Η «Ιστορία δύο πόλεων» του Ντίκενς σε νέα μετάφραση
«Ήταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας, ήταν τα χρόνια της πίστης, ήταν τα χρόνια της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του Φωτός, ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα μπροστά μας, δεν είχαμε τίποτα μπροστά μας, πηγαίναμε όλοι γραμμή για τον Παράδεισο, πηγαίναμε γραμμή όλοι προς την αντίθετη κατεύθυνση – κοντολογίς, η περίοδος εκείνη έμοιαζε τόσο πολύ με την τωρινή, που κάποιες από τις πιο θορυβώδεις αρχές της επέμεναν, για καλό ή για κακό, να γίνεται αντιληπτή με ακραίες αντιθέσεις μονάχα».
Η εμβληματική αυτή αρχή, σε ωραία απόδοση από τον Μιχάλη Μακρόπουλο, έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία της λογοτεχνίας, μετατρέποντας το μνημειώδες αυτό έργο του Ντίκενς σε ανάγνωσμα κλασικό.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό που καθιστά την Ιστορία δύο πόλεων κατεξοχήν συμβολικό μυθιστόρημα για τις πολεμικές, ερωτικές ή κοινωνικές συγκρούσεις: είναι ότι συνιστά το κρεσέντο του δημιουργικού οίστρου του συγγραφέα, αλλά και της εσωτερικής του αγανάκτησης, κάτι που έκανε τον κριτικό Χάρολντ Μπλουμ να το θεωρήσει διαφορετικό από τα υπόλοιπα μυθιστορήματα χαρακτήρων του Ντίκενς και άλλους στρατευμένους συγγραφείς, όπως ο Όργουελ, να γράψουν σελίδες για την πολυεπίπεδη επίδρασή του.
Το έργο, που γράφτηκε σε συνέχειες το 1859, μιλάει για τις ματωμένες μέρες του πολέμου, τόσο στην Αγγλία όσο και στη Γαλλία, την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και τις πολυεπίπεδες συνέπειές του στην προσωπικότητα και στη μοίρα των ηρώων.
Το πολυφωνικό, βραβευμένο μυθιστόρημα της Bernardine Evaristo
Για πρώτη φορά μαύρη γυναίκα κερδίζει το βραβείο Booker, σπάζοντας όχι μόνο το φράγμα των προκαταλήψεων αλλά και όλων των στοιχημάτων, που ελάχιστα υπολόγισαν τη νίκη της: μετά τον περίφημο Γαλατά της Άννα Μπερνς –το οποίο κυκλοφορεί επίσης από τον Gutenberg– η Λονδρέζα νιγηριανής καταγωγής Εβαρίστο κέρδισε το πρόσφατο, πολυσυζητημένο βραβείο για ένα εντυπωσιακό, πολυφωνικό μυθιστόρημα.
«Ένα μυθιστόρημα για τις καθημερινές μάχες σύγχρονων γυναικών διαφόρων ηλικιών και κοινωνικών τάξεων, αλλά και την αγάπη, τη χαρά και τη φαντασία» σύμφωνα με την «Guardian», ένα βιβλίο που μέσα από την πρωτοποριακή του πρόζα και το ξεδίπλωμα δώδεκα διαφορετικών φωνών αποδεικνύει τι σημαίνει να είσαι «μαύρη, γυναίκα στη Βρετανία τα τελευταία 100 χρόνια».
Για την ακρίβεια, οι φωνές αντιστοιχούν στις ιστορίες δώδεκα γυναικών, κυρίως μαύρων, πρώτης και δεύτερης γενιάς μεταναστών στη Μεγάλη Βρετανία: άλλες πολύ νέες, άλλες μεσήλικες, άλλες ηλικιωμένες, πλούσιες και φτωχές, με διαφορετικούς χαρακτήρες, διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, διαφορετική παιδεία, διαφορετικά επαγγέλματα και φιλοδοξίες, έχουν βιώσει από μικρή ηλικία τις κοινωνικές διακρίσεις, τη ρατσιστική συμπεριφορά, τις καθημερινές δυσκολίες σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη κοινωνία. Με τον δικό της τρόπο η καθεμιά αναδιφά το παρελθόν σε ένα παιχνίδι αυτεπίγνωσης, ελπίδας και απελπισίας, προσπαθώντας να προσδιορίσει όχι μόνο την περιπλεγμένη της ταυτότητα αλλά και τον τρόπο που προσδοκά και σχεδιάζει εφεξής το μέλλον.
Με το βιβλίο αυτό η Εβαρίστο κέρδισε την εκτίμηση κοινού και κριτικών, κατακτώντας τελικά –εξ ημισείας με τη Μάργκαρετ Άτγουντ– την ύψιστη διάκριση του βραβείου Booker. Κόρη λευκής Αγγλίδας και Νιγηριανού, η Εβαρίστο γεννήθηκε το 1959 και μεγάλωσε στο Λονδίνο, όπου ζει και σήμερα διδάσκοντας δημιουργική γραφή και κερδίζοντας πλήθος βραβεία.
Η υπόγεια δύναμη της Χαν Γκανγκ
Η Γιονγκ Χίε –μια ξεκάθαρα θηλυκή εκδοχή του Γκρέγκορ Σάμσα– είναι από τις γυναίκες που δεν θα έδιναν ποτέ κανένα δικαίωμα στην άκρως ελεγκτική κοινωνία, στον σύζυγο, στην οικογένεια: παντρεμένη με έναν σκληρά εργαζόμενο άντρα, μέση νοικοκυρά χωρίς μεγάλες ανησυχίες, επιδερμική αναγνώστρια βιβλίων. Μέχρι που κάποια στιγμή βλέπει ένα όνειρο, το οποίο σταδιακά μετατρέπεται σε εμμονικό εφιάλτη, και αποφασίζει να γίνει χορτοφάγος, φτάνοντας σε μια μέρα να πετάξει όλα τα αποθέματα του κρέατος, δερμάτινα είδη κ.λπ. και να καταστεί έτσι μια μοναχική αποσυνάγωγος για ένα περιβάλλον το οποίο αρνείται να κατανοήσει και να δεχτεί την απόφασή της.
Ο σύζυγος απορεί, ο πατέρας της αντιδρά με βία, το περιβάλλον της εξανίσταται και μόνο ο αδερφός της, ως εκκεντρικός καλλιτέχνης, δείχνει να εμπνέεται από αυτήν τη βιο-φασματική μετατροπή της σε κομμάτι της φύσης-δέντρο, όπως θα ήθελε να είναι η ίδια. Η ιστορία καταλήγει σε μια ιδιωτική κλινική, όπου η απονενοημένη πλέον χορτοφάγος συνομιλεί με τα μόνα στοιχεία που είναι ικανά να την καταλάβουν: τα στοιχειά της φύσης και τα δέντρα.
Η ανάγκη της βραβευμένης με Booker συγγραφέως Χαν Γκανγκ να μιλήσει μετωνυμικά ή μέσα από τη λογοτεχνία για μια κοινωνία που φέρει το ανθρωποφαγικό στίγμα στους κόλπους της με τα διαρκή φαινόμενα βίας και τη μετάλλαξή της σε μια υστερο-καπιταλιστική χώρα χωρίς ξεκάθαρη ταυτότητα (βλέπε και τη νοτιοκορεατική ταινία Παράσιτα) είναι παραπάνω από ξεκάθαρη και δίνει το στίγμα μιας λογοτεχνίας εναργούς, πολύτροπης, αν και υπόγειας, δυνατής και με τον εσωτερικό ρυθμό που λείπει από τα πολύβουα, και τις περισσότερες φορές χωρίς λόγο, μυθιστορήματα της Δύσης. Από τις εκδόσεις που περιμέναμε.
Στο μακρινό Ομάν
Μέσα από την ιστορία του τόπου της, του μακρινού Ομάν, ενός σουλτανάτου στη νοτιοανατολική ακτή της Αραβικής Χερσονήσου, η βραβευμένη με το περσινό Booker συγγραφέας ξεδιπλώνει έναν πολιτισμό πραγματικά συναρπαστικό, γεμάτο ποίηση και ομορφιά, κοινωνικές συγκρούσεις και οδύνη. Υπάρχουν φυσικά τα αδιέξοδα, αδιανόητα για τις κοινωνίες της Δύσης –ας μην ξεχνάμε ότι η δουλεία καταργήθηκε με νόμο στο Ομάν μόλις το 1970–, αλλά υπάρχουν και οι τρομεροί θρύλοι με τα τζίνι, οι ποιητικές αναφορές ή οι μυθικές μορφές, όπως η Σελήνη, που κατευθύνει τις ζωές των ηρώων μέσα από έναν μύθο που παραπέμπει κατευθείαν στον Πλάτωνα.
