Σαν σήμερα, στις 22 Ιουνίου 1837, γεννιέται ο Γερμανός αρχιτέκτονας Ερνέστος Τσίλλερ, που άφησε με το έργο του ουσιαστικό αποτύπωμα στην Αθήνα, αλλά και στον ελλαδικό χώρο γενικότερα. Η Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη, δρ Ιστορίας της Τέχνης και επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης (1984-2018), μίλησε στο LIFO.gr για το βιβλίο της «Αναμνήσεις του Ερνστ Τσίλλερ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Peak Publishing και περιλαμβάνει τις, για πολλά χρόνια χαμένες, ιδιόγραφες «Αναμνήσεις» του μεγάλου αρχιτέκτονα.
— Τι περιλαμβάνει το βιβλίο σας «Αναμνήσεις του Ερνστ Τσίλλερ», που μόλις κυκλοφόρησε; Μιλήστε μας για την περιπέτεια των «Αναμνήσεων» και την ανεύρεσή τους.
Αποκαλύπτει ένα ανέλπιστο εύρημά μου που έγινε στο μάλλον δυσπρόσιτο αρχείο καλλιτεχνών της Εθνικής Πινακοθήκης: Τις ιδιόγραφες «Αναμνήσεις» του 70χρονου πλέον αρχιτέκτονα και πολιτογραφημένου «Έλληνα» στη γερμανική γλώσσα, το εδώ και πολλά χρόνια περιζήτητο γερμανικό χειρόγραφο, διασωσμένο έστω σε μορφή φωτοαντιγράφου. Ένα τέτοιο εύρημα δεν μπορούσε παρά να κινητοποιήσει την καρδιά και την ψυχή κάθε παθιασμένου ερευνητή και να ζητά παντί τρόπω τη δημοσίευσή του.
Το εύρημα έγινε γύρω στο 2011 (λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης σχεδίων του Τσίλλερ στην Εθνική Πινακοθήκη που είχα οργανώσει και σχεδιάσει) και με μεγάλη καθυστέρηση έφθασε μόλις τον Φεβρουάριο του 2020 στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Τρεις μέρες μετά τη διάθεσή του στα βιβλιοπωλεία έγινε το lockdown, τα βιβλιοπωλεία έκλεισαν, όχι όμως και οι ηλεκτρονικές παραγγελίες. Αυτές μας έσωσαν για ένα καλό διάστημα, και μάλιστα σε μια περίοδο όπου ο κόσμος ζητούσε νέα αναγνώσματα.
Άλλωστε ο Τσίλλερ δεν είναι άγνωστος. Πρόκειται για τον πιο γνωστό στον τόπο μας αρχιτέκτονα του όψιμου 19ου αιώνα, ενώ οι ιδιόχειρες σημειώσεις πάνω σε γεγονότα μιας τόσο πολυκύμαντης σταδιοδρομίας ασκούν πάντα μια ακαταμάχητη γοητεία.
Ας μην αφήσω ασχολίαστη την αδιαφορία της Πρεσβείας της Γερμανίας να συμμετάσχει με οιονδήποτε τρόπο στην –αν μη τι άλλο– δίγλωσση έκδοση των «Αναμνήσεων» (ελληνικά-γερμανικά). Η σύγκριση με τα μορφωτικά τμήματα πρεσβειών άλλων χωρών είναι καταλυτική. Ας είναι, ευτυχώς, χάρη στις προσπάθειες αφοσιωμένων φίλων βρέθηκε εντέλει μια σημαντική χορηγία.
Από αρχιτέκτων-αρχαιολόγος και φίλος των γαλαζοαίματων της πρώτης του περιόδου, αναγνωρίστηκε ως ο «καλός Γερμανός» που είναι γελαστός, συμπαθής, έχει χιούμορ, παρατηρεί τα καλά και τα κακά της δημόσιας σφαίρας, ελίσσεται με τρόπο εντυπωσιακό και γίνεται γρήγορα ένας από εμάς. Ελληνοποιείται.
— Τι διαφορές εντοπίσατε ανάμεσα στην ελληνική εκδοχή τους, την οποία έγραψε η κόρη του αρχιτέκτονα, Ι. Δήμα Τσίλλερ, και στο πρωτότυπο χειρόγραφο; Ποιες νέες πληροφορίες αντλούμε σχετικά με το σκάνδαλο του Ζαππείου;
Μιλώντας για ελληνική εκδοχή των «Αναμνήσεων του Τσίλλερ» εννοούμε μία μάλλον αδέξια και με αρκετές παρανοήσεις μεταφορά του πρωτότυπου γερμανικού χειρογράφου στα ελληνικά από την κόρη Ιωσηφίνα Δήμα-Τσίλλερ, την οποία ορισμένοι πολύ παλαιότεροι μελετητές είχαν υπόψιν τους. Εννοείται πως η κόρη του Τσίλλερ και αξιόλογη ζωγράφος επιθυμούσε την έκδοση των «Αναμνήσεων» στα ελληνικά, γύρω στο 1939-40, με προφανή σκοπό την επαναφορά στη μνήμη των Αθηναίων κυρίως του σημαντικού ρόλου που έπαιξε στα αρχιτεκτονικά δεδομένα της πόλης ο πατέρας της.
Από τη στιγμή όμως που εντόπισα το γερμανικό πρωτότυπο μπόρεσα να συγκρίνω τις δύο εκδοχές και να διαπιστώσω ότι πράγματι η κόρη δεν μετέφερε στα ελληνικά την ταπείνωση που υπέστη ο πατέρας της και επιβλέπων αρχιτέκτων στο Εκθεσιακό Μέγαρο Ζάππειο (έργο του Θ. Χάνσεν) από την επιτροπή ανέγερσης. Ο Τσίλλερ γράφει στα γερμανικά πως ταλαιπωρήθηκε υλικά και ψυχικά επειδή είχε αρνηθεί να συμμετάσχει σε ένα σχέδιο υπεξαίρεσης και φθοράς της ευεργεσίας του Ζάππα στο οποίο θα μετείχαν ακόμη και μέλη της επιτροπής! Η ελληνική εκδοχή το παραλείπει, προφανώς επειδή η ανάμνηση του σκανδάλου θα δημιουργούσε εκ νέου ζητήματα, δεν αποκλείεται επίσης να βρίσκονταν ορισμένοι από τους υπαίτιους ακόμη εν ζωή.
— Πώς σκιαγραφείται η προσωπικότητα του Τσίλλερ μέσα από τις σημειώσεις του;
Ξεκινά την αφήγηση ως ένα ευτυχισμένο παιδί μεγαλωμένο σε μια οικογένεια εργολάβων και οικοδόμων, σε ένα επιτυχημένο γερμανικό βασίλειο, στη Σαξονία, κοντά στην ένδοξη πρωτεύουσα Δρέσδη, που μεγαλώνοντας δεν θέλει τίποτε άλλο παρά να γίνει χτίστης, όπως οι εργάτες του πατέρα του. Ακόμη και κατά τη φιλελεύθερη εξέγερση του 1848 τους ακολούθησε, αυτός και τα αδέλφια του, και μια από τις πολλές παιδικές του αταξίες θα ήταν να ρίξει πιστολιές στο κεφάλι του βασιλιά της Σαξονίας που ως φυγάς θα δραπέτευε με το τρένο.
Από παιδί λοιπόν, η αίσθηση της ελευθερίας του ήταν απαραίτητη, οι γονείς του έδωσαν όλα τα εφόδια για να πετύχει στην Αρχιτεκτονική, τόσο στα θεωρητικά μαθήματα όσο και στην πρακτική άσκηση. Η ταυτόχρονη εξειδίκευση στη δουλειά του εργοταξίου και η σωστή θεωρητική και καλλιτεχνική κατάρτιση στάθηκε αναμφίβολα ο σημαντικότερος παράγων επιτυχίας του εύστροφου και ικανότατου αυτού επαγγελματία της Τέχνης που είχε επιλέξει από μικρός.
Ήταν όμως και το «θέλημα της Μοίρας», όπως σημειώνει, να προσληφθεί σε κρίσιμη για την επαγγελματική του διαμόρφωση στο ατελιέ του διάσημου Θεόφιλου Χάνσεν στη Βιέννη και να ασχοληθεί με τις όψεις, κατόψεις και τομές της Ακαδημίας που θα έχτιζε ο μέντοράς του κατ' εντολή του Σίνα στην Αθήνα. Η εντιμότητά του δεν του επέτρεψε να αρνηθεί ποτέ το χρέος του απέναντι στον δάσκαλο που του έδωσε το πρώτο χρίσμα.
