θα σας το συστήσω ιδιωτικώς, για να μη φανεί ως διαφήμιση! Επισκέπτομαι διάφορα δρώμενα, εκθέσεις τέχνης, διαβάζω όσο μπορώ – ένα μεγάλο μου παράπονο είναι πως δεν προλαβαίνω να διαβάσω τα βιβλία που θέλω.
Θα μένατε μόνιμα στην Ελλάδα, αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις;
Ναι, θα το ήθελα πολύ, την αγαπώ τη χώρα μου, ουδέποτε είχα τη mentalité κάποιων Ελλήνων του εξωτερικού που προσποιούνται πως έχουν ξεχάσει να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα. Γνωρίζω, ξέρετε, πολλούς Έλληνες έξω και μου αρέσουν εκείνοι που προσπαθούν να υιοθετήσουν μια καινούργια κουλτούρα δίχως κόμπλεξ. Παλιότερα συνέβαινε οι μετανάστες να κουβαλούν μαζί και την κουλτούρα του χωριού τους, αλλά όχι πια. Οι νέοι άνθρωποι ειδικά είναι πολύ πιο ευκίνητοι κι ευπροσάρμοστοι.
σχόλια