Πραγματικότητα, δοξασίες και προκαταλήψεις περιγράφονται μέσα από την ωραία πρόζα της συγγραφέως, η οποία, όπως επισημαίνει και η μεταφράστριά της στον σχετικό πρόλογο, «προσκαλεί τον αναγνώστη να περπατήσει στα χωριά και τις πόλεις, τους αμμόλοφους και τις οάσεις της ερήμου, μέσα στα σουκ και τις σκεπαστές αγορές, να μυρίσει μπαχάρια, λιβάνια και αρώματα, ευωδιαστά φυτά και βότανα, να μπει σε σπίτια-οχυρά των πλουσίων και καλύβια των φτωχών, να ακούσει παμπάλαιες αφηγήσεις για σκλάβους και δουλεμπόρους, να αφουγκραστεί τη διαφορετική, άγνωστη σχετικά, κουλτούρα του Ομάν. Κι επιθυμεί ακόμα να απλωθεί η χώρα της μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου, μιας και μας ξεναγεί τόσο όμορφα και παραστατικά, τόσο λυρικά και ποιητικά, σε έναν τόπο που ελάχιστα γνωρίζουμε».
Σπαρακτικές αφηγήσεις
Μαχαιριά στο στομάχι ή καλύτερα στο υπογάστριο της αμερικανικής κοινωνίας, που έχει θάψει στα αρχεία της ανάλογες ιστορίες ρατσισμού, στέλνοντας στη φυλακή ή στο εκτελεστικό απόσπασμα αμέτρητους έγχρωμους, είναι αυτό το συγκλονιστικό ανάγνωσμα που διαβάζεται ως ντοκουμέντο αλλά και ως σπαρακτική ακτινογραφία του ρατσισμού – ακόμα και ως πατρογονία. Πρόκειται για την πραγματική ιστορία της αθώωσης των δολοφόνων του Έμετ Τιλ με ουσιαστικό επιχείρημα ότι ο πατέρας του δολοφονηθέντος είχε καταδικαστεί κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για βιασμό.
Αλλά δεν είναι η μόνη περίπτωση εύκολης και άδικης καταδίκης, καθώς ήταν σύνηθες, χωρίς ξεκάθαρα αποδεικτικά στοιχεία και με μοναδική ένδειξη το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι ήταν μαύροι, τέκνα παράνομων ή άλλων, αντίστοιχα άδικα καταδικασμένων προγόνων, τα δικαστήρια να διαιωνίζουν τον φαύλο κύκλο της κοινωνικής και σωματικής εξόντωσης.
Αναλαμβάνοντας, επομένως, τον ρόλο του ερευνητή, ο Αφροαμερικανός συγγραφέας Τζον Έντγκαρ Γουάιντμαν ανασύρει από τα αρχεία άγνωστα στοιχεία της υπόθεσης, επισημαίνοντας προς τους αναγνώστες: «Για την περίπτωση που δεν το θυμάστε, σας θυμίζω ότι το 1955 ο Έμετ Τιλ, δεκατεσσάρων χρόνων, κι αυτός τότε, πήρε το τρένο από το Σικάγο για να πάει να δει κάποιους δικούς του στο Μισισίπι. Μερικές βδομάδες αργότερα ένα άλλο τρένο έφερε πίσω στο Σικάγο το πτώμα του. Ο Έμετ Λούις Τιλ δολοφονήθηκε επειδή ήταν έγχρωμος και υποτίθεται ότι είχε εκδηλώσει τον θαυμασμό του σε μια λευκή κυρία σφυρίζοντας».
Χωρίς να έχει σκοπό να εξωραΐσει την οικογενειακή ιστορία του Τιλ, ο συγγραφέας-αφηγητής σκάβει στα αρχεία μιας υπόθεσης ανασύροντας στοιχεία συγκλονιστικά, όχι μόνο για την αμερικανική κοινωνία, τις αρχές και τις προκαταλήψεις, αλλά και για την ίδια την αμλετική σχέση του πατέρα με τον γιο.
Oι «Πλάνητες» της Όλγκα Τοκάρτσουκ
«Η ιστορία των ταξιδιών μου δεν είναι παρά μια ιστορία ανεπάρκειας» γράφει με τόνο εξομολογητικό η Όλγκα Τοκάρτσουκ στην αρχή του πολυσυζητημένου –πολύ πριν πάρει το βραβείο Νόμπελ– βιβλίου της Πλάνητες που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Οι ίδιες εκδόσεις μάς είχαν χαρίσει και το συγκλονιστικό Αρχέγονο και άλλοι καιροί –και πάλι σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου–, το οποίο καθιέρωσε την Τοκάρτσουκ ως συγγραφέα και έδωσε το στίγμα της πολυεπίπεδης αφήγησης και των «μυθιστορημάτων-αστερισμών» που επιδιώκει να στήσει ως φωτεινά σήμαντρα στους πολυεπίπεδους λογοτεχνικούς κόσμους.
Άλλωστε, κάπως έτσι βλέπει τη λογοτεχνία και η ίδια: σαν αιώνια περιπλάνηση μεταξύ αφηγήσεων και εξερεύνησης, στοχασμών και εξομολογητικών εξάρσεων, ως ένα ατελείωτο ξεδίπλωμα από ατελεύτητες ιστορίες και σύμπαντα. Εξού και εν προκειμένω μπορούμε να περιπλανηθούμε στον 17ο αιώνα, για να δούμε την ανατομία ενός κόσμου αλλά και του κομμένου ποδιού του Ολλανδού Φίλιππου Φερχέιεν, στον 18ο αιώνα, όπου θα ακούσουμε την ιστορία ενός σκλάβου που τον ταρίχευσαν μετά θάνατον και τον έστειλαν στην Αυστρία, ενώ στον 19ο αιώνα αρκεί να ακολουθήσουμε το ταξίδι της καρδιάς του Σοπέν από το Παρίσι προς τη Βαρσοβία!
Φυσικά, δεν μπορούν να λείπουν οι περιπλανήσεις στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα, όλη αυτή η ατελείωτη διαδρομή ανάμεσα σε πλάσματα και καταστάσεις τις οποίες ορίζει η ίδια η συγγραφέας, κρατώντας τον μίτο της αφήγησης ως μοναδική Αριάδνη και ξετυλίγοντάς τον με τρόπο μαγικό.
Ταυτόχρονα, ορίζει και το δικό της μέτρο ως προσώπου και ως ιδανικής ταξιδιώτισσας που πάντοτε την παρακινούσε η περιέργεια: «Τα δικά μου συμπτώματα έγκεινται στο ότι με τραβάει οτιδήποτε είναι χαλασμένο, ατελές, σπασμένο, ραγισμένο. Με ενδιαφέρουν σε οποιαδήποτε μορφή τα λάθη της δημιουργίας, τα αδιέξοδα. Αυτό που έπρεπε να αναπτυχθεί, αλλά για κάποιον λόγο παρέμεινε ατελές, ή και το αντίθετο – το υπερβολικά ανεπτυγμένο. Καθετί που ξεφεύγει από τη νόρμα, καθετί που είναι πολύ μικρό ή πολύ μεγάλο, φουσκωμένο ή ατελές, τερατώδες και αποκρουστικό. Οι μορφές που δεν υπακούνε στη συμμετρία, που πολλαπλασιάζονται, αναπτύσσονται προς τα πλάγια, βλασταίνουν ή, αντιθέτως, συμπυκνώνουν τα πολλά σε ένα».
Η «Άννα, σορόρ...» της Γιουρσενάρ
Αυτό το αμυδρό φως που κάνει τα πρόσωπα να λάμπουν, το πάθος που δίνει ζωή στα χρώματα και στις ψυχές και σε στοιχειώνει μέχρι τον θάνατο, όλα αυτά είναι κρυμμένα στο αριστούργημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Άννα, σορόρ..., αλλά και στον πίνακα του Ελ Γκρέκο, στον οποίο παρέπεμπε ο αρχικός τίτλος του μυθιστορήματος, D' aprés Greco.
Γεμάτο μεταφυσικές δοξασίες και μια ανιμαλιστική πνοή που διατρέχει τα περισσότερα έργα της Γιουρσενάρ, από τις Φωτιές και τα Απομνημονεύματα του Αδριανού έως την Ηλέκτρα και τα Διηγήματα της Ανατολής, το Άννα, σορόρ... αφηγείται τον έρωτα ανάμεσα σε δύο αδέλφια στην αυλή του αντιβασιλέα της Νάπολης τον 16ο αιώνα. Η συγγραφέας δεν διστάζει έτσι να εξομολογηθεί και τον δικό της έρωτα προς τον αδελφό της, αλλά και την ίδια της τη μούσα, θέτοντας τα ερωτήματα για τους μεγάλους έρωτες που μας πιάνουν σαν μέγγενη και δεν μας αφήνουν ποτέ.
Τα αιώνια πάθη και τα μεγάλα βιβλία, όπως το Σορόρ, που ήταν από τα πρώτα που την καθόρισαν, παραμένουν, άλλωστε, άσβηστα: «Γεύτηκα για πρώτη φορά το υπέρτατο προνόμιο του μυθιστοριογράφου, το να χάνεσαι ολόκληρος μέσα στους χαρακτήρες σου ή να αφήνεις να σε στοιχειώνουν» γράφει η ίδια στο επίμετρο του βιβλίου.
Πώς, αλλιώς, θα μπορούσε να είναι η σχέση της με τους ίδιους της τους ήρωες αν όχι αιμομικτική, ποια είναι η ομοούσια δύναμη που την κατευθύνει προς τη γραφή, αν όχι η γραφή η ίδια; Ξεχωρίζει η πάντοτε υπέροχα κεντημένη γλώσσα της Γιουρσενάρ σε απόδοση Σπύρου Γιανναρά, που καθιστά το Σορόρ ένα από τα μεγάλα μυθιστορήματα της Γαλλοβελγίδας συγγραφέως.
Ο Ζορζ Περέκ στο Έλις Άιλαντ
Ποιος δεν ξέρει την περίφημη νήσο Έλις ή αλλιώς «νησί των δακρύων», όπου κατέφθαναν οι πολύπαθοι πρόσφυγες για να ελεγχθούν στο κέντρο υποδοχής που είχε στηθεί, ειρωνικώ τω τρόπω, υπό τη σκιά του Αγάλματος της Ελευθερίας; Αμέτρητα τα μυθιστορήματα, οι ταινίες οι αναφορές γι' αυτό το συμβολικό μέρος που έχασκε μεταξύ της απόγνωσης και της ελπίδας – ένα είδος καθαρτηρίου αμέτρητων ψυχών.
Ο πάντοτε ιδιοσυγκρασιακός δημιουργός Περέκ δεν θα μπορούσε να μην εκμεταλλευτεί έναν τέτοιον ανοιχτό τόπο αρχείου για να δημιουργήσει ένα βιβλίο μετα-μνήμης, γεμάτο από ιστορικές αναφορές, κοινωνικού τύπου μανιφεστικές διαπιστώσεις, ποιητικά ξεσπάσματα και το γνωστό ανοιχτό ουλιπικό παιχνίδι που στήνει σε κάθε του βιβλίο – μόνο που εδώ σκοπό έχει να ταρακουνήσει και να αφυπνίσει συνειδήσεις που αποφεύγουν ή αδιαφορούν στα κελεύσματα της μνήμης.
Σαν ένας άλλος παιγνιώδης Άμλετ, ο οποίος μιλάει με τα δικά του φαντάσματα, ή σαν ένας Εβραίος που δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μνήμη που κατατρέχει, στην προσωπική ιστορία του ο Περέκ ανακαλεί τις αμέτρητες λίστες των ανθρώπων που πέρασαν από αυτόν τον «μη-τόπο», βλέπει πίσω από αυτούς τους αριθμούς χωρίς πρόσωπο και δίχως ταυτότητα που θα έλεγε η Άρεντ, και αγγίζει αυτή την ανοιχτή πληγή που υπάρχει ακόμα σε έναν κόσμο που δεν έπαψε ποτέ να λειτουργεί εχθρικά και εκδικητικά προς τον πρόσφυγα. «Αλλά όχι, δεν ήταν ακόμα η Αμερική: μόνο μια προέκταση του πλοίου, ένα θρύψαλο της γηραιάς Ευρώπης, όπου τίποτα ακόμα δεν είχε κερδηθεί, όπου όσοι έφυγαν δεν είχαν φτάσει ακόμα, όπου όσοι άφησαν τα πάντα δεν είχαν τίποτα αποκτήσει ακόμα». Ψιλοβελονιά η μετάφραση του Κυριακίδη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
Το νέο τεύχος της LIFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