Ο Τσίλλερ ήξερε ότι ερχόμενος στην Αθήνα το 1861, εκτός από την επιστασία στην ανέγερση της Ακαδημίας, θα συμμετείχε στην ανοικοδόμηση μιας πρωτεύουσας με ιδιωτικά κυρίως μέγαρα –έναν ενδιαφέροντα νέο τύπο αστικής κατοικίας–, αφού για δημόσιες αναθέσεις θα υπήρχαν πολλών ειδών εμπόδια. Ένα από τα πρώτα του βήματα ήταν επομένως η γνωριμία με τον σχεδόν συνομήλικό του βασιλιά Γεώργιο και τους οικονομικά ισχυρούς που θα επένδυαν στη νέα πατρίδα. Και στα δύο αυτά πέτυχε κι ας ήταν τα ελληνικά του ανύπαρκτα αρχικά.
— Ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις του Τσίλλερ για την Αθήνα; H ματιά του για την ελληνική αστική τάξη, με την οποία συναναστράφηκε επί μακρόν, παρουσιάζει ενδιαφέρον;
Παραθέτω αυτούσια την παράγραφο της άφιξης στον Πειραιά στα μέσα Φεβρουαρίου του 1861: «Λίγες μέρες αργότερα φθάσαμε στον Πειραιά. Τα δέντρα που στον δρόμο για την Αθήνα είχα πάρει για γέρικες ιτιές, ήταν ελαιόδεντρα (ο Ελαιώνας). Καθόλου ευφρόσυνο ήταν το θέαμα που παρουσίαζε το νέο τμήμα της οδού Ερμού· δεξιά και αριστερά γκρεμισμένα σπίτια για τη διαπλάτυνση. Προχωρώντας πιο πάνω, προς το καφενείο "Η Ωραία Ελλάς", όπου στρίβοντας αριστερά ανεβήκαμε την οδό Αιόλου, τα πράγματα καλυτέρεψαν κάπως και έτσι φθάσαμε τελικά στο πανδοχείο "Βιτάλης", όπου καταλύσαμε. Εν ολίγοις, η Αθήνα μου φάνηκε σαν ένα μεγάλο χωριό».
Καθόλου περίεργη αντίδραση από κάποιον που έχει σπουδάσει στη Δρέσδη, έχει ταξιδέψει στην Πράγα και το Βερολίνο και έχει εργαστεί για μήνες στη αυτοκρατορική Βιέννη! Η ακαταστασία που επικρατούσε, ιδίως στο οδικό δίκτυο της πρωτεύουσας, με τα ελάχιστα –πλην του ανακτόρου, των κτιρίων που είχε χτίσει οι αδελφοί Χάνσεν, ο Σάουμπερτ, ο Κλεάνθης– ενδιαφέροντα κτίρια ήταν δεδομένη.
Ιδανικός εργοδότης απεδείχθη αργότερα, το 1872 ο βαθύπλουτος ανασκαφέας της Τροίας και των Μυκηνών, Ερρίκος Σλήμαν. Το ιδιωτικό του παλάτι στην οδό Πανεπιστημίου 12 –θα ζήλευαν οι αρχιτέκτονες-μάγοι της Βιτσέντζας και της Βενετίας (Palladio, Sansovino)– χάρισε στον Τσίλλερ την υπερτοπική του φήμη, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Μάνος Μπίρης: «Ξεπέρασε με το κτίριο αυτό τα όρια του όψιμου κλασικισμού, συνθέτοντας με δεξιοτεχνία το κράμα των μορφών της "Ελληνικής Αναγέννησης", στα πρότυπα που του εμφύσησε μέσα από τη βιεννέζικη δημιουργία του ο Θεόφιλος Χάνσεν».
Ευτυχώς είναι πάντα καταγεγραμμένα τα ονόματα των πελατών του στις μελέτες που εκπόνησε και σώζονται ατόφιες: Οι πελάτες πήγαιναν προς αυτόν και όχι εκείνος προς τους πελάτες, ειδικά στην περίοδο 1872-1885. Αναφέρονται οι οικογένειες Ψύχα, Συγγρού, Πεσμαζόγλου, Καλλιγά, Συριώτη-Εμπειρίκου, Σταθάτου, Μελά, Δέκοζη-Βούρου, Γουδή, και τόσων άλλων λιγότερο ευπόρων εμπόρων, ακόμη και ανερχόμενων μικροαστών.
