Στις 20 Ιουλίου 1766 γεννήθηκε στο Μπλούμχολ της κομητείας Φάιφ της Σκωτίας ο Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Έλγιν και 11ος κόμης του Κινκάρντιν, ο γνωστός σε όλους μας λόρδος Έλγιν.
Η προσωπική του πορεία θα διασταυρωθεί με την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά όταν, το 1799, διορίζεται πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη.
Μόλις έχει παντρευτεί τη Μαίρη Νίσμπετ και της έχει υποσχεθεί ως γαμήλιο δώρο μια υπέροχη έπαυλη. Η αγάπη του για την ελληνική τέχνη και αρχιτεκτονική, οι οποίες την εποχή εκείνη βρίσκονται, όπως και καθετί ελληνικό, στο επίκεντρο της προσοχής, είναι ο λόγος που αποφασίζει να προσλάβει τον αρχιτέκτονα Thomas Harrison για να σχεδιάσει ένα αρχοντικό, το Broom Hall, σε κλασικό ελληνικό ύφος.
Το φιρμάνι με την περίφημη φράση «μερικά κομμάτια πέτρας», η οποία υποτίθεται ότι έδινε την άδεια στον λόρδο Έλγιν να «ξηλώσει» από την Ακρόπολη –πρωτίστως από τον Παρθενώνα– οτιδήποτε τον ενδιέφερε, σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα φαίνεται πως δεν υπήρξε ποτέ.
Η Μελίνα Μερκούρη, μιλώντας το 1986 στον Σύλλογο Φοιτητών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, την Oxford Union, περιγράφει γλαφυρά τη συνέχεια: «Ο αρχιτέκτονάς του τού μιλάει για τα θαύματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής και του λέει πως θα ήταν θαυμάσια ιδέα να κάνει αντίγραφα των πραγματικών έργων στην Αθήνα. "Θαυμάσιο, πράγματι"» λέει ο Έλγιν.
Αρχίζει να συγκροτεί μια ομάδα ανθρώπων που θα μπορούσαν να κάνουν αρχιτεκτονικά σχέδια, με επικεφαλής έναν ικανό ζωγράφο που δεν ήταν άλλος από τον Ιταλό Giovanni Lusieri. Εφημέριος της ομάδας ήταν ο αιδεσιμότατος Philip Hunt. Δεν θα μιλήσω με πολύ σεβασμό γι' αυτόν. Αν είχα να εξαιρέσω τον λόρδο Έλγιν, ο αρχιαπατεώνας στην υπόθεση, όπως τη βλέπω, ήταν ο αιδεσιμότατος Hunt. (...)
Ας στραφούμε τώρα στην Ελλάδα. Την Ελλάδα εκείνη που για 400 τόσα χρόνια βρίσκεται κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Η ομάδα των καλλιτεχνών του Έλγιν φθάνει στην Αθήνα. Οι Τούρκοι έχουν ορίσει δύο κυβερνήσεις, μία πολιτική και μία στρατιωτική.
Πολλά έχουν ειπωθεί και συνεχίζονται να λέγονται για το πόσο λίγο ενδιαφέρον εκδήλωναν οι Τούρκοι για τους θησαυρούς της Ακρόπολης. Εντούτοις, χρειάστηκαν 6 μήνες για να επιτραπεί η είσοδος στην ομάδα του Έλγιν. Αλλά τα κατάφεραν με 5 λίρες στο χέρι του στρατιωτικού κυβερνήτη για κάθε επίσκεψη. Αυτό εγκαινίασε μια διαδικασία δωροδοκίας και διαφθοράς των αξιωματικών που δεν θα σταματούσε μέχρι να συσκευαστούν και να φορτωθούν τα μάρμαρα για την Αγγλία.
Όμως, όταν στήθηκαν οι σκαλωσιές και τα αντίγραφα ήταν έτοιμα να γίνουν, ξαφνικά έφθασαν φήμες για προετοιμασία στρατιωτικής δράσης των Γάλλων. Ο Τούρκος κυβερνήτης διέταξε την ομάδα του Έλγιν να κατέβει από την Ακρόπολη. Με 5 λίρες την επίσκεψη ή όχι, η πρόσβαση στην Ακρόπολη ήταν απαγορευμένη. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να τους επιτραπεί η είσοδος ξανά: να χρησιμοποιήσει ο Έλγιν την επιρροή του πάνω στον Σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη και να αποσπάσει ένα έγγραφο που θα διέταζε τις αρχές των Αθηνών να επιτρέψουν τη συνέχιση των εργασιών.
Ο αιδεσιμότατος Hunt πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη να συναντήσει τον λόρδο Έλγιν. Ζητά στο έγγραφο να αναφέρεται ότι οι καλλιτέχνες –παρακαλώ, προσέξτε το αυτό– είναι αποκλειστικά στην υπηρεσία του Βρετανού πρεσβευτή. Ο Έλγιν επισκέπτεται τον Σουλτάνο και αποσπά το φιρμάνι. Το κείμενο του εγγράφου είναι μάλλον ύπουλα συντεταγμένο».
Ας δούμε, αρχικά, ποιο ήταν το «ύπουλο» σημείο που αναφέρει η Μελίνα Μερκούρη: «Αφού, λοιπόν, εκπληρωθούν τα όσα επιβάλλει η φιλοξενία και γίνουν δεκτοί με το πρέποντα τρόπο οι προαναφερθέντες καλλιτέχνες, σύμφωνα με τη σημαντική αίτηση του προαναφερθέντος πρεσβευτή και επειδή είναι υποχρέωση για μας να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα βρουν κανένα εμπόδιο περπατώντας, παρατηρώντας ή μελετώντας τα γλυπτά και τα κτίρια που θέλουν να σχεδιάσουν και να αντιγράψουν. Και σε οποιαδήποτε από τις εργασίες τους, ίδρυση ικριώματος ή χρησιμοποίηση διαφόρων εργαλείων.
Η επιθυμία μας είναι μόλις φτάσει το γράμμα αυτό να χρησιμοποιήσεις όλη σου την επιμέλεια για να ενεργήσεις σύμφωνα με τις επιδιώξεις του πρεσβευτή για όσον καιρό οι προαναφερθέντες καλλιτέχνες που μένουν σε αυτό το μέρος θα μπαίνουν και θα βγαίνουν στο φρούριο των Αθηνών, που είναι ο τόπος της μελέτης (...)
Να μην ενοχληθούν από τον προαναφερθέντα Διασδάρη ή από άλλα άτομα ούτε από σένα, στον οποίο απευθύνεται αυτό το γράμμα. Και κανένας να μην αναμειχθεί με τα ικριώματα ή τα εργαλεία τους ούτε να τους εμποδίσει να πάρουν μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά (qualque pezzi di pietra)». (Απόσπασμα από την επίσημη μετάφραση του οθωμανικού φιρμανιού στα ελληνικά, όπως αυτή έχει δημοσιευτεί στο ενημερωτικό δελτίο των εταίρων της Αρχαιολογικής Εταιρείας.)
Το φιρμάνι με την περίφημη φράση «μερικά κομμάτια πέτρας», η οποία υποτίθεται ότι έδινε την άδεια στον λόρδο Έλγιν να «ξηλώσει» από την Ακρόπολη –πρωτίστως από τον Παρθενώνα– οτιδήποτε τον ενδιέφερε, σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα φαίνεται πως δεν υπήρξε ποτέ.
Διαχρονικά, το Βρετανικό Μουσείο, όπως και ο ίδιος ο Έλγιν κατά το παρελθόν, επικαλούνταν το φιρμάνι του Σουλτάνου Σελίμ Γ' και αντ' αυτού παρουσίαζαν τη μεταγενέστερη μετάφραση στα ιταλικά μιας επιστολής από τον Καϊμακάμ Πασά Σεγίντ Αμπντουλάχ, αντικαταστάτη του Μεγάλου Βεζίρη Γιουσούφ Γιζά Πασά στην Κωνσταντινούπολη.
Η καθηγήτρια Ζεϊνέπ Αϊγκάν του Πανεπιστημίου Μιμάρ Σινάν και ο Ορχάν Σακίν, ειδικός στα οθωμανικά αρχεία, ανακοίνωσαν τον Μάρτιο του 2019 πως μετά από έρευνα διαπίστωσαν ότι δεν υπάρχει το περίφημο φιρμάνι, παρά μόνο μια επιστολή που τοποθετείται από τις 27 Ιουνίου έως τις 7 Ιουλίου 1801, με την οποία δίνεται άδεια για να επισκεφτούν οι συνεργάτες του Έλγιν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
«Όλα τα φιρμάνια ήταν γραμμένα σε ένα ειδικό βιβλίο. Το περιεχόμενό τους ήταν επίσης γραμμένο σ' αυτό. Πρώτα απ' όλα, αυτό δεν ήταν φιρμάνι. Το φιρμάνι θα μπορούσε να υπογραφεί μόνο από τον Σουλτάνο, όχι από τον πασά. Υπήρχε μόνο άδεια για επίσκεψη» εξηγεί ο Ορχάν Σακίν.
Αυτό φαίνεται πως δεν εμπόδισε τον λόρδο Έλγιν που, χρησιμοποιώντας τη φιλική επιστολή του Καϊμακάμ Πασά, η οποία επέτρεπε τη μεταφορά εκμαγείων από τα γλυπτά, χωρίς όμως να προκληθεί ζημιά στα μνημεία, αλλά και δωροδοκώντας τους Τούρκους αξιωματούχους, λεηλάτησε τον Παρθενώνα προκαλώντας σημαντικές ζημιές στα γλυπτά και το ίδιο το μνημείο.
Από το 1801 έως το 1803 τα συνεργεία του απέσπασαν περίπου το ήμισυ του σωζόμενου γλυπτού διάκοσμου του Παρθενώνα, μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως ένα κιονόκρανο και έναν σπόνδυλο από κίονα.
Γράφει ο Σατωβριάνδος:
«Θέλησε ν' αρπάξει τα ανάγλυφα του διαζώματος. Και για να τα καταφέρει χρησιμοποίησε Τούρκους εργάτες που στην αρχή σπάσαν το επιστύλιο, γκρέμισαν τα κιονόκρανα και ύστερα, αντί να βγάλουν τις μετώπες από τις εγκοπές τους, οι βάρβαροι αυτοί βρήκαν πως θα τελείωναν πιο γρήγορα σπάζοντας την κορωνίδα. Από τον ναό του Ερεχθείου πήρανε τη γωνιαία κολόνα. Έτσι, σήμερα, ολόκληρο το επιστύλιο έχει ανάγκη να στηριχθεί σε μια πέτρινη κολόνα, για να μην πέσει σε ερείπια». («Οδοιπορικό - Η Ελλάδα του 1806. Από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ», πρόλογος-μετάφραση Α. Καραντώνη, Αθήνα 1979)
Στην περιοδική έκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου «Δι' αυτά πολεμήσαμεν... Αρχαιότητες και Ελληνική Επανάσταση» αναδεικνύεται άλλο ένα, μάλλον άγνωστο πεδίο «δράσης» του Έλγιν, ο αρχαιολογικός χώρος των Μυκηνών.
«Ο λόρδος Έλγιν με τη σύζυγό του Μαρία Nisbet του Dirleton επισκέφθηκαν τις Μυκήνες στις 6 Μαΐου 1802. Η Lady Elgin περιέγραψε την εμπειρία της ως μια σπάνια και συναρπαστική περιπέτεια, κατά την οποία αναγκάστηκε να "μπουσουλήσει στα τέσσερα" για να εισέλθει στον "Τάφο του Αγαμέμνονα ή Θησαυρό των Βασιλέων των Μυκηνών".
Λίγες μέρες αργότερα, ο Έλγιν ζήτησε από τον Θεοδωράκη Βλασσόπουλο, προύχοντα και μπερατλή (πρόξενο) των Βρετανών στο Άργος, να ανασκάψει για λογαριασμό του τον Θησαυρό του Ατρέα, εργασία για την οποία του έδωσε 655 γρόσια ως αμοιβή. Ο Βλασσόπουλος κατέσκαψε χωρίς καμία μέθοδο το μνημείο από τις 8 ως τις 12 Μαΐου, όπου εντόπισε θραύσματα αγγείων, χάλκινα καρφιά και πολλά λίθινα ανάγλυφα που προέρχονταν από τη διακόσμηση της πρόσοψης.
Το σύνολο σχεδόν των ευρημάτων αποσπάστηκε από το Θησαυρό και μεταφέρθηκε χωρίς επίσημη άδεια στην Αγγλία από κοινού με τα γλυπτά του Παρθενώνα. Όσα θραύσματα δεν χάθηκαν στην πορεία των χρόνων κατέληξαν στο Βρετανικό Μουσείο» αναφέρει ο ιστορικός και αρχαιολόγος και επιμελητής αρχαιοτήτων στην Προϊστορική Συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Κώστας Πασχαλίδης.
Τα «λάφυρα» του λόρδου Έλγιν από την Ακρόπολη, τις Μυκήνες αλλά και από την Αίγινα, την Ελευσίνα, τους Δελφούς, τη Νεμέα και την Τίρυνθα θα γεμίσουν δεκάδες κιβώτια και θα μεταφερθούν μετά κόπων και βασάνων διά θαλάσσης στη Βρετανία. Ο «Μέντωρ», μία από τις φρεγάτες που χρησιμοποιήθηκαν, θα βυθιστεί νοτιοδυτικά των Κυθήρων, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα. Ο λόρδος δεν θα αφήσει τα 17 πολύτιμα κιβώτια στην τύχη τους: επιστρατεύει τους καλύτερους Καλύμνιους βουτηχτές και μετά από τρία χρόνια και μεγάλη οικονομική αιμορραγία θα φέρει το φορτίο στην επιφάνεια.
Τα πρώτα κιβώτια θα φτάσουν στο Λονδίνο το 1804, όπου και θα παραμείνουν σε αποθήκες, εκτεθειμένα στην υγρασία, καθώς ο Έλγιν κρατήθηκε αιχμάλωτος στη Γαλλία, όταν παραβιάστηκε η Συνθήκη της Αμιένης, με αποτέλεσμα να επιστρέψει το 1806. Οικονομικά κατεστραμμένος, θα προκαλέσει σκάνδαλο κατηγορώντας τη σύζυγό του για μοιχεία και απαιτώντας από τον εραστή της αποζημίωση.
Τα μάρμαρα καταλήγουν στην καρβουναποθήκη του σπιτιού του και εκτίθενται κάτω από άθλιες συνθήκες. Ο ζωγράφος B. Haydon, που επισκέφτηκε τα Γλυπτά το 1807, αναφέρει: «Μπήκαμε σε έναν υγρό, βρόμικο χώρο, όπου κείτονταν τα μάρμαρα σε απόσταση τέτοια που όχι μόνο μπορούσαμε να τα δούμε αλλά και να τα πιάσουμε».
Ο Έλγιν θα καταφέρει να πάρει διαζύγιο με ειδική νομοθετική πράξη της Βουλής των Λόρδων και θα ξαναπαντρευτεί το 1810 με την Ελίζαμπεθ Τάουνσεντ, αν και είναι παραμορφωμένος από τη σύφιλη που τον βασάνιζε από νεαρή ηλικία. Μη έχοντας άλλη λύση, αναγκάζεται να πουλήσει τα ήδη υποθηκευμένα από το βρετανικό κράτος γλυπτά για μόλις 35.000 αγγλικές λίρες, το ήμισυ του ποσού που είχε ξοδέψει για την απόκτησή τους.
Στο διάταγμα που ψήφισε η αγγλική κυβέρνηση για την αγορά των αρχαίων και δημοσιεύτηκε την 1η Ιουνίου του 1916 συναντάμε την εξήγηση για την ονομασία «Ελγίνεια Μάρμαρα» και τους όρους με τους οποίους αυτά δόθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο: «Ο ανωτέρω αναφερόμενος λόρδος συμφώνησε να πωλήσει τα αυτά [Μάρμαρα] στο ποσό των ₤35.000 με τον όρο ότι όλη η παραπάνω αναφερόμενη συλλογή θα κρατείται αδιαχώριστη στο Βρετανικό Μουσείο και ανοικτή για επιθεώρηση και θα ονομάζεται "Ελγίνεια Μάρμαρα"». Επιπλέον, διαβάζουμε ότι «ο ανωτέρω αναφερόμενος λόρδος και κάθε πρόσωπο που θα αποκτά τον τίτλο του Έλγιν θα πρέπει να προστίθεται στους επιτρόπους του μουσείου».
Αξίζει να σημειωθεί ότι της απόφασης είχε προηγηθεί η ανάθεση σε εξεταστική επιτροπή της μελέτης των στοιχείων της υπόθεσης και τα πορίσματά της τέθηκαν υπόψη του Βρετανικού Κοινοβουλίου. Αν και η αγορά των γλυπτών εν τέλει αποφασίστηκε με ψήφους 82 υπέρ και 30 κατά, υπήρξαν και εκείνοι που μίλησαν για κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του Έλγιν, ενώ ακούστηκαν οι πρώτες φωνές υπέρ της επιστροφής των γλυπτών στην Ελλάδα.
Εκτός Κοινοβουλίου, πολλοί ήταν εκείνοι που κατηγόρησαν τον Έλγιν ως αρχαιοκάπηλο και βάνδαλο – ανάμεσά τους ο Σατωβριάνδος, οι περιηγητές Έντουαρντ Ντόντγουελ, Φρειδερίκος Ντάγκλας και Έντουαρντ Ντάνιελ Κλαρκ, ο ποιητής Οράτιος Σμιθ και ο σερ Τζον Χόμπχαουζ.
Εκείνος, όμως, που τον σατίρισε ανελέητα με τα ποιήματά του «Τσάιλντ Χάρολντ» και «Κατάρα της Αθηνάς» ήταν ο λόρδος Βύρωνας:
... Και στο τέλος, μεσ' στο τόσο το ανώνυμο το πλήθος,
θα βρεθεί κάποιος διαβάτης που θα έχει λίγο ήθος·
λυπημένος, βλέποντάς τα, άφωνος θ' αγανακτήσει,
θα θαυμάσει τα κλεμμένα, μα τον κλέφτη θα μισήσει.
Ω, καταραμένη να 'ναι η ζωή του και ο τάφος,
και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος!
Τ' όνομά του η Ιστορία δίπλα σε 'κείνου θα γράψει
του τρελού, που της Εφέσου το ναό 'χε κατακάψει.
Κι η κατάρα μου πιο πέρα κι απ' τον τάφο του να πάει
Ο Ηρόστρατος κι ο Έλγιν σε σελίδες παραμένουν
που είναι στιγματισμένες και με στίχους όπου καίνε·
έτσι πάντα είναι γραμμένοι και οι δυο καταραμένοι,
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ' τον πρώτο θ' απομένει...
[«Κατάρα της Αθηνάς», μετάφραση: Πάνος Καραγιώργος]
Ο λόρδος Έλγιν πέθανε φτωχός, απαξιωμένος και προσπαθώντας να ξεφύγει από τους δανειστές του στις 14 Νοεμβρίου του 1841 στο Παρίσι.