Δεν ξέρω τι έχουν πάθει οι Ιρλανδοί συγγραφείς, από τον Κόλμ Τόιμπιν μέχρι τον Σεμπάστιαν Μπάρι, και με πηγαίνουν συνέχεια τσάρκα στο παρελθόν. Είχα, όμως, μεγάλη ανάγκη από ένα μυθιστόρημα που να μου δείξει τη ζωή στο σήμερα. Ή, έστω, στο πολύ κοντινό μας χθες. Τότε που το «ιρλανδικό θαύμα» μας έκανε και σκάγαμε από τη ζήλια μας. Πριν σκάσει η φούσκα της «ανάπτυξης» και προσγειωθούμε αμφότεροι οι λαοί στα ελλείμματα, στις λιτότητες σκαι την ανασφάλεια.
Και, τι περίεργο. Το βρήκα εκεί που δεν το περίμενα. Από την πένα της 50χρονης Ανν Ενράιτ. Όταν πήρε το 2007 το Βραβείο Booker, και επιτέλους τη γνωρίσαμε εμείς αλλά και οι Αγγλοσάξωνες, ήταν με τη Συγκέντρωση, ένα μαύρο, δυσάρεστο, σκληρό και τολμηρό βιβλίο για μια δυσλειτουργική (έτσι δεν τις λέμε;) οικογένεια. Παιδεραστία, αυτοκτονία, αλκοολισμός, βία, αποξένωση. Έχει αποδειχτεί πως μετά το Booker δύσκολα γράφεις ένα εξίσου καλό βιβλίο. Η Ενράιτ, πάντως, τα κατάφερε, κάνοντας στροφή 180 μοιρών.
Το Ξεχασμένο Βαλς, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, είναι η ιστορία ενός παθιασμένου παράνομου έρωτα ανάμεσα σε δύο παντρεμένους, την Τζίνα και τον Σον, μέσα από τα μάτια της γυναίκας. Και δεν είναι μόνο το θέμα, είναι και η γραφή, πιο απλή, άμεση, ελαφριά θα ’λεγα. Είναι και ο περίγυρος. Καλοζωισμένοι αστοί, με λεφτά, εξοχικά σπίτια, ρούχα Μιγιάκε, ταξίδια στο εξωτερικό…
Η Ανν Ενράιτ δεν έχει κανένα πρόβλημα να παραδεχτεί πως το Ξεχασμένο Βαλς ήταν ηθελημένα στον αντίποδα της Συγκέντρωσης. Μου εξηγεί από το Δουβλίνο, όπου ζει σε μια ευτυχισμένη οικογένεια, με δυο παιδιά και τον «υπέροχο πατέρα τους»: «Μετά την επιτυχία του Booker, ταξιδεύοντας για την προώθηση του βιβλίου ανά τον κόσμο, συνάντησα πολλούς αναγνώστες μου. Και θέλησα να γράψω κάτι που θα τους έδινε ευχαρίστηση, που περισσότερο θα το αγαπούσαν παρά θα το θαύμαζαν. Πάντα, άλλωστε, ήθελα να δοκιμάσω ένα απλό αφήγημα και αυτή ήταν η ευκαιρία μου. Για πρώτη, επίσης, φορά στη ζωή μου ένιωσα την ανάγκη να γράψω μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος και πολύ τη διασκέδασα την πειθαρχία που απαιτεί».
Μέχρι εκεί, όμως. Γιατί, σύμφωνα με την Ενράιτ, τα δυο μυθιστορήματα έχουν κι ένα κοινό σημείο. «Αμφισβητούν και τα δύο την άποψη της αφηγήτριας, θέτουν ερωτήσεις πάνω στην αλήθειά της, αποδεικνύουν τα όριά της». Η Συγκέντρωση κοιτάει προς τα μέσα, βάζοντας σε δοκιμασία κι έλεγχο τα σημεία εκείνα στα οποία η μνήμη ξεθωριάζει και μετατρέπεται σε φαντασία και «ιστορία». Το Ξεχασμένο Βαλς κοιτάει προς τα έξω, με σκοπό να προχωρήσει από τον εγωκεντρισμό στην κατανόηση του άλλου, από το «εγώ αγαπώ» στην ίδια την «αγάπη».
Ένα βιβλίο για την ερωτική επιθυμία, αλλά γιατί την παράνομη;
Δεν βρίσκετε ότι είναι πολύ πιο διασκεδαστική;
Η ηρωίδα σας, η Τζίνα, όσο τρελά ερωτευμένη και αν είναι με τον Σον, μπορεί την ίδια στιγμή να διακρίνει τα προβλήματα και τα όρια της σχέσης τους. Είναι, άραγε, μια τυπική σύγχρονη νέα γυναίκα;
Δεν ξέρω πόσο αντιπροσωπευτική είναι. Μην ξεχνάτε ότι η ιστορία τους εκτυλίσσεται στη διάρκεια του «μπουμ» της ιρλανδικής οικονομίας. Έτσι, η ερωτική της επιθυμία μοιάζει λίγο με τη βουλιμία για σπίτια, ακριβές τσάντες και κατανάλωση που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή. Αλλά λίγο μόνο. Κανένας συγγραφέας δεν μπορεί να ζουλήξει, να περιορίσει την καρδιά του ήρωά του για να την ταιριάξει στο θέμα του βιβλίου. Υπάρχει ένα όριο.
Κεντρικό ρόλο στη σχέση παίζει η μικρή κόρη του εραστή. Της ανήκει ακόμα και η τελευταία σκηνή του βιβλίου.
Δεν με ενδιέφερε να δώσω κάποιου είδους συζυγικές και γονεϊκές συμβουλές. Στο τέλος, όμως, του βιβλίου η Τζίνα υποχρεώνεται ν’ ακούσει το παιδί του εραστή της, να παραδεχτεί ότι είναι κι αυτό ένα πρόσωπο με τα δικά του δικαιώματα.
Τι είδους γυναίκες σας ενδιαφέρουν, σας τραβάνε για να γίνουν ηρωίδες σας;
Όλοι οι γυναικείοι χαρακτήρες μου ένα πρόβλημα έχουν και αυτό είναι το θέμα του βιβλίου. Το πρόβλημα της Τζίνα είναι η αγάπη, και από εκεί ξεκινάω κι εγώ τη δουλειά μου. Η εμφάνισή της, το πώς ντύνεται, το αν αρέσει στους άλλους σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο, όλα αυτά έρχονται αργότερα. Στα πρώτα στάδια γραφής δουλεύω σκληρά πάνω στη φωνή της ηρωίδας μου, για να της δώσω ευελιξία και ζωντάνια. Γνωρίζω πολλά για το συναισθηματικό ταξίδι που θα κάνει στις σελίδες μου, αλλά πρέπει να βρω και το ιδιαίτερο ύφος της, την ευφυΐα της. Δεν έχω κανένα λόγο να περάσω χρόνια παρέα μ’ έναν ηλίθιο αφηγητή».
Ήταν στις προθέσεις σας η λογοτεχνική εκμετάλλευση του «ιρλανδικού θαύματος»; Βλέπατε το τέλος του να έρχεται, με μια κριτική, ίσως, ματιά πάνω στην άκρατη κατανάλωση;
Τα τελευταία χρόνια της οικονομικής άνθισης είχαμε όλοι μας την αίσθηση ότι βρισκόμασταν σ’ έναν κόσμο φανταστικό. Σας διαβεβαιώ ότι δύσκολα γράφεις ένα μυθιστόρημα για μια χώρα που ζει το δικό της. Και, ναι, έβλεπα το τέλος να έρχεται, αλλά καθόλου δεν χαιρόμουν. Μου αρέσει, ξέρετε, να καταναλώνω, να κάνω ταξίδια. Και δεν νομίζω ότι είμαι γι’ αυτόν το λόγο κακός ή ηλίθιος άνθρωπος.
Πώς είναι σήμερα τα πράγματα;
Κάθε Ιανουάριο, τα τελευταία τρία χρόνια, όσοι Ιρλανδοί έχουν ακόμα δουλειά βλέπουν τα λεφτά που φέρνουν στο σπίτι να μειώνονται κι άλλο, λόγω της αύξησης των φόρων. Το κέντρο του Δουβλίνου είναι έρημο, δεν υπάρχει πια κυκλοφοριακό χάος. Η χώρα έχει, βέβαια, κρυμμένο πλούτο, αλλά δεν τον βλέπεις στους δρόμους. Όλα έχουν αφανιστεί. Ο κόσμος είναι θυμωμένος, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχει και μια εντυπωσιακή τάση παραίτησης. Η οποιαδήποτε αλλαγή της κατάστασης θα ‘πρεπε να είναι τόσο ριζική, που δύσκολα φαντάζεσαι ότι μπορεί πραγματικά να συμβεί. Ίσως να κάνω λάθος. Αλλά για την ώρα όλοι κάνουμε υπομονή με την ελπίδα ότι το ευρώ θ’ αντέξει. Και, φυσικά, συνέχεια ακούμε και διαβάζουμε ότι και στην Ελλάδα ζείτε μια παρόμοια κατάσταση.
Αργήσατε σχετικά να γράψετε. Προηγήθηκε μια πολύ επιτυχημένη καριέρα σκηνοθέτη και παραγωγού στην τηλεόραση, ακόμα και ψυχαγωγικών προγραμμάτων. Σας λείπει η παλιά σας ζωή;
Αν μου έλειπε, δεν θα είχα επιστρέψει; Τι, άλλωστε, να μου λείψει; Το μόνο που νοσταλγούσα, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, ήταν τα χρήματα που έβγαζα. Δουλεύεις 80 ώρες την εβδομάδα για να κάνεις ολοένα και αθλιότερες εκπομπές, με ολοένα και μικρότερα μπάτζετ. Σε πιάνει τρελή ζήλια όταν ένας συνάδελφός σου κάνει επιτυχία μ’ ένα ακόμα χειρότερο πρόγραμμα από το δικό σου, που προβάλλεται μισή ώρα νωρίτερα. Τι ανοησίες!
σχόλια