— Είναι λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό πως ο Τσίλλερ πραγματοποίησε ανασκαφές στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Τι γράφει σχετικά;
Η εξαιρετική ακουαρέλα που είχα δείξει στην έκθεση το 2009 με την ιδεατή συνολική όψη του Παναθηναϊκού Σταδίου, όπως θα ήταν κατά την ολοκλήρωσή του τη ρωμαϊκή περίοδο, δεν γεννούν αμφιβολίες για την ερευνητική και ζωγραφική επιδεξιότητά του που αποτύπωσε τότε για πρώτη φορά. Αυτό που ήθελε να δείξει με την ανασκαφή του ήταν η ακριβής θέση του Σταδίου στο κοίλον της περιοχής του λόφου της Καλλιρρόης και του Ιλισού και να καταμετρήσει με ακρίβεια το μήκος και πλάτος της σφενδόνης.
Η ανακάλυψη των λειψάνων των μαρμάρινων κερκίδων των πρώτων σειρών, των διακοσμητικών τους στοιχείων (γλαύκες), μιας ερμαϊκής στήλης κ.ά. δομικών στοιχείων, φαίνεται πως εξόργισαν τους καθ' όλα άξιους Έλληνες αρχαιολόγους που έκαναν διαρκώς λανθασμένες εκτιμήσεις. Ο Τσίλλερ, μελετώντας το ανάγλυφο της περιοχής, αντελήφθη αμέσως πώς έπρεπε να γίνουν οι δοκιμαστικές τομές, ενώ προηγουμένως είχε φροντίσει να αγοράσει το «οικόπεδο» του Σταδίου που ήταν ιδιοκτησία του μεγαλοκτηματία Ι. Κόνιαρη για 2.000 δρχ. Αργότερα, όταν η περιέργειά του είχε ικανοποιηθεί, αποφάσισε να το πουλήσει στον βασιλιά Γεώργιο ούτως ώστε να ολοκληρωθεί η ανασκαφή από το Κράτος πλέον.
Ο Γεώργιος με τη σειρά του το δώρισε στην Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων. Είχα τη μεγάλη τύχη να βρω το συμβόλαιο και το τοπογραφικό της αγοράς του οικοπέδου στο Ιστορικό Αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και καταχάρηκα γι' αυτό. Στο βιβλίο θα δούμε αναπαραγωγές των λιθογραφημένων σχεδίων του από το δημοσίευμα σε γερμανικό περιοδικό αρχιτεκτονικής.
— Όπως σημειώνετε στην εισαγωγή, κυριολεκτικά επί του πιεστηρίου ενημερωθήκατε πως ο Τσίλλερ πέθανε στο Πτωχοκομείο. Πού οφείλεται η οικονομική καταστροφή του και πώς αυτή αποτυπώνεται στις σημειώσεις του αλλά και στα γράμματα των παιδιών του;
Γράφω επίσης ότι η αυτοβιογραφία είναι μια ισορροπημένη στη δομή της διαδικασία αποκάλυψης και απόκρυψης. Ο αυτοβιογραφούμενος ξέρει τι θα τον ωφελήσει (αν έχει την τύχη να βρίσκεται εν ζωή όταν κυκλοφορήσει εγκαίρως η γραφή του) ενώ αν έχει προλάβει να πεθάνει, έχει χάσει τον έλεγχο. Ο λόγος του Τσίλλερ στόχευσε στις αντιμετωπίσιμες δυσκολίες, που έμμεσα εκθειάζουν τον αυτοβιογραφούμενο, όταν δεν υποκύπτει.
Από τις χαρές πάλι δεν παρασύρθηκε. Ένα θέμα πάντως τόσο δυσάρεστο όπως είναι η χρεωκοπία από κακούς επιχειρηματικούς υπολογισμούς πλήττει την εικόνα ενός ατόμου με τέτοια καριέρα πίσω του. Όπως επίσης και το να πέσεις θύμα απάτης από επιδέξιους και γνώστες του είδους δεν είναι και ιδιαίτερα κολακευτικό. Η διάσωση των 5-6 επιστολών των θυγατέρων του που ενημερώνουν σε τακτά διαστήματα μετά το 1909 τις θείες στη Σαξονία, πληροφορούν για τις δυσκολίες στην καθημερινή τους ζωή και στην απότομη προσγείωση που υπέστησαν κοινωνικά, όταν η ίδια οικογένεια, λίγες δεκαετίες πριν υποδεχόταν στο «Πομπηιανό Σαλόνι» τους με το μεγάλο πιάνο για ρεσιτάλ διευθυντές αρχαιολογικών σχολών πρεσβευτές, ποιητές και λογοτέχνες.
Οι αποτυχημένες επενδυτικές δραστηριότητες του Τσίλλερ στον Πειραιά αρχικά και αργότερα στα περίχωρα της Αττικής για εκμετάλλευση ορυκτών, του κόστισαν την υποθήκευση του ημιτριώροφου μεγάρου στην οδό Μαυρομιχάλη και την μετατροπή του σε πανδοχείο κυριών που φρόντιζαν οι καλομαθημένες κόρες.
— Ο Τσίλλερ ήταν και παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής στην Ελλάδα – είναι χαρακτηριστικό ότι στην επαρχία αποδίδονται σε αυτόν ακόμα και κτίρια που δεν έχει σχεδιάσει. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Η δημοφιλία του ήταν πράγματι τεράστια. Μια από τις πρώτες του επιδιώξεις στην Αθήνα ήταν να ασχοληθεί με την αρχαιολογία και να δημοσιεύσεις σημαντικά ερευνητικά του συμπεράσματα για τον Παρθενώνα και το Παναθηναϊκό Στάδιο, όπως είδαμε παραπάνω. Η αρχαιοφιλία των Ελλήνων ένιωσε αμέσως συμπάθεια για τον νέο αρχιτέκτονα που αποφάσισε, όχι μόνο να διερευνήσει υπό νέα οπτική γωνία ανεξερεύνητα μνημεία της αρχαιότητας, αλλά να μείνει στον ίδιο τον τόπο τους, κάνοντας αμέσως τη διαφορά από τους πολλούς ερευνητές –ερασιτέχνες και μη– που έρχονταν και χάνονταν αμέσως σαν αποδημητικά πουλιά.
Από αρχιτέκτων-αρχαιολόγος και φίλος των γαλαζοαίματων της πρώτης του περιόδου, αναγνωρίστηκε ως ο «καλός Γερμανός» που είναι γελαστός, συμπαθής, έχει χιούμορ, παρατηρεί τα καλά και τα κακά της δημόσιας σφαίρας, ελίσσεται με τρόπο εντυπωσιακό και γίνεται γρήγορα ένας από εμάς. Ελληνοποιείται. Δεν κατηγορεί ποτέ τις αρρυθμίες που αντιμετωπίζει καθημερινά (όπως το θέμα των λήσταρχων που προστάτευε ο ιδιοκτήτης στο κτήμα του στο Τατόι και ήθελε επιπλέον να εξαπατήσει τον βασιλέα με ανακριβή τοπογραφικά που διέψευσε ο Τσίλλερ!), αντίθετα, τις βρίσκει διασκεδαστικές και προσφέρουν την απαραίτητη νότα ιλαρότητας στις «Αναμνήσεις».
Όσο για την απόδοση αξιόλογων κτιρίων στον Τσίλλερ και δεδομένης της τάσης μας προς μυθοποίηση, όταν παρουσίασα την έκθεση σχεδίων του το 2009-10, δεχόμουν καθημερινά ερωτήματα αν στο Κιάτο, στο Ναύπλιο, στην Αιδηψό, στη Σπάρτη, στην Καλαμάτα, στο Γύθειο, το τάδε νοσοκομείο, βιλίτσα, δημαρχείο είναι έργο Τσίλλερ: «Μα είναι τόσο όμορφο», μου έλεγαν θλιμμένα, όταν απαντούσα, δεν ξέρω, δεν είναι εύκολες οι αποδόσεις, αφήστε το προς το παρόν! Αυτό τα λέει όλα, κάτι τόσο ισορροπημένο, με τέλειο περίγραμμα, εξέχουσες λεπτομέρειες, δεν μπορεί παρά να είναι έργο Τσίλλερ.
— Ποιο θεωρείτε ότι είναι το «αποτύπωμα» του Τσίλλερ στον ελλαδικό χώρο;
Στον γερμανικό τουριστικό Baedecker το 1910, η Αθήνα αναφερόταν ως «μια από τις γοητευτικότερες πόλεις της Ανατολής», η ανοικοδόμηση της οποίας και η διάνοιξη φαρδιών δρόμων με αστικά μέγαρα υψηλής αισθητικής είχε ξεκινήσει τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Ελλείψει μεγάλων δημοσίων έργων, η μνημειακή αρχιτεκτονική επένδυσε σε ένα άλλο, νέο είδος, γνωστό στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις: αυτό του ιδιωτικού αστικού μεγάρου (hôtel particulier).
Η συνδρομή του Τσίλλερ στη διαμόρφωση της νέας αυτής αρχιτεκτονικής γλώσσας στον τόπο μας (με καταγωγή ανάλογα έργα του Χάνσεν στη Βιέννη) είναι, όπως ήδη είπα, τεράστια. Ένα άλλο είδος στο οποίο διέπρεψε είναι η αρχιτεκτονική θεάτρων (Δημοτικό Αθηνών, θέατρο Απόλλων στην Πάτρα, Φώσκολος στη Ζάκυνθο, Βασιλικό [Εθνικό] στην Αθήνα), στη ναοδομία, στην αρχιτεκτονική μουσείων. Διέπρεψε και στην εξωτερική διακόσμηση κτιρίων με σφυρήλατα κάγκελα, μπαλούστρα και πήλινες μορφές, αντίγραφα σπουδαίων αγαλμάτων, που τοποθετούσε στις στέψεις των κτιρίων του, και στα εσωτερικά με πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο.
Έκανε επίσης προτάσεις για νοσοκομεία και λουτρά σε ιαματικά κέντρα, συμμετείχε σε διαγωνισμούς για το Δικαστικό Μέγαρο της Αθήνας και το Υπουργείο των Οικονομικών που έμειναν πάντως στα χαρτιά. Δούλεψε και μελέτησε προβλήματα έξω από την ειδικότητά του, όπως το ζήτημα της αποχέτευσης πόλεων, της λίπανσης των αγρών (!), της υδροδότησης του λεκανοπεδίου με αποθηκευτικές κατασκευές, εμπνευσμένες από την αρχαιότητα (υδατοφράκτες), την απόκτηση ενέργειας από ανεμόμυλους, δημοσιεύματα που διαβάζουμε συστηματικά στην «Εστία». Λεπτομερείς βιβλιογραφικές αναφορές των δημοσιευμάτων αυτών θα βρείτε στο παράρτημα του βιβλίου μου, καθώς και καταγραφή του συνόλου των έργων του στο «Αρχείο Τσίλλερ» της Εθνικής Πινακοθήκης.
Επομένως άφησε ένα τεράστιο και ουσιαστικό αποτύπωμα στη χώρα από το οποίο επωφελήθηκαν πλείστοι όσοι αρχιτέκτονες και εργολάβοι – αντιγραφείς των ιδεών του τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα όσο και στα μικρότερα. Αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε, στην τέχνη, θέματα αυθεντικότητας είναι πια irrelevant, επειδή κάθε αναπαραγωγή είναι και ένα πρωτότυπο έργο, αφού και το πρότυπο είναι αναπαραγωγή ενός άλλου έργου. Έτσι η αντιγραφή στην αρχιτεκτονική, ιδίως στον τόπο μας, μόνο οφέλη μπορεί να κομίσει!
Τέτοια ήταν η αποδοχή του ταλέντου του αλλά και η διάχυση των επιτευγμάτων του σε μια εποχή κατά την οποία η Αρχιτεκτονική δεν διδάσκονταν παρά μόνο σε στρατιωτικές σχολές και από εμπειροτέχνες.
— Έχει αποτιμηθεί το έργο του Ερνέστου Τσίλλερ σε σύγκριση με το έργο των σύγχρονών του Ευρωπαίων αλλά και Ελλήνων αρχιτεκτόνων; Φαίνεται το βιβλίο να αναθερμαίνει το ενδιαφέρον γύρω από το πρόσωπό του;
Η ιστορικός της αρχιτεκτονικής Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ στο επίμετρό της θεωρεί ότι η προσέγγισή μας στον αρχιτέκτονα και η φήμη του στην ελληνική κοινωνία δεν απορρέει μόνο από τoν όγκο, την ποιότητα και την επιρροή του πολυσχιδούς έργου του ή από την επικοινωνιακή του ικανότητα που τον καταξίωσαν εν ζωή, όσο από το ότι ο Τσίλλερ ενσάρκωσε τα εκσυγχρονιστικά ιδεώδη των εύπορων αστών της εποχής του Γεωργίου Α' και αργότερα του Τρικούπη.
Δεν αποκλείει μάλιστα, με τη δίγλωσση, πλούσια εικονογραφημένη έκδοση της ιστορικής αυτής πηγής των «Αναμνήσεων» και τις εμπεριστατωμένες βιβλιογραφικές αναφορές, να γίνει δυνατή η κριτική προσέγγισή της από το ενδιαφερόμενο κοινό, τόσο το ελληνόφωνο, όσο και το γερμανόφωνο. Η έκδοση των «Αναμνήσεων» του Σάξονα αρχιτέκτονα που ρίζωσε στην Ελλάδα δεν προσθέτει μόνο νέα στοιχεία στα όσα είναι ήδη γνωστά. Προκαλεί δυνητικά το ενδιαφέρον των γερμανομαθών αλλά και άλλων ειδικών, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για τη συγκριτική θεώρηση του τσιλλερικού έργου στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ιστορίας.
— Πώς θα σχολιάζατε την αρχιτεκτονική «μοίρα» της Αθήνας;
Μετά την «εξάρθρωση» της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Αθήνας –όπως άλλωστε και της υπόλοιπης χώρας– μεταπολεμικά, οι συνέπειες της υποβάθμισης φάνηκε στις μέρες μας πως επηρέασε έναν αρκετά σημαντικό αριθμό πολιτών (ας μην υπεραισιοδοξούμε!) που έπαψαν να θεωρούν αυτονόητη την τραγική υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζουν και εργάζονται.
Η κρατική μέριμνα δεν κατάφερε να αντεπεξέλθει αποτελεσματικά στον ρόλο της, οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που αδιάντροπα εμφανίζονται ως «πολιτικές», επομένως έχει ήδη καταδικαστεί στη συνείδηση των περισσότερων από εμάς. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε να είναι παρήγορο το γεγονός ότι δυστυχώς εν πολλοίς έχει χαθεί η πίστη και αναζητείται ενημέρωση για τα επιτεύγματα και την αξία της Αρχιτεκτονικής ως Τέχνης – τα οποία σπανίως διδάσκονται.
Το ενδιαφέρον αυτό ανήκει σε μια νέα, αποδεκτή πολυτέλεια της όρασης: Μάθαμε, περπατώντας, να μην βλέπουμε μόνο κάτω (κι ας έχουν τα πεζοδρόμια τα χάλια τους) αλλά να σηκώνουμε το κεφάλι και προς τα πάνω και γύρω. Για το καλό και για το κακό που θα αντικρίσουμε.
Τολμώ να πω πως γίνεται ένα καινούργιο trend με trendsetters όσους διασώστες επιθυμούν νέες αναγνώσεις παρμένες μέσα από κρυμμένες πηγές, σαν νέα σωσίβια με τη βοήθεια των οποίων θα επιπλεύσουμε μέχρι να ευοδωθούν οι ελπίδες μας για ένα άρτια δομημένο περιβάλλον αφού πρώτα αποφασίσει η Πολιτεία να εφαρμόσει τους νόμους που η ίδια καθιέρωσε παλιά. Είναι ένα αργό ταξίδι που –όπως φαίνεται– αξίζει να σχεδιαστεί μακροπρόθεσμα όσο καλύτερα γίνεται.
Όπως ανέφερε πρόσφατα ο καθηγητής ΕΜΠ Μάνος Μπίρης, ο εξαιρετικός ερευνητής και από δεκαετίες μάχιμος υπερασπιστής των «διατηρητέων» που απαξιώνονται συστηματικά (επιστρέφουν στη φύση από την οποία προήλθαν αλλά δυστυχώς ως ερείπια μετά από πυρκαγιές): «Στη Ρώμη χρησιμοποιούν τα παραδοσιακά σπίτια τους ηλικίας 400 ετών, ενώ εμείς χάνουμε τα δικά μας των 100 ή 150 ετών».
Ο όρος «τεχνητή αποσάθρωση» των διατηρητέων που διατυπώνει, μόνο άγνοια δεν εκφράζει, που θα καταλήξει στην επιθυμητή παρακμή και ερείπωση. Θα ξανάβλεπε ο Τσίλλερ στη σημερινή Αθήνα ένα μεγάλο χωριό, με μηδαμινό ιστορικό υπόβαθρο, εγκαταλειμμένα ιστορικά κτίρια στο κέντρο, με άτακτη πολεοδομία, κάκιστη οδοποιία και φραγμένες αρτηρίες κυκλοφορίας;
σχόλια