ΣΤΟΝ «ΑΡΧΟΝΤΑ ΤΩΝ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΩΝ», στην τελευταία σκηνή, ο Φρόντο μπαίνει σε κάποιο καράβι και δεν θα γυρίσει πίσω, έχει σώσει τον κόσμο του, αλλά ο ίδιος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω στον παλιό του κόσμο. Ο Τόλκιν πάνω σε αυτό το χόμπιτ συμβόλισε μια ολόκληρη γενιά που μπορεί να κέρδισε τον πόλεμο, αλλά ήταν τσακισμένη για να ξαναζήσει.
Στο γραφείο μου έχω ένα μαύρο ημερολόγιο-σημειωματάριο, είναι η μάλλον αποτυχημένη προσπάθειά μου να κρατήσω τη σύνδεσή μου με τον κόσμο της γραφής αλλά και της υποβοήθησης της μνήμης που βαραίνει. Εκεί είναι κυκλωμένη μια ημερομηνία, η 13η Μαρτίου 2020, η μέρα που κλείσαμε το μουσείο λόγω των περιοριστικών μέτρων για τον Covid.
Είναι η μέρα που άλλαξαν τα πάντα, οι παιδικές φωνές στο μουσείο σταμάτησαν, η προσμονή για τη βραδινή βόλτα με τα φώτα στην πόλη μετά το τέλος της δουλειάς θα γινόταν ένα μακρινό όνειρο, οι φιλόδοξοι σχεδιασμοί για τον εορτασμό των 200 ετών κατέληγαν σε έναν φάκελο του ηλεκτρονικού υπολογιστή χωρίς τα αρχεία αυτά να μπορούν να αποκτήσουν ζωή.
Στην πραγματικότητα, η ζωή θα ξαναβρεί τον ρυθμό της, αλλά δεν θα έχει σχέση μ' εκείνη τη ζωή που θυμόμαστε ούτε μ' εκείνη τη ζωή που φαντασιωνόμαστε.
Ο κορωνοϊός άλλαξε τη ζωή μας για πάντα, ίσως να μην είναι ακριβώς ένας πόλεμος, αλλά είναι μια κατάσταση πολιορκίας και μετά από μια τέτοια συνθήκη δύσκολα υπάρχει επιστροφή στην αποκαλούμενη κατά συνθήκη κανονικότητα. Μπορεί να δημιουργηθεί μια νέα συνθήκη ζωής, αλλά τα σώματα θα είναι απομακρυσμένα, η διασκέδαση διαφορετική, οι μάσκες πραγματικότητα, οι απώλειες δεδομένες.
Μετά την οικονομική κατάρρευση που τσάκισε την επίπλαστη και κατασκευασμένη ευμάρεια, που το πύον της ακόμα βγαίνει σε δημόσιους διαλόγους του παραλόγου, χάθηκε η ίδια η ζωή από έναν ιό που μεταφέρεται από τον αέρα. Επανακαθορίστηκαν και επαναπροσδιορίστηκαν αξίες και προτεραιότητες, χάθηκαν διπλανοί μας, αλλά μαζί χάθηκε και η ζωή μας, τουλάχιστον αυτή που γνωρίζαμε.
Ο Κ. Παπαγιώργης γράφει στο Ζώντες και τεθνεώτες ότι η «ζωή παρατείνει τον εαυτό της πάση θυσία, από πανάρχαιο ένστικτο, γι' αυτό και οι συμφορές –ακόμα και οι πιο ανήκουστες– σπάνια εξουθενώνουν τους ζωντανούς».
Η ζωή, ναι, θα συνεχιστεί με κάποιον τρόπο, οι πληγές είναι άγνωστο πότε θα κλείσουν. Είναι αμφίβολο πότε οι άνθρωποι θα μπορέσουν να ξαναβρεθούν, να γελάσουν, να φάνε γύρω από τράπεζες κυκλωτικές, να μοιραστούν κρασί από το ίδιο ποτήρι, να ξεδιψάσουν από τις ίδιες πηγές και όταν σηκώνουν το βλέμμα να βλέπουν «τους ουρανούς κατάμεστους από τις σκιές των τεθνεώτων».
Επιπλέον, κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τις ψυχικές και ψυχολογικές συνέπειες από την ενδοοικογενειακή βία και την αύξηση της χρήσης αλκοόλ και ουσιών μέχρι την απώλεια της εργασίας για δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Το κοινωνικό ρολόι απορρυθμίστηκε και η επαναρρύθμισή του θα χρειαστεί πολλές θυσίες σε πολλά επίπεδα και θα έχει γενιές τσακισμένες και γενιές που δεν γνώρισαν τίποτε άλλο παρά κρίση. Ανθρώπους που δεν θα μπορέσουν να πουν «χάρηκα τη ζωή», «απόλαυσα τον έρωτα», «ευχαριστήθηκα τα ταξίδια».
Στην πραγματικότητα, η ζωή θα ξαναβρεί τον ρυθμό της, αλλά δεν θα έχει σχέση μ' εκείνη τη ζωή που θυμόμαστε ούτε μ' εκείνη τη ζωή που φαντασιωνόμαστε. Θα μας προσγειώσει αυτή απότομα στις νέες της συνθήκες και θα πρέπει να προσαρμοστούμε και να επιλέξουμε αν θα ανεβούμε στο καράβι ή θα παραμείνουμε στον κόσμο για την επόμενη μέρα.
* Ο τίτλος του 8ου κεφαλαίου από το Ζώντες και τεθνεώτες του Κ. Παπαγιώργη
